Η γυναίκα με τα αντρικά ρούχα κοίταζε τη Λέγια, που έμπαινε στην καλύβα της Μουαραίν.
«Τι βλέπεις, Μιν;» τη ρώτησε.
Αυτή πήγε και στάθηκε δίπλα του, με τα μαύρα μάτια της να δείχνουν προβληματισμό. Ο Πέριν δεν καταλάβαινε γιατί η Μιν προτιμούσε τα παντελόνια από τα φουστάνια. Ίσως έφταιγε το ότι την ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα υπήρχε ποτέ κανείς που, κοιτάζοντάς τη, θα έβλεπε ένα όμορφο παλικάρι και όχι μια ωραία κοπέλα.
«Η Μαστόρισσα θα πεθάνει», είπε η Μιν με απαλή φωνή, κοιτάζοντας τους άλλους στις φωτιές. Κανένας δεν ήταν κοντά τους για να τους ακούσει.
Ο Πέριν έμεινε ασάλευτος, καθώς σκεφτόταν το γλυκό πρόσωπο της Λέγια. Αχ, Φως μου! Οι Μάστορες δεν πειράζουν ποτέ κανέναν! Ένιωσε παγωνιά, παρά τη ζεστασιά της φωτιάς. Που να καώ, μακάρι να μην είχα ρωτήσει. Ακόμα και οι λίγες Άες Σεντάι, που το ήξεραν, δεν καταλάβαιναν τι ήταν αυτό που έκανε η Μιν. Μερικές φορές έβλεπε εικόνες και αύρες να περιβάλλουν ανθρώπους, ενώ άλλες φορές καταλάβαινε και τι σήμαιναν.
Ο Μασούτο πλησίασε και ανακάτεψε τη σούπα με μια μακριά, ξύλινη κουτάλα. Ο Σιναρανός τους κοίταξε προσεκτικά και μετά ακούμπησε το δάχτυλο στη μύτη του και χαμογέλασε πλατιά, πριν φύγει.
«Μα το αίμα και τις στάχτες!» μουρμούρισε η Μιν. «Έβγαλε αμέσως το συμπέρασμα ότι είμαστε δυο ερωτοχτυπημένοι, που κάθονται ψιθυρίζοντας πλάι στη φωτιά».
«Είσαι βέβαιη;» ρώτησε ο Πέριν. Εκείνη τον κοίταξε σηκώνοντας τα φρύδια κι αυτός πρόσθεσε βιαστικά: «Για τη Λέγια».
«Έτσι τη λένε; Μακάρι να μην το ήξερα. Πάντα είναι χειρότερο όταν ξέρεις και δεν μπορείς να... Πέριν, είδα το πρόσωπό της να πλέει πάνω από τον ώμο της, σκεπασμένο με αίμα, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Πιο σίγουρα δεν γίνεται». Ανατρίχιασε κι έτριψε με δύναμη τα χέρια της. «Φως μου, μακάρι να έβλεπα πιο χαρούμενα πράγμα. Όλη η χαρά φαίνεται ότι χάθηκε».
Ο Πέριν άνοιξε το στόμα, για προτείνει να προειδοποιήσουν τη Λέγια και μετά το ξανάκλεισε. Ποτέ δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτά που έβλεπε και ήξερε η Μιν, είτε τα καλά είτε τα άσχημα. Αν ήταν σίγουρη, θα συνέβαιναν.
«Αίμα στο πρόσωπό της», μουρμούρισε ο Πέριν. «Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατός της θα είναι βίαιος;» Έκανε μια γκριμάτσα, επειδή το είχε πει με τόση άνεση. Μα τι να κάνω; Αν το πω στη Λέγια, αν κάπως την καταφέρω να το πιστέψει, θα ζήσει τις τελευταίες μέρες της μέσα στο φόβο και τίποτα δεν θα αλλάξει.
Η Μιν ένευσε κοφτά.
