Ο Νάιαλ δεν το είχε πει σαν ερώτηση, αλλά σαν τέτοια το εξέλαβε ο Μπάυαρ. «Μάλιστα, Άρχοντα Μάγιστρέ μου, αυτό έκανε. Τούτη η τρέλα δεν συγκρίνεται με καμία που έχω ακούσει για τους άλλους ψεύτικους Δράκοντες. Χιλιάδες δήλωσαν ήδη ότι είναι με το μέρος του. Το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν έχουν εμφύλιο πόλεμο και, επίσης, πολεμούν μεταξύ τους. Έχουν ξεσπάσει μάχες σε όλη την Πεδιάδα Άλμοθ και το Τόμαν Χεντ, Ταραμπονέζοι εναντίον Ντομανών εναντίον Σκοτεινόφιλων, που επευφημούν τον Δράκοντα ― ή τουλάχιστον υπήρχαν μάχες, μέχρι που τις σταμάτησε σχεδόν όλες το κρύο του χειμώνα. Ποτέ δεν είδα κάτι τέτοιο να εξαπλώνεται τόσο γρήγορα, Άρχοντα Μάγιστρέ μου. Σαν να πετάς πυρσό σε αχυρώνα. Το χιόνι μπορεί να έπνιξε τις φλόγες, μα με τον ερχομό της άνοιξης θα θεριέψουν ξανά, πιο καυτές από πριν».
Ο Νάιαλ τον διέκοψε, υψώνοντας το δάχτυλο του. Δυο φορές ως τώρα τον είχε αφήσει να πει την ιστορία μέχρι τέλους, με φωνή που φλεγόταν από θυμό και μίσος. Μερικά κομμάτια της ο Νάιαλ τα γνώριζε από άλλες πηγές και σε μερικά σημεία ήξερε περισσότερα από τον Μπάυαρ, αλλά κάθε φορά που την άκουγε, η ιστορία τον ξεσήκωνε εκ νέου. «Ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ και χίλια Τέκνα νεκροί. Με υπαίτιες τις Άες Σεντάι. Δεν έχεις την παραμικρή αμφιβολία, Τέκνο Μπάυαρ;»
«Καμία, μα καμία, Άρχοντα Μάγιστρέ μου. Ύστερα από μια αψιμαχία καθ’ οδόν προς το Φάλμε, είδα δύο μάγισσες της Ταρ Βάλον. Μας στοίχισαν πάνω από πενήντα νεκρούς, μέχρι να τις γεμίσουμε βέλη».
«Είσαι βέβαιος― βέβαιος ότι ήταν Άες Σεντάι;»
«Η γη εξερράγη κάτω από τα πόδια μας». Η φωνή του Μπάυαρ ήταν σταθερή και έδειχνε πεποίθηση. Αυτός ο άνθρωπος, ο Τζάρετ Μπάυαρ, δεν διέθετε ούτε στάλα φαντασίας· ο θάνατος ήταν μέρος της ζωής των στρατιωτών, με όποια μορφή κι αν ερχόταν. «Κεραυνοί χτύπησαν τις φάλαγγές μας από τον καθαρό ουρανό. Άρχοντα Μάγιστρέ μου, τι άλλο μπορεί να ήταν;»
Ο Νάιαλ κατένευσε βλοσυρά. Μετά το Τσάκισμα του Κόσμου δεν είχε φανεί άντρας Άες Σεντάι, αλλά οι γυναίκες που διεκδικούσαν ακόμα αυτό τον τίτλο δεν ήταν κατώτερες. Καυχιόνταν για τους Τρεις Όρκους τους: να μην ξεστομίσουν λέξη που να μην είναι αληθινή, να μην κατασκευάσουν όπλα για να σκοτώνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, να χρησιμοποιούν τη Μία Δύναμη ως όπλο μόνο εναντίον Σκοτεινόφιλων ή Σκιογεννημάτων. Αλλά τώρα είχαν δείξει ότι οι όρκοι τους ήταν ψεύτικοι. Ο Νάιαλ ήξερε πάντα ότι δεν ήταν δυνατόν κάποιος να θέλει τέτοια δύναμη παρά μόνο για να προκαλέσει το Δημιουργό κι αυτό σήμαινε ότι υπηρετούσαν τον Σκοτεινό.
«Και δεν ξέρεις τίποτα για εκείνους που κατέλαβαν το Φάλμε και σκότωσαν μισή λεγεώνα μου;»
«Ο Άρχοντας Ταξιάρχης Μπόρνχαλντ είπε ότι αυτοαποκαλούνταν Σωντσάν, Άρχοντα Μάγιστρέ μου», είπε αδιάφορα ο Μπάυαρ. «Είπε ότι ήταν Σκοτεινόφιλοι. Και η επέλαση του Μπόρνχαλντ τους γονάτισε, έστω κι αν τον σκότωσαν». Η φωνή του ζωήρεψε. «Υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες από την πόλη. Με όσους μίλησα, συμφωνούν ότι οι ξένοι ηττήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια. Αυτό ήταν έργο του Άρχοντα Ταξιάρχη Μπόρνχαλντ».
Ο Νάιαλ αναστέναξε απαλά. Ήταν σχεδόν οι ίδιες λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει ο Μπάυαρ τις δύο πρώτες φορές, για το στρατό που είχε έρθει σαν από το πουθενά και είχε καταλάβει το Φάλμε. Καλός στρατιώτης, σκέφτηκε ο Νάιαλ, έτσι έλεγε πάντα ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ, αλλά δεν βάζει το μναλό τον να σκεφτεί.
«Άρχοντα Μάγιστρέ μου», είπε έξαφνα ο Μπάυαρ, «ο Άρχοντας Ταξιάρχης Μπόρνχαλντ στα αλήθεια με πρόσταξε να μείνω μακριά από τη μάχη. Ήθελε να παρακολουθήσω τα τεκταινόμενα και να σου φέρω αναφορά. Και να πω στο γιο του, τον Άρχοντα Ντάιν, πώς πέθανε».
«Καλά, καλά», έκανε ανυπόμονα ο Νάιαλ. Για μια στιγμή, στάθηκε μελετώντας το πρόσωπο του Μπάυαρ με τα ρουφηγμένα μάγουλα κι ύστερα πρόσθεσε: «Κανένας δεν αμφισβητεί την ειλικρίνεια ή το θάρρος σου. Αυτό ακριβώς θα έκανε ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ μπροστά σε μια μάχη στην οποία θα φοβόταν ότι όλη η μονάδα του θα σκοτωνόταν». Δεν είναι από τα πράγματα που έχεις τη φαντασία να σκεφτείς.