Выбрать главу

Εκείνη του έριξε μια διεισδυτική ματιά. «Παρ’ όλα αυτά, δεν νιώθεις ευτυχισμένος με τα όπλα σου».

Πού το ήξερε αυτό; Κούνησε ενοχλημένος το κεφάλι του και τα μπερδεμένα μαλλιά του ανέμισαν. «Ο Δημιουργός έπλασε τον κόσμο», μουρμούρισε, «όχι εγώ. Πρέπει να ζήσω όπως καλύτερα μπορώ στον κόσμο, που είναι όπως είναι».

«Πολύ θλιμμένα λόγια για κάποιον τόσο νεαρό», του είπε αυτή γλυκά. «Γιατί είσαι τόσο θλιμμένος;»

«Πρέπει να έχω τα μάτια ανοιχτά, όχι να κουβεντιάζω», της είπε αυτός απότομα. «Δεν θα έχεις να με ευχαριστείς, αν καταφέρω και χαθούμε». Χτύπησε με τις φτέρνες τον Γοργοπόδη για να προχωρήσει και να κόψει τη συζήτηση, αλλά την ένιωθε να τον κοιτάζει. Θλιμμένος; Δεν είμαι θλιμμένος, απλώς... Φως μου, δεν ζέρω. Θα έπρεπε να υπάρχει καλύτερος τρόπος, αυτό είναι όλο. Ξανάνιωσε το γαργάλημα στο βάθος του μυαλού του, αλλά καθώς προσπαθούσε να αγνοήσει το βλέμμα της Λέγια στη ράχη του, το απώθησε κι αυτό.

Συνέχισαν το δρόμο τους πάνω στην πλαγιά του βουνού και μετά στην κατηφοριά και πέρασαν μια δασόφυτη κοιλάδα, που τη διέσχιζε ένα πλατύ, κρύο ποταμάκι, στο οποίο τα άλογα χώθηκαν ως τα γόνατα. Στο βάθος, είχαν σμιλέψει στη βουνοπλαγιά δύο πανύψηλες μορφές. Του Πέριν του φαινόταν πως ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα, αν και ο αέρας και οι βροχές τις είχαν κάνει από καιρό αγνώριστες. Ακόμα και η Μουαραίν ισχυριζόταν πως δεν ήξερε ποιους ήθελαν να αναπαραστήσουν εκεί, ούτε και πότε είχαν κόψει το γρανίτη.

Μικροί σολομοί και πέστροφες το τινάζονταν γύρω από τις οπλές των αλόγων, σαν ασημένιες λάμψεις στο καθαρό νερό. Ένα ελάφι που έβοσκε σήκωσε το κεφάλι, δίστασε καθώς η ομάδα έβγαινε από το ποταμάκι και μετά πετάχτηκε στα δέντρα, ενώ μια μεγάλη βουνίσια αγριόγατα, με γκρίζες λουρίδες και μαύρες πιτσιλιές, φάνηκε να σηκώνεται από το χώμα, απογοητευμένη που η ενέδρα της είχε πάει άδικα. Κοίταξε για μια στιγμή τα άλογα, τίναξε την ουρά και χάθηκε στο κατόπι του ελαφιού. Αλλά ακόμα δεν φαίνονταν πολλά ζώα στα βουνά. Μια χούφτα πουλιά κούρνιαζαν στα κλωνιά ή τσιμπολογούσαν στα σημεία του εδάφους όπου είχαν λιώσει τα χιόνια. Σε λίγες βδομάδες θα είχαν επιστρέψει πολύ περισσότερα, όχι όμως ακόμα. Η ομάδα δεν είδε άλλα κοράκια.

Ήταν αργά το απόγευμα όταν ο Πέριν τους οδήγησε ανάμεσα σε δύο βουνά με απότομες πλαγιές, με τις κορυφές τους κρυμμένες από σύννεφα, όπως πάντα, και μετά έστριψε σε ένα μικρότερο ποταμάκι, που πλατσούριζε σε γκρίζες πέτρες σχηματίζοντας μια σειρά από μικρούς καταρράκτες. Ένα πουλί κελάηδησε το κάλεσμα του στα δέντρα κι ένα άλλο απάντησε πιο μπροστά.

Ο Πέριν χαμογέλασε. Κελαηδίσματα σπίνων. Πουλιά των Μεθορίων. Κανένας δεν περνούσε από δω χωρίς να τον δουν. Έτριψε τη μύτη του και δεν ξανακοίταξε προς το δέντρο απ’ όπου είχε ακουστεί το πρώτο πουλί.

Ο δρόμος τους στένεψε, καθώς ανηφόριζαν ανάμεσα σε πυκνούς θάμνους και μερικές ροζιασμένες, ορεινές βελανιδιές. Το έδαφος, που ήταν αρκετά ίσιο ώστε να προχωρούν δίπλα από το ποταμάκι, τώρα στένεψε και άφηνε χώρο σχεδόν μόνο για έναν έφιππο, ενώ και το ποταμάκι είχε στενέψει τόσο που, αν ήσουν αρκετά ψηλός, μπορούσες να το περάσεις με μια δρασκελιά.

Ο Πέριν άκουσε τη Λέγια πίσω του να μουρμουρίζει μόνη της. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του και την είδε να ρίχνει ανήσυχες ματιές στις απότομες πλαγιές δεξιά κι αριστερά τους. Σκόρπια δέντρα ρίζωναν ετοιμόρροπα πιο πάνω. Φαινόταν απίστευτο που στέκονταν όρθια. Οι Σιναρανοί προχωρούσαν με άνεση κι επιτέλους άρχιζαν να χαλαρώνουν.

Ξαφνικά, ένα βαθύ, ωοειδές λάκκωμα άνοιξε μπροστά τους, με πλευρές απότομες, αλλά όχι τόσο απόκρημνες όσο το στενό πέρασμα. Το ποταμάκι ξεπηδούσε από μια πηγούλα στην άλλη άκρη. Το κοφτερό βλέμμα του Πέριν εντόπισε έναν άντρα, με κότσο Σιναρανού, ψηλά στα κλαριά μιας βελανιδιάς, στα αριστερά του. Αν είχε κελαηδήσει κοκκινόφτερη κίσσα, ο άντρας δεν θα ήταν μόνος του και η είσοδός τους δεν θα ήταν τόσο εύκολη. Μια χούφτα άντρες μπορούσαν να κρατήσουν αυτό το πέρασμα, ακόμα και μπροστά σε στρατό. Βέβαια, αν ερχόταν στρατός, αυτή η χούφτα άντρες θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσουν.

Ανάμεσα στα δέντρα, γύρω από το λάκκωμα, υπήρχαν ξύλινες καλύβες, που δεν φαίνονταν εύκολα με την πρώτη ματιά κι έτσι αυτοί που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από τις φωτιές, στον πυθμένα του λακκώματος, στην αρχή έμοιαζαν να μην έχουν καταφύγιο. Το μάτι έβλεπε λιγότερους από δέκα-δώδεκα. Ο Πέριν ήξερε ότι δεν ήταν πολύ περισσότεροι οι άλλοι, που δεν φαίνονταν. Οι περισσότεροι κοίταξαν τριγύρω όταν ακούστηκαν τα άλογα και μερικοί κούνησαν το χέρι. Το λάκκωμα έμοιαζε γεμάτο από τις οσμές των ανθρώπων και των αλόγων, των φαγητών που μαγειρεύονταν και των ξύλων που καίγονταν. Ένα μακρύ, λευκό λάβαρο κρεμόταν, σαν παράλυτο, από ένα ψηλό ιστό κοντά τους. Μια μορφή, τουλάχιστον μιάμιση φορά ψηλότερη από τους υπόλοιπους, καθόταν σ’ ένα κούτσουρο, απορροφημένη στο διάβασμα ενός βιβλίου, που φαινόταν μικροσκοπικό στα πελώρια χέρια της. Η προσοχή αυτής της μορφής δεν αποσπάστηκε, ούτε ακόμα και όταν το μοναδικό άλλο άτομο που δεν είχε κότσο τα μαλλιά, φώναξε: «Τη βρήκες, λοιπόν, ε; Έλεγα ότι αυτή τη φορά θα έλειπες όλη τη νύχτα». Ήταν η φωνή μιας νεαρής γυναίκας, αλλά φορούσε φαρδύ παντελόνι, πανωφόρι αγορίστικο και τα μαλλιά της ήταν κοντοκομμένα.