Κόφ’ το! είπε μέσα του ο Πέριν. Έκανε τη φωνή του απαλή, για να μην την τρομάξει. «Το όνομά μου είναι Πέριν, καλή κυρά. Αν θέλεις βοήθεια, θα κάνω ό,τι μπορώ. Αν όχι, πήγαινε στο δρόμο του Φωτός, Αλλά, αν δεν άλλαξαν οι Τουάθα’αν τις συνήθειές τους, βρίσκεσαι μακριά από τις άμαξές σας».
Εκείνη τον περιεργάστηκε για μια στιγμή, πριν ανοίξει το στόμα της. Τα μαύρα μάτια της έδειχναν τρυφερότητα, κάτι που δεν ήταν παράξενο για τους Ταξιδιώτες. «Αναζητώ μια... μια γυναίκα».
Η παύση ήταν μικρή, μα υπαρκτή. Δεν αναζητούσε μια τυχαία γυναίκα, μα μια Άες Σεντάι. «Έχει όνομα, καλή μου κυρά;» ρώτησε ο Πέριν. Το είχε ξανακάνει αυτό πολλές φορές τους τελευταίους μήνες και δεν είχε ανάγκη την απάντησή της· μα το σίδερο σκουριάζει, αν δεν το φροντίζεις.
«Τη λένε... Μερικές φορές, τη λένε Μουαραίν. Το όνομά μου είναι Λέγια».
Ο Πέριν ένευσε. «Θα σε πάμε να τη βρεις, Κυρά Λέγια. Έχουμε φωτιές που καίνε και, με λίγη τύχη, ίσως κάτι ζεστό να φας». Αλλά δεν σήκωσε αμέσως τα χαλινάρια. «Πώς μας βρήκες;» Το είχε ξαναρωτήσει αυτό, κάθε φορά που η Μουαραίν τον έστελνε να περιμένει σ’ ένα μέρος που του υποδείκνυε, για μια γυναίκα την οποία η Μουαραίν γνώριζε ότι θα έρθει. Η απάντηση θα ήταν ίδια, όπως πάντα, αλλά έπρεπε να ρωτήσει.
Η Λέγια σήκωσε τους ώμους και απάντησε διστακτικά. «Ήξερα... ότι αν ερχόμουν κατά δω, κάποιος θα με έβρισκε για να με πάει σε εκείνη. Απλώς... το ήξερα. Της φέρνω μαντάτα».
Ο Πέριν δεν ρώτησε τι μαντάτα ήταν. Οι γυναίκες έδιναν μόνο στη Μουαραίν τις πληροφορίες που είχαν.
Και η Άες Σεντάι μας λέει μόνο αυτά που η ίδια διαλέγει να μας πει. Αυτό σκεφτόταν. Οι Άες Σεντάι ποτέ δεν ψεύδονταν, αλλά ο κόσμος έλεγε ότι η αλήθεια που σου λένε οι Άες Σεντάι δεν είναι πάντα η αλήθεια που νομίζεις ότι άκουσες. Πολύ αργά για δισταγμούς τώρα. Έτσι δεν είναι;
«Από δω, Κυρά Λέγια», είπε, δείχνοντας πιο πάνω τα βουνά. Οι Σιναρανοί, με τον Ούνο επικεφαλής, ακολούθησαν τον Πέριν και τη Λέγια καθώς αυτοί ανηφόριζαν. Οι Μεθορίτες ακόμα χτένιζαν με το βλέμμα τον ουρανό και τη γη και οι δύο τελευταίοι πρόσεχαν τη διαδρομή πίσω τους.
Για λίγη ώρα προχωρούσαν σιωπηλά και ο μόνος ήχος ερχόταν από τις οπλές των αλόγων, που μερικές φορές έτριζαν πάνω σε παλιούς, λεπτούς πάγους και άλλες φορές τίναζαν πέτρες, που κροτούσαν καθώς διέσχιζαν γυμνό χώμα. Η Λέγια έριχνε πού και πού βλέμματα στον Πέριν, στο τόξο του, στο τσεκούρι του, στο πρόσωπό του, αλλά δεν του μιλούσε. Εκείνος σάλευε αμήχανα κάτω από την εξεταστική ματιά της και απέφευγε να την κοιτάζει. Πάντα προσπαθούσε, όσο μπορούσε, να μη δίνει σε ξένους την ευκαιρία να προσέξουν τα μάτια του.
Τελικά, της είπε: «Με ξαφνιάζει που βλέπω κάποιον από τους Ταξιδιώτες, με τις πεποιθήσεις που έχετε».
«Μπορεί κανείς να αντιταχθεί στο κακό δίχως να ασκήσει βία». Η φωνή της είχε την απλότητα κάποιου που δηλώνει μια ολοφάνερη αλήθεια.
Ο Πέριν γρύλισε ξινά και αμέσως μουρμούρισε μια συγγνώμη. «Μακάρι να ήταν όπως τα λες, Κυρά Λέγια».
«Η βία βλάπτει τόσο το θύμα όσο κι εκείνον που την ασκεί», είπε γαλήνια η Λέγια. «Γι’ αυτό φεύγουμε μακριά από εκείνους που μας κάνουν κακό, όχι μόνο για τη δική μας ασφάλεια, αλλά και για να τους γλιτώσουμε από το κακό που κάνουν στον εαυτό τους. Αν καταφεύγαμε στη βία για να αντιμετωπίσουμε το κακό, σε λίγο θα ήμασταν όμοιοι με αυτό που πολεμούμε. Μαχόμαστε τη Σκιά με τη δύναμη των πεποιθήσεών μας».
Ο Πέριν δεν κρατήθηκε και ξεφύσησε. «Κυρά, ελπίζω να μη χρειαστεί ποτέ να αντιμετωπίσετε Τρόλοκ με τη δύναμη των πεποιθήσεών σας, Η δύναμη των σπαθιών τους θα σας κάνει κομματάκια πριν προλάβετε να το κουνήσετε ρούπι».
«Προτιμότερο να πεθάνει κανείς, παρά —» άρχισε εκείνη, μα ο θυμός τον έκανε να της αντιμιλήσει. Θυμός, επειδή η Μαστόρισσα δεν εννοούσε να καταλάβει. Θυμός, επειδή στα αλήθεια θα προτιμούσε να χάσει τη ζωή της παρά να βλάψει κάποιον, όσο κακός κι αν ήταν.
«Αν το βάλεις στα πόδια, θα σε κυνηγήσουν, θα σε σκοτώσουν και θα φάνε το πτώμα σου. Ή μπορεί να μην περιμένουν μέχρι να γίνει πτώμα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, θα έχεις πεθάνει και το κακό θα έχει νικήσει. Και υπάρχουν άνθρωποι εξίσου άσπλαχνοι. Σκοτεινόφιλοι και άλλοι. Περισσότεροι απ’ όσους νόμιζα πως υπήρχαν, ακόμα και πριν από ένα χρόνο. Περίμενε μέχρι να κρίνουν οι Λευκομανδίτες ότι εσείς, οι Μάστορες, δεν περπατάτε στο Φως και τότε θα δεις αν θα σας σώσει η δύναμη των πεποιθήσεών σας».