Ο Ραντ κατάφερε να χαμογελάσει αδύναμα. Απ’ όλα τα πράγματα, που ίσως θα ήθελε να σκέφτεται εκείνη τη στιγμή, η κόρη του δημάρχου ήταν πολύ μακριά από την πρώτη θέση. Δεν ήθελε κι άλλη σύγχυση. Τον τελευταίο χρόνο η Εγκουέν τον έκανε να νιώθει όλο και πιο μεγάλη αναστάτωση, όποτε βρίσκονταν μαζί. Και το χειρότερο, η ίδια δεν έδειχνε να το αντιλαμβάνεται. Όχι, δεν ήθελε να έχει και από πάνω τη σκέψη της Εγκουέν.
Ο Ταμ είπε, “Να θυμάσαι τη φλόγα, παλικάρι μου, και το κενό”. Ο Ραντ ευχήθηκε να μην είχε προσέξει το φόβο του.
Ήταν κάτι παράξενο, που του είχε διδάξει ο Ταμ. Συγκεντρώσου σε μια και μόνη φλόγα και θρέψε την μ’ όλα τα πάθη σου ―φόβο, μίσος, θυμό― μέχρι να αδειάσει το μυαλό σου. Γίνε ένα με το κενό, έλεγε ο Ταμ, και μπορείς να κάνεις τα πάντα. Κανένας άλλος στο Πεδίο του Έμοντ δεν μιλούσε έτσι. Αλλά, ο Ταμ, νικούσε στο διαγωνισμό τοξοβολίας του Μπελ Τάιν, κάθε χρόνο, με τη φλόγα του και το κενό του. Ο Ραντ πίστευε πως φέτος ίσως κι ο ίδιος να κέρδιζε μια καλή θέση, αν κατάφερνε να κρατήσει το κενό. Αφού ο Ταμ το είχε αναφέρει τώρα, σήμαινε πως το είχε προσέξει, αλλά δεν είπε τίποτα άλλο.
Ο Ταμ έκανε την Μπέλα να ξεκινήσει πλαταγίζοντας τη γλώσσα του και ξανάρχισαν το ταξίδι τους. Ο πατέρας του προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές, σαν να μην είχε συμβεί, και να μην μπορούσε να συμβεί, τίποτα το ασυνήθιστο. Ο Ραντ ευχήθηκε να μπορούσε να τον μιμηθεί. Προσπάθησε να σχηματίσει την αδειανοσύνη στο νου του, αλλά συνεχώς του ξεγλιστρούσε και το μυαλό του γέμιζε εικόνες του καβαλάρη με το μαύρο μανδύα.
Ήθελε να πιστέψει ότι ο Ταμ είχε δίκιο, ότι ο καβαλάρης ήταν πλάσμα της φαντασίας του, αλλά θυμόταν ολοζώντανη την αίσθηση του μίσους. Κάποιος ήταν στ’ αλήθεια εκεί. Κι αυτός ο κάποιος ήθελε το κακό του. Δεν έπαψε να κοιτάζει πίσω του, παρά μόνο όταν τον περικύκλωσαν οι επικλινείς καλαμοσκεπές των σπιτιών του Χωραφιού του Έμοντ.
Το χωριό βρισκόταν πολύ κοντά στο Δυτικό Δάσος και το δάσος αραίωνε σιγά-σιγά, σε σημείο που τα τελευταία δέντρα του έστεκαν ανάμεσα στους γερούς σκελετούς των σπιτιών. Το έδαφος έγερνε απαλά προς τα ανατολικά. Παρ’ όλο που υπήρχαν αλσύλλια και εκεί, η γη πέρα από το χωριό ήταν γεμάτη αγροκτήματα και λιβάδια και χωράφια με φράχτες από θάμνους, μέχρι τον Ποταμό του Δάσους και το λαβύρινθο από λιμνούλες και ποταμάκια που ήταν εκεί. Προς τα δυτικά η γη ήταν εξίσου καρπερή, τα λιβάδια εξίσου χλοερά, τις περισσότερες χρονιές, αλλά μόνο μια χούφτα αγροκτήματα υπήρχαν στο Δυτικό Δάσος. Ακόμα κι αυτά τα λίγα σταματούσαν μερικά μίλια πριν τους Λόφους της Άμμου, πολύ πιο πέρα από τα Όρη της Ομίχλης, τα οποία υψώνονταν πάνω από τις δεντροκορφές του Δυμκού Δάσους, απόμακρα, αλλά και ολοφάνερα από το Πεδίο του Έμοντ. Κάποιοι έλεγαν πως η γη εκεί ήταν γεμάτη πέτρες, λες και δεν είχε πέτρες παντού στους Δύο Ποταμούς, και άλλοι πως ήταν κακορίζικη. Μερικοί μουρμούριζαν, πως δεν υπήρχε λόγος να πλησιάζει κανένας πιο κοντά στα βουνά απ’ όσο χρειαζόταν. Όποιοι και να ’ταν οι λόγοι, μόνο οι πιο σκληροτράχηλοι είχαν καλλιέργειες στο Δυτικό Δάσος.
Κοπάδια μικρών παιδιών και σκυλιών έτρεχαν, φωνάζοντας γύρω από το κάρο, καθώς αυτό προσπερνούσε τα πρώτα σπίτια. Η Μπέλα προχωρούσε με υπομονετικά, σίγουρα βήματα, αγνοώντας το πεσιρίκια, που τσίριζαν και έκαναν τούμπες κάτω από τη μύτη της και κυλούσαν τσέρκια. Τους τελευταίους μήνες τα γέλια και τα παιχνίδια των παιδιών ήταν σπάνια· ακόμα και όταν ο καιρός είχε καταλαγιάσει αρκετά για να αφήνουν τα παιδιά έξω, ο φόβος των λύκων τα κρατούσε στο σπίτι. Φαινόταν πως ο ερχομός του Μπελ Τάιν κι είχε ξαναμάθει να παίζουν.
Η γιορτή είχε αγγίξει και τους ενήλικες. Τα πλατιά παραθυρόφυλλα ήταν διάπλατα ανοιχτά και σε όλα σχεδόν τα σπίτια οι νοικοκυρές στέκονταν στο παράθυρο, φορώντας ποδιά και έχοντας δεμένα τα μαλλιά τους με μαντήλι και τίναζαν τα σεντόνια, ή έβγαζαν κι στρώματα στο περβάζι. Αδιάφορο αν τα δέντρα είχαν βγάλει φύλλα, ή όχι, καμιά γυναίκα δεν θα άφηνε να έρθει το Μπελ Τάιν χωρίς να έχει ξεμπερδέψει πρώτα με την ανοιξιάτικη καθαριότητα. ## όλες τις αυλές υπήρχαν κουρελούδες, που κρέμονταν από αντωμένα σκοινιά και τα παιδιά, που δεν είχαν προφτάσει να το σκάσουν στο δρόμο, εκτόνωναν την αγανάκτηση τους στα χαλιά με τα ξεσκονιστήρια. Σ’ όλα τα σπίτια, ο νοικοκύρης σκαρφάλωνε στη στέγη και κοίταζε την καλαμωτή κατασκευή για να δει αν οι ζημιές που είχε πάθει το χειμώνα σήμαιναν πως έπρεπε να φωνάξει τον Τσεν Μπούι, τον γέρο καλαμοτεχνίτη.
Ο Ταμ σταμάτησε αρκετές φορές για ν’ ανταλλάξει μια-δυο κουβέντες με άνδρες που αντάμωνε. Εφόσον αυτός και ο Ραντ είχαν βδομάδες να φύγουν από το αγρόκτημά τους, όλοι ήθελαν να μάθουν νέα για κείνη την περιοχή. Λίγοι άνδρες από το Δυτικό Δάσος είχαν έρθει. Ο Ταμ είπε για τις ζημιές από τις χειμωνιάτικες θύελλες, που καθεμιά ήταν χειρότερη από την προηγούμενη, για τα αρνάκια που είχαν πεθάνει στη γέννα, για τα χωράφια που είχαν ακόμα το καφέ χρώμα του χώματος, εκεί που θα έπρεπε να ξεπροβάλλουν τα σπαρτά και για τα λιβάδια που έπρεπε να είναι καταπράσινα, για τα κοράκια που έρχονταν κοπαδιαστά, εκεί που, άλλες χρονιές, κατέφθαναν πουλιά που γλυκοκελαηδούσαν. Βαριές κουβέντες, πάνω που ετοιμάζονταν όλοι για το Μπελ Τάιν και πολλά κεφάλια έσκυβαν σκεφτικά. Παντού ήταν τα ίδια.