Αν ο θάνατός της είναι βίαιος, ίσως αυτό σημαίνει επίθεση στο στρατόπεδο. Μα κάθε μέρα έβγαιναν ανιχνευτές, ενώ οι φρουροί ήταν στα πόστα τους μέρα-νύχτα. Και η Μουαραίν είχε βάλει ξόρκια φύλαξης στο στρατόπεδο, έτσι έλεγε· κανένα πλάσμα του Σκοτεινού δεν μπορούσε να το δει, εκτός αν έμπαινε μέσα του. Σκέφτηκε τους λύκους. Όχι! Οι ανιχνευτές θα έβρισκαν όποιον ή ό,τι επιχειρούσε να πλησιάσει το στρατόπεδο. «Είναι μακρύς ο δρόμος του γυρισμού στους δικούς της», είπε, πιο πολύ στον εαυτό του. «Οι Μάστορες θα έφερναν τις άμαξές τους το πολύ ως τα ριζά των λόφων. Από δω ως εκεί πέρα, όμως, και τι δεν μπορεί να συμβεί».
Η Μιν ένευσε λυπημένα. «Και δεν είμαστε αρκετοί για να περισσεύει έστω κι ένας φρουρός γι’ αυτήν. Ακόμα κι αν δεν θα έκανε τίποτα».
Του το είχε πει· είχε προσπαθήσει να προειδοποιήσει τον κόσμο για τα άσχημα πράγματα, τότε που είχε συνειδητοποιήσει για πρώτη φορά, σε ηλικία έξι ή επτά ετών, ότι δεν έβλεπαν όλοι αυτά που μπορούσε εκείνη να δει. Δεν του είχε πει πολλά, αλλά ο Πέριν είχε την εντύπωση ότι οι προειδοποιήσεις της απλώς χειροτέρευαν την κατάσταση, τις λίγες φορές που γίνονταν πιστευτές. Ήταν δύσκολο να πιστέψεις τις εικόνες της Μιν, αν δεν είχες αποδείξεις.
«Πότε;» τη ρώτησε. Η λέξη ακούστηκε ψυχρή στα αυτιά του, σκληρή σαν ατσάλι για εργαλεία. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τη Λέγια, ίσως όμως καταλάβω αν πρόκειται να δεχτούμε επίθεση.
Μόλις ξεστόμισε τη λέξη, η Μιν σήκωσε απότομα τα χέρια ψηλά. Όμως δεν ύψωσε τη φωνή της. «Δεν πάει έτσι. Ποτέ δεν ξέρω πότε θα συμβεί κάτι. Απλώς ξέρω ότι θα συμβεί, όταν γνωρίζω τι σημαίνει αυτό που βλέπω. Δεν με καταλαβαίνεις. Οι εικόνες δεν έρχονται όταν τις θέλω, ούτε και η ερμηνεία τους. Απλώς συμβαίνει και μερικές φορές τις καταλαβαίνω. Κάπως. Λιγάκι. Απλώς τυχαίνει». Προσπάθησε να της πει μια παρηγορητική κουβέντα, αλλά εκείνη είχε αρχίσει ήδη να τα βγάζει όλα από μέσα της, με μια πλημμύρα την οποία ο Πέριν δεν μπορούσε να σταματήσει. «Τη μια μέρα μπορώ να δω πράγματα γύρω από κάποιον και την επόμενη όχι, ή το αντίστροφο. Τις περισσότερες φορές δεν βλέπω τίποτα γύρω από κανέναν. Οι Άες Σεντάι πάντα έχουν εικόνες ολόγυρά τους, φυσικά, καθώς και οι Πρόμαχοι, αν και με αυτούς είναι πάντα πιο δύσκολο να καταλάβω τι σημαίνουν». Κοίταξε ερωτηματικά τον Πέριν, σχεδόν μισοκλείνοντας τα μάτια. «Και μερικοί άλλοι έχουν πάντα εικόνες».