Выбрать главу

«Καλά θα κάνω να πάω μαζί του», είπε ο Πέριν. «Όταν τσακώνονται, μετά πάντα θέλει να μιλήσει με κάποιον». Και εκτός από τη Μουαραίν και τον Λαν, υπήρχαν μόνο οι τρεις τους —η Μιν, ο Λόιαλ και ο ίδιος― που δεν κοίταζαν τον Ραντ σαν να ήταν ανώτερος των βασιλέων. Κι από τους τρεις, μονάχα ο Πέριν τον ήξερε από πριν.

Ανέβηκε την πλαγιά και κοντοστάθηκε μόνο για να ρίξει μια ματιά στην κλειστή καλύβα της Μουαραίν. Εκεί μέσα θα ήταν η Λέγια και ο Λαν. Ο Πρόμαχος σπανίως άφηνε το πλευρό της Άες Σεντάι.

Η καλύβα του Ραντ, που ήταν πολύ μικρότερη, βρισκόταν λίγο χαμηλότερα, καλά κρυμμένη στα δέντρα, μακριά απ’ όλες τις άλλες. Είχε προσπαθήσει να μείνει μαζί με τους άλλους άντρες, αλλά τον απομάκρυνε ο συνεχής θαυμασμός τους. Τώρα, πλέον, έμενε συνήθως απομονωμένος. Υπερβολικά απομονωμένος, κατά τη γνώμη του Πέριν. Αλλά ήξερε ότι ο Ραντ τώρα δεν πήγαινε στην καλύβα του.

Ο Πέριν προχώρησε βιαστικά προς το σημείο όπου η μια πλαγιά της κοιλάδας, που έμοιαζε με λακκούβα, γινόταν ξαφνικά απότομος γκρεμός, με ύψος πενήντα βήματα, λείος παντού, εκτός από κάποια σημεία εδώ κι εκεί όπου κρέμονταν πεισματικά μερικοί θάμνοι. Ήξερε πού ακριβώς υπήρχε μια χαραμάδα στον γκρίζο βράχο, ένα άνοιγμα λιγάκι μόνο φαρδύτερο από τους ώμους του. Με μόνο μια λωρίδα από το φως του δειλινού πάνω από το κεφάλι του, ένιωθε σαν να μπαίνει σε σήραγγα.

Η χαραμάδα χωνόταν οκτακόσια μέτρα πιο μέσα και ξάνοιγε  απότομα,  σχηματίζοντας μια στενή  κοιλάδα μήκους περίπου χιλίων πεντακοσίων μέτρων, γεμάτη βράχια και πέτρες στον πυθμένα, ενώ ακόμα και οι απότομες πλαγιές της ήταν σκεπασμένες από πυκνά ρείκια, πεύκα και φτέρες. Μακριές σκιές εκτείνονταν αντίθετα από το σημείο που ο ήλιος γονάτιζε στις βουνοκορφές. Τα τοιχώματα αυτού του μέρους ήταν μονοκόμματα με μόνο άνοιγμα τη χαραμάδα και απόκρημνα, σαν να είχε χωθεί στα βουνά ένα γιγάντιο τσεκούρι. Θα μπορούσαν να το υπερασπιστούν πιο εύκολα από το λάκκωμα και μάλιστα λιγότεροι άντρες, αλλά δεν είχε ούτε ποταμάκι, ούτε πηγή. Κανένας δεν πήγαινε εκεί. Εκτός από τον Ραντ, όταν καυγάδιζε με τη Μουαραίν.

Ο Ραντ στεκόταν λίγο παραπέρα από την είσοδο, γερμένος στον τραχύ κορμό ενός ρεικιού και κοιτάζοντας τις παλάμες του. Ο Πέριν ήξερε ότι καθεμιά είχε ένα ερωδιό χαραγμένο στη σάρκα. Ο Ραντ δεν σάλεψε όταν η μπότα του Πέριν άφησε έναν ξυστό ήχο στις πέτρες.

Ξαφνικά, ο Ραντ άρχισε να απαγγέλλει χαμηλόφωνα, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από τα χέρια του.

«Δυο φορές και πάλι δυο φορές εκείνος θα σημαδευτεί,

δυο φορές για να ζήσει και δυο φορές για να πεθάνει.

Μια φορά ο ερωδιός, για να ορίσει το δρόμο του.

Δυο φορές ο ερωδιός, για να τον ονομάσουμε αληθινό.

Μια φορά ο Δράκοντας, για τις χαμένες μνήμες.

Δυο φορές ο Δράκοντας, για το τίμημα που πρέπει να πληρώσει».

Τρεμούλιασε σύγκορμος και έχωσε τα χέρια στις μασχάλες του. «Μα όχι Δράκοντες, ακόμα». Χασκογέλασε βραχνά. «Όχι ακόμα».

Για μια στιγμή, ο Πέριν στάθηκε κοιτάζοντας τον. Ένας άντρας που μπορούσε να διαβιβάσει τη Μία Δύναμη. Ένας άνθρωπος καταδικασμένος να τρελαθεί από το μόλυσμα του σαϊντίν, του αρσενικού μισού της Αληθινής Πηγής και που σίγουρα από την τρέλα του θα κατέστρεφε τα πάντα γύρω του. Ένας άνθρωπος —ένα πράγμα!― που όλοι, από μικροί, μάθαιναν να τον αποστρέφονται και να τον φοβούνται. Μόνο που... του ήταν δύσκολο να μη δει στον Ραντ το αγόρι με το οποίο είχαν μεγαλώσει παρέα. Πώς γίνεται να πάψεις να είσαι φίλος κάποιον; Ο Πέριν διάλεξε ένα μικρό αγκωνάρι με ίσια κορυφή και κάθισε, περιμένοντας.

Ύστερα από λίγο, ο Ραντ γύρισε το κεφάλι για να τον κοιτάξει. «