Μια ριπή ανέμου στροβιλίστηκε στο λάκκωμα, τινάζοντας τους μανδύες και σηκώνοντας το λάβαρο, που ξετυλίχτηκε ολόκληρο. Για μια στιγμή, το πλάσμα εκεί πάνω φάνηκε να ιππεύει τον άνεμο. Ήταν ένα τετράποδο ερπετό, με χρυσές και πορφυρές φολίδες και χρυσαφένια λιονταρίσια χαίτη, που κάθε πόδι του κατέληγε σε πέντε χρυσά γαμψώνυχα. Ένα λάβαρο από τους θρύλους. Ένα λάβαρο που οι περισσότεροι δεν θα το γνώριζαν βλέποντάς το, αλλά θα το φοβούνταν μαθαίνοντας το όνομά του.
Ο Πέριν έκανε μια πλατιά χειρονομία προς όλα αυτά, καθώς οδηγούσε την ομάδα βαθιά στο λάκκωμα. «Καλώς ήρθες στο στρατόπεδο του Αναγεννημένου Δράκοντα, Λέγια».
2
Σαϊντίν
Με το πρόσωπο απαθές, η Τουάθα’αν κοίταξε το λάβαρο, που έπεφτε πάλι. Μετά έστρεψε την προσοχή της σ’ αυτούς που ήταν μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά. Ειδικά σ’ αυτόν που διάβαζε, που ήταν μιάμιση φορά ψηλότερος από τον Πέριν και δυο φορές πιο φαρδύς. «Έχετε Ογκιρανό μαζί σας. Δεν μου είχε περάσει από το νου ότι...» Κούνησε το κεφάλι της. «Πού βρίσκεται η Μουαραίν Σεντάι;» Γι’ αυτήν, το λάβαρο του Δράκοντα έμοιαζε ανύπαρκτο.
Ο Πέριν έδειξε την πρόχειρη καλύβα, που στεκόταν πιο ψηλά στην πλαγιά, στην άλλη πλευρά του λακκώματος. Είχε τοίχους και γερτή σκεπή από κορμούς που δεν τους είχαν βγάλει το φλοιό και ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλες, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Απλώς αρκετά μεγάλη για να την πεις καλύβα και όχι υπόστεγο. «Αυτή είναι η δική της. Δική της και του Λαν. Είναι ο Πρόμαχός της. Να σου δώσουμε πρώτα κάτι ζεστό να πιεις —»
«Όχι. Πρέπει να μιλήσω στη Μουαραίν».
Ο Πέριν δεν ξαφνιάστηκε. Όλες οι γυναίκες που έρχονταν, επέμεναν να μιλήσουν αμέσως στη Μουαραίν, μόνες τους. Τα νέα που επέλεγε η Μουαραίν να μοιραστεί ύστερα μαζί με τους υπόλοιπους δεν έμοιαζαν να είναι πάντα πολύ σημαντικά, αλλά οι γυναίκες είχαν τη φλόγα κυνηγού, που παραμονεύει το τελευταίο λαγό στον κόσμο για τη λιμοκτονούσα οικογένειά του.
Η μισοπαγωμένη ζητιάνα είχε αρνηθεί όταν της είχαν προσφέρει κουβέρτες και ένα πιάτο καυτή σούπα και είχε συρθεί στην καλύβα της Μουαραίν, ξυπόλυτη πάνω στο χιόνι, που έπεφτε ακόμα.
Η Λέγια γλίστρησε από τη σέλα και έδωσε τα χαλινάρια στον Πέριν. «Θα πεις να την ταΐσουν;» Χάιδεψε τη μύτη της λευκόφαιης φοράδας. «Η Πιέσα δεν είναι μαθημένη να με κουβαλά σε τέτοια κακοτράχαλα μέρη».
«Έχουμε ελάχιστες ζωοτροφές», της είπε ο Πέριν, «αλλά θα της δώσουμε ό,τι μπορούμε».
Η Λέγια ένευσε και ανηφόρισε βιαστικά την πλαγιά, χωρίς δεύτερη κουβέντα, ανασηκώνοντας με το χέρι τη φανταχτερή πράσινη φούστα της, ενώ πίσω της ανέμιζε ο κόκκινος μανδύας με τα γαλάζια κεντητά στολίσματα.
Ο Πέριν κατέβηκε από τη σέλα του και αντάλλαξε μερικά λόγια με τους άντρες, που ήρθαν από τις φωτιές για να πάρουν τα άλογα. Έδωσε το τόξο του σε εκείνον που πήρε τον Γοργοπόδη. Όχι, με εξαίρεση ένα κοράκι, δεν είχαν δει τίποτα άλλο, εκτός από τα βουνά και την Τουαθα’ανή. Ναι, είχαν σκοτώσει το κοράκι. Όχι, η γυναίκα δεν τους είχε πει τίποτα για όσα συνέβαιναν πέρα από τα βουνά. Όχι, ο Πέριν δεν είχε την παραμικρή ιδέα αν θα ξανάφευγαν σύντομα.
Ή αν θα φύγουμε ποτέ, πρόσθεσε μέσα του. Η Μουαραίν τους είχε κρατήσει εδώ ολόκληρο το χειμώνα. Οι Σιναρανοί δεν έβαζαν με το νου τους πως εδώ πέρα ίσως αυτή να είχε το πρόσταγμα, αλλά ο Πέριν ήξερε πως οι Άες Σεντάι με κάποιον τρόπο πάντα κατάφερναν να περνά το δικό τους. Ειδικά η Μουαραίν.
Όταν τα άλογα οδηγήθηκαν στον πρόχειρο στάβλο, που ήταν φτιαγμένος από κορμούς δέντρων, οι αναβάτες τους πήγαν να ζεσταθούν. Ο Πέριν τίναξε το μανδύα πίσω από τους ώμους του και άπλωσε ευγνώμων τα χέρια στη φωτιά. Το μεγάλο τσουκάλι, κατασκευασμένο στο Μπάερλον, όπως έδειχνε η όψη του, έβγαζε ευωδιές που έκαναν το στόμα του Πέριν να γεμίσει σάλια. Απ’ ό,τι φαινόταν, κάποιος σήμερα είχε σταθεί τυχερός στο κυνήγι και σε μια διπλανή φωτιά υπήρχαν απλωμένες ολόγυρα τραχιές ρίζες, που καθώς ψήνονταν, ανέδιδαν αχνά μια μυρωδιά σαν γογγύλια. Ο Πέριν σούφρωσε τη μύτη και κάρφωσε το βλέμμα του στη σούπα. Ολοένα και περισσότερο, αυτό που προτιμούσε πάνω απ’ όλα ήταν το κρέας.