Выбрать главу

Οι Σιναρανοί ήξεραν πόσο μακριά μπορούσε να δει ο Πέριν, αλλά φαινόταν να το δέχονται σαν φυσιολογικό, τόσο αυτό όσο και το χρώμα των ματιών του. Δεν ήξεραν όλη την ιστορία, ούτε τη μισή δεν ήξεραν, αλλά τον αποδέχονταν όπως ήταν. Όπως πίστευαν ότι ήταν. Έμοιαζαν να αποδέχονται τους πάντες και τα πάντα. Ο κόσμος αλλάζει, έλεγαν. Όλα στριφογυρνούσαν πάνω στους τροχούς της τύχης και της αλλαγής. Αν κάποιος είχε μάτια σε χρώμα που δεν είχε ξαναφανεί σε μάτια ανθρώπου, τι σημασία είχε τώρα;

«Έρχεται», είπε ο Πέριν. «Σε λίγο θα τη δείτε. Να, εκεί». Την έδειξε και ο Ούνο προσπάθησε να κοιτάξει, μισοκλείνοντας το μοναδικό αληθινό του μάτι. Τελικά, κατένευσε με αμφιβολία.

«Κάτι κινείται εκεί κάτω, ανάθεμά το». Κάποιοι από τους άλλους ένευσαν και μουρμούρισαν κι αυτοί. Ο Ούνο τους αγριοκοίταξε κι αυτοί ξανακοίταξαν με προσοχή τον ουρανό και τα βουνά.

Ξαφνικά, ο Πέριν συνειδητοποίησε τι σήμαιναν τα φανταχτερά χρώματα της μακρινής καβαλάρισσας. «Είναι Ταξιδιώτισσα», είπε ξαφνιασμένος. Δεν ήξερε άλλους που να ντύνονται, με τη θέληση τους, με τόσο λαμπερά χρώματα, σε τόσο αλλόκοτους συνδυασμούς.

Οι γυναίκες, τις οποίες συναντούσαν μερικές φορές και τις οδηγούσαν ακόμα πιο βαθιά στα βουνά, ήταν κάθε λογής: μια ζητιάνα κουρελού, που πάλευε να προχωρήσει πεζή μέσα σε χιονοθύελλα· μια έμπορος, που οδηγούσε κάποια φορτωμένα υποζύγια· μια κυρά όλο μετάξια και εκλεκτές γούνες, με κόκκινες φουντίτσες στα χαλινάρια του μικρόσωμου αλόγου της και χρυσοστόλιστη σέλα. Η ζητιάνα αναχώρησε μαζί με ένα πουγκί γεμάτο ασήμι ― ο Πέριν σκεφτόταν πως δεν τους περίσσευε να δώσουν τόσο πολύ, μέχρι που η κυρά τους άφησε ένα ακόμα πιο βαρύ πουγκί με χρυσάφι. Γυναίκες κάθε κοινωνικής θέσης, ολομόναχες, από το Τάραμπον, την Γκεάλνταν, ακόμα και από την Αμαδισία. Αλλά δεν περίμενε πως θα έβλεπε μια Τουάθα’αν.

«Μια Μαστόρισσα, ανάθεμά την;» αναφώνησε ο Μασέμα.

Και οι άλλοι τον μιμήθηκαν, έκπληκτοι.

Ο κότσος του Ράγκαν ανέμισε καθώς κουνούσε το κεφάλι του. «Οι Μάστορες δεν ανακατεύονται σ’ αυτά. Είτε δεν είναι Μαστόρισσα, είτε δεν είναι αυτή που περιμένουμε να συναντήσουμε».

«Μάστορες», μούγκρισε ο Μασέμα. «Άχρηστοι δειλοί».

Το μάτι του Ούνο στένεψε, ώσπου κατέληξε να μοιάζει με την τρύπα του αμονιού· δίπλα στο κόκκινο ζωγραφισμένο μάτι του καλύμματος, του έδινε μια εγκληματική όψη. «Δειλοί, Μασέμα;» είπε απαλά. «Αν ήσουν γυναίκα, θα είχες το κουράγιο να έρθεις ως εδώ, μονάχη και άοπλη, που να πάρει;» Αν ήταν Τουάθα’αν, σίγουρα θα ήταν άοπλη. Ο Μασέμα κράτησε το στόμα του κλειστό, αλλά η ουλή του προσώπου του ξεχώριζε πιο έντονη, στενή και ωχρή.

«Που να με κάψει, δεν θα έκανα τέτοιο πράγμα», είπε ο Ράγκαν. «Ούτε κι εσύ θα το έκανες, Μασέμα, που να καώ». Ο Μασέμα τράβηξε το μανδύα του και προφασίστηκε πως έψαχνε με το βλέμμα τον ουρανό.

Ο Ούνο ξεφύσησε. «Το Φως να δώσει να ήταν μόνο εκείνο το καμένο το όρνιο», μουρμούρισε.

Σιγά-σιγά, η δασύτριχη ασπροκαφετιά φοράδα πλησίασε, ακολουθώντας μια πορεία όλο στροφές, καθώς προχωρούσε στο καθαρό έδαφος αποφεύγοντας τα πολύ χιονισμένα σημεία. Κάποια στιγμή, η γυναίκα με τα πολύχρωμα ρούχα κοντοστάθηκε για να κοιτάξει κάτι στο έδαφος κι έπειτα κατέβασε την κουκούλα του μανδύα της πιο χαμηλά στο κεφάλι και σπιρούνισε το άλογά της να προχωρήσει με αργό βηματισμό. Το κοράκι, σκέφτηκε ο Πέριν. Σταμάτα πια να το κοιτάζεις και προχώρα, κυρά μου. Μπορεί να μας έφερες την είδηση που, επιτέλους, θα μας επιτρέψει να φύγουμε από δω. Ας μας αφήσει η Μουαραίν να φύγουμε πριν από την άνοιξη. Που να καεί! Για μια στιγμή, δεν ήξερε αν εννοούσε την Άες Σεντάι ή τη Μαστόρισσα, που έμοιαζε να έρχεται με το πάσο της.

Αν η γυναίκα συνέχιζε έτσι την πορεία της, θα βρισκόταν τριάντα απλωσιές μακρύτερα από την άκρη του αλσυλλίου. Είχε το βλέμμα στυλωμένο εκεί όπου πατούσε η φοράδα της και δεν έδειχνε να τους έχει δει εκεί, ανάμεσα στα δέντρα.

Ο Πέριν άγγιξε με τις φτέρνες τα πλευρά του αλόγου του και ο καφεγκρίζος επιβήτορας πήδηξε μπροστά, τινάζοντας βροχή το χιόνι με τις οπλές του. Πίσω του, ο Ούνο έδωσε ήρεμα το πρόσταγμα, «Εμπρός!»

Ο Γοργοπόδης είχε διανύσει τη μισή απόσταση που τους χώριζε και μόνο τότε η γυναίκα φάνηκε να τους αντιλαμβάνεται. Σταμάτησε απότομα τη φοράδα της, ξαφνιασμένη. Τους παρακολούθησε να σχηματίζουν ένα ημικύκλιο, με την ίδια στο κέντρο. Κεντητά στολίσματα, από ένα γαλάζιο χρώμα που σου θάμπωνε τα μάτια, στο σχέδιο που αποκαλούσαν Ακρινό λαβύρινθο, έδιναν ακόμα πιο φανταχτερή όψη στο μανδύα της. Δεν ήταν νεαρή —όπου η κουκούλα αποκάλυπτε τα μαλλιά της, φαινόταν πυκνό το γκρίζο χρώμα― αλλά το πρόσωπό της είχε ελάχιστες ρυτίδες, μαζί κι αυτές που εμφανίστηκαν όταν συνοφρυώθηκε στη θέα των όπλων τους. Μπορεί να είχε ταραχτεί, βλέποντας ένοπλους άντρες στην καρδιά της ερημιάς των βουνών, αλλά δεν υπήρχε ένδειξη γι αυτό. Τα χέρια της αναπαύονταν χαλαρά στο ψηλό μπροστάρι της σέλας της, που ήταν φθαρμένη αλλά περιποιημένη. Και δεν ανέδιδε καμία μυρωδιά φόβου.