Ο Γοργοπόδης, το άλογό του, σάλεψε και τίναξε το κεφάλι. Ο Πέριν είχε βαφτίσει έτσι τον καφεγκρίζο επιβήτορα λόγω του σβέλτου βηματισμού του, αλλά τώρα ο Γοργοπόδης έμοιαζε να νιώθει τον εκνευρισμό και την αδημονία του αναβάτη του. Βαρέθηκα να περιμένουμε, να καθόμαστε κι η Μουαραίν να μας κρατά σφιχτά τα λουριά. Να πάνε να καούν οι Άες Σεντάι! Πότε θα τελειώσουν όλα αυτά;
Ασυναίσθητα, οσφράνθηκε τον αέρα. Κυριαρχούσαν οι οσμές των αλόγων, των ανθρώπων και του ανθρώπινου ιδρώτα. Ένας λαγός είχε περάσει κοντά από εκείνα τα δέντρα, όχι πολλή ώρα πριν, με το φόβο να δίνει φτερά στα πόδια του, αλλά η αλεπού, που ακολουθούσε τα ίχνη του, δεν τον είχε σκοτώσει εδώ. Ο Πέριν συνειδητοποίησε τι έκανε και σταμάτησε. Με τέτοιο άνεμο να φυσάει, δεν μπορούσε να βουλώσει η μύτη μου; Σχεδόν το ευχόταν. Και, βέβαια, δεν θα άφηνα τη Μουαραίν να τη γιατρέψει.
Κάτι τον γαργάλησε στο βάθος του μυαλού του. Αρνήθηκε να του δώσει σημασία. Δεν ανέφερε αυτή την αίσθηση στους συντρόφους του.
Οι άλλοι πέντε άντρες κάθονταν στη σέλα, με τα κοντά τόξα έτοιμα και τα βλέμματά τους να ερευνούν τον ουρανό και τις πλαγιές με τα αραιά δέντρα. Δεν έδειχναν να τους ενοχλεί ο άνεμος, που σήκωνε τους μανδύες τους σαν λάβαρα. Πάνω από τον ώμο τους ξεπρόβαλε η μακριά λαβή ενός σπαθιού, μέσα από ένα σχίσιμο του μανδύα. Η όψη των γυμνών κεφαλιών τους, που ήταν ξυρισμένα, εκτός από έναν κότσο στην κορυφή, έκανε τον Πέριν να νιώσει κι άλλη παγωνιά. Γι’ αυτούς, τούτος ο καιρός έδειχνε ότι είχε ήδη έρθει η άνοιξη. Τίποτα μαλακό δεν είχαν πάνω τους, σφυρηλατημένοι καθώς ήταν σε καμίνι σκληρότερο απ’ οτιδήποτε είχε γνωρίσει ποτέ ο Πέριν. Ήταν Σιναρανοί, από τις Μεθόριους εκεί ψηλά, πλάι στη Μεγάλη Μάστιγα, όπου οι Τρόλοκ μπορεί να εφορμούσαν οποιαδήποτε νύχτα και ακόμα κι ένας αγρότης, ή ένας έμπορος ίσως, μπορεί να αναγκαζόταν να σηκώσει σπαθί ή τόξο. Αυτοί οι άντρες δεν ήταν γεωργοί, αλλά στρατιώτες, σχεδόν από γεννησιμιού τους.
Μερικές φορές απορούσε που τον σέβονταν και ακολουθούσαν τις εντολές του. Λες και πίστευαν πως είχε κάποιο ξεχωριστό δικαίωμα, κάποιες γνώσεις κρυφές απ’ αυτούς. Ή, ίσως, γι αυτό να φταίνε οι φίλοι μου, σκέφτηκε πικρόχολα. Δεν τον έφταναν στο ύψος, ούτε και στον όγκο —ήταν χρόνια μαθητευόμενος σιδεράς και είχε αποκτήσει μπράτσα και ώμους διπλάσιους από ένα φυσιολογικό άντρα― αλλά είχε αρχίσει να ξυρίζεται κάθε μέρα, για να δώσει τέλος στα πειράγματά τους για το νεαρό της ηλικίας του. Φιλικά πειράγματα, αλλά δεν έπαυαν να είναι πειράγματα. Δεν θα τους έκανε να τα ξαναρχίσουν, μιλώντας για κάτι που είχε νιώσει.
Ο Πέριν τινάχτηκε και θύμισε στον εαυτό του ότι έπρεπε κι ο ίδιος να φυλά σκοπιά. Κοίταξε το βέλος που είχε έτοιμο στη χορδή του μακριού τόξου του και ατένισε την κοιλάδα, που κατηφόριζε προς τα δυτικά και πλάταινε καθώς χαμήλωνε· το έδαφος ήταν γεμάτο πλατιές, φιδίσιες κορδέλες χιονιού, απομεινάρια του χειμώνα. Τα περισσότερα αραιά δέντρα εκεί κάτω ακόμα άπλωναν στον ουρανό γυμνά, χειμωνιάτικα κλαριά, αλλά στις πλαγιές και τον πυθμένα της κοιλάδας υπήρχαν ακόμα αρκετά αειθαλή —πεύκα και ρείκια, έλατα και λιόπρινα, ακόμα και μερικές ψηλές πρασινάδες με πυκνά φυλλώματα― που πρόσφεραν κάλυψη για όσους ήξεραν πώς να τα χρησιμοποιήσουν. Κανένας, όμως, δεν θα έρχονταν εδώ χωρίς ειδικό σκοπό. Τα ορυχεία ήταν μακριά στα νότια, ή πιο πέρα, στο βορρά· οι πιο πολλοί άνθρωποι πίστευαν ότι τους περίμενε κακοτυχία στα Βουνά της Ομίχλης και οι περισσότεροι τα απέφευγαν, αν μπορούσαν. Τα μάτια του Πέριν έλαμψαν σαν στιλβωμένο χρυσάφι.
Ίο γαργάλημα έγινε φαγούρα. Όχι!
Μπορούσε να παραμερίσει τη φαγούρα, αλλά η αίσθηση της αναμονής δεν έφευγε. Έμοιαζε να ταλαντεύεται μπροστά σε χάσμα. Σαν να ταλαντεύονταν όλοι. Αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάτι δυσάρεστο στα βουνά γύρω τους. Ίσως να υπήρχε τρόπος να το μάθει. Σε τέτοια μέρη, όπου σπάνια έρχονταν άνθρωποι, υπήρχαν σχεδόν πάντα λύκοι. Έπνιξε αμέσως αυτή τη σκέψη, πριν προλάβει να εδραιωθεί. Καλύτερα να μείνω με την απορία. Καλύτερα αυτό. Μπορεί να μην ήταν πολυάριθμοι, αλλά είχαν ανιχνευτές. Αν υπήρχε κάτι εκεί, οι καβαλάρηδες που είχαν πάει μπροστά θα το έβρισκαν. Αυτό είναι το δικό μου καμίνι· θα το φροντίσω και θα αφήσω τους άλλους να φροντίσουν το δικό τους.