Выбрать главу

Ο Μυρντράαλ κινήθηκε γρηγορότερα κι από οχιά που εφορμούσε. Ο Κάριντιν άνοιξε το στόμα να ουρλιάξει όταν το χέρι του Ημιανθρώπου έσφιξε με συντριπτική δύναμη τον καρπό του· τα κόκαλα τρίφτηκαν μεταξύ τους και οι σουβλιές του πόνου ανηφόρισαν στο μπράτσο του. Το ουρλιαχτό δεν βγήκε από το στόμα του, όμως, επειδή το άλλο χέρι του Μυρντράαλ του έσφιξε το σαγόνι και του πίεσε το στόμα να κλείσει.

Οι φτέρνες του ανασηκώθηκαν και έπειτα ξεκόλλησαν από το πάτωμα κι οι μύτες των ποδιών του. Αφήνοντας ρόγχους και μουγκρητά, άρχισε να αιωρείται μέσα στη λαβή του Μυρντράαλ.

«Άκουσε με, άνθρωπε. Θα βρεις αυτό το νεαρό και θα τον σκοτώσεις το συντομότερο δυνατόν. Μη σου περάσει από το νου ότι θα μπορέσεις να προσποιηθείς. Υπάρχουν κι άλλα τέκνα σας, που θα μου το πουν αν παραμελήσεις το στόχο σου. Αλλά θα σου πω κάτι για να σε παροτρύνω. Αν αυτός εδώ ο Ραντ αλ’Θορ δεν έχει πεθάνει μέσα σε ένα μήνα, θα πάρω έναν του αίματός σου: γιο, κόρη, αδερφή, θείο. Δεν θα ξέρεις ποιος θα είναι, μέχρι τη στιγμή που ο επιλεγμένος θα πεθάνει ουρλιάζοντας. Αν ζήσει άλλον ένα μήνα, θα πάρω και δεύτερο. Ύστερα τρίτο, τέταρτο. Τέλος, αν ο Ραντ αλ’Θορ ζει ακόμα και από την οικογένειά σου δεν έχει μείνει κανένας ζωντανός, εκτός από σένα, θα σε πάω στο ίδιο το Σάγιολ Γκουλ», Χαμογέλασε. «Ο θάνατός σου θα διαρκέσει χρόνια, άνθρωπε. Με καταλαβαίνεις τώρα;»

Ο Κάριντιν άφησε έναν ήχο, που ήταν ο μισός ουρλιαχτό, ο μισός κλαψούρισμα. Του φαινόταν ότι ο λαιμός του θα έσπαγε.

Με ένα γρύλισμα, ο Μυρντράαλ τον εκσφενδόνισε στην άλλη άκρη του δωματίου. Ο Κάριντιν βρόντηξε στον απέναντι τοίχο και έπεσε στο χαλί ζαλισμένος. Όπως κείτονταν μπρούμυτα, πάσχιζε να ανασάνει.

«Με καταλαβαίνεις, άνθρωπε;»

«Α... ακούω κι υπακούω», κατάφερε να πει ο Κάριντιν, κολλημένος στο χαλί. Δεν υπήρξε απάντηση.

Γύρισε το κεφάλι, κάνοντας ένα μορφασμό από τον πόνο στο σβέρκο του. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Οι Ημιάνθρωποι ίππευαν τις σκιές σαν να ήταν άλογα, έτσι έλεγαν οι θρύλοι, και όταν γυρνούσαν στο πλάι, εξαφανίζονταν. Κανένας τοίχος δεν τους σταματούσε. Ο Κάριντιν ήθελε να βάλει τα κλάματα. Σηκώθηκε, βλαστημώντας τη σουβλιά του πόνου στον καρπό του.

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Σάρμπον, ένας παχουλός ανθρωπάκος με ένα καλάθι στην αγκαλιά. Στάθηκε και κοίταξε τον Κάριντιν. «Αφέντη, είσαι καλά; Συγχώρα με που δεν ήμουν εδώ, αφέντη, αλλά πήγα να σου αγοράσω φρούτα —»

Με το καλό του χέρι, ο Κάριντιν χτύπησε το καλάθι στα χέρια του Σάρμπον, σκορπίζοντας τα μαραμένα χειμωνιάτικα μήλα στα χαλιά και του άστραψε μια ανάποδη καταπρόσωπο.

«Συγχώρα με, αφέντη»» ψιθύρισε ο Σάρμπον.

«Φέρε μου χαρτί, πένα και μελάνι», βρυχήθηκε ο Κάριντιν. «Βιάσου, ανόητε! Πρέπει να στείλω διαταγές». Μα τι διαταγές; Τι; Καθώς ο Σάρμπον έτρεχε να υπακούσει, ο Κάριντιν κοίταξε τις χαρακιές στο τραπέζι και ανατρίχιασε.

1

Αναμονή

Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις, που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος, ενώ ακόμα και ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό όταν ξανάρχεται η  Εποχή που τον γέννησε.  Σε μια Εποχή, που μερικοί την αποκαλούν Τρίτη Εποχή, σε μια Εποχή που ακόμα δεν έχει έρθει, σε μια Εποχή που έχει περάσει, ένας άνεμος φύσηξε στα Όρη της Ομίχλης. Ο άνεμος δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Αλλά ήταν κάποια αρχή.

Ο άνεμος χίμηξε σε μεγάλες κοιλάδες, κοιλάδες που έδειχναν γαλάζιες από την ομίχλη που κρεμόταν στον αέρα, μερικές γεμάτες δάση από αειθαλή δέντρα, μερικές γυμνές, όπου σύντομα θα ξεφύτρωναν χόρτα και αγριολούλουδα. Αλύχτησε, περνώντας από μισοθαμμένα ερείπια και γκρεμισμένα μνημεία, που ήταν ξεχασμένα, σαν κι εκείνους που τα είχαν χτίσει. Αναστέναξε στα περάσματα, σε χάσματα που είχε σκάψει ο καιρός μέσα σε κορυφές σκεπασμένες από χιόνια που δεν έλιωναν ποτέ. Πυκνά σύννεφα κολλούσαν στις βουνοκορφές, έτσι που το χιόνι και τα λευκά πέπλα έμοιαζαν ένα.

Στις πεδιάδες και τους κάμπους ο χειμώνας περνούσε, ή είχε ήδη περάσει, όμως εδώ, στα ψηλώματα, άντεχε ακόμα κι άπλωνε εδώ κι εκεί στις βουνοπλαγιές πλατιά χαλιά από χιόνι. Μόνο τα αειθαλή φυτά διατηρούσαν φύλλα ή βελόνες· όλα τα άλλα κλαριά στέκονταν γυμνά κι ήταν καφετιά ή σταχτιά, πάνω σε βράχια ή σε χώμα που δεν είχε ζωντανέψει ακόμα. Δεν ακουγόταν άλλος ήχος, παρά μόνο το ξερό θρόισμα του ανέμου στο χιόνι και τις πέτρες. Η γη έμοιαζε να περιμένει. Έμοιαζε να περιμένει κάτι να ξεπηδήσει.

Ο Πέριν Αϋμπάρα, όπως καθόταν στο άλογό του μέσα σε ένα αλσύλλιο από πεύκα και ρείκια, ανατρίχιασε και τύλιξε σφιχτά το μανδύα με τη γούνινη επένδυση πάνω του, όσο σφιχτά μπορούσε, καθώς είχε ένα μακρύ τόξο στο ένα χέρι και ένα μεγάλο τσεκούρι, με λεπίδα σαν μισοφέγγαρο, στη ζώνη του. Ήταν ένα καλό τσεκούρι, με λεπίδα από ψυχρό ατσάλι· ο Πέριν είχε δουλέψει ο ίδιος το φυσερό, τη μέρα που το είχε κατασκευάσει ο αφέντης Λούχαν. Ο άνεμος του τράβηξε το μανδύα, κατέβασε την κουκούλα από τις μπλεγμένες μπούκλες του και τρύπησε το πανωφόρι του· ο Πέριν κούνησε τα δάχτυλα των ποδιών μέσα στις μπότες του για να τα ζεστάνει και κουνήθηκε πάνω στη σέλα του με την ψηλή ράχη, αλλά το μυαλό του δεν το απασχολούσε το κρύο. Κοιτάζοντας τους πέντε συντρόφους του, αναρωτήθηκε αν το ένιωθαν κι αυτοί, επίσης. Δεν ήταν η αναμονή γι’ αυτό που είχαν σταλεί εδώ — ήταν κάτι περισσότερο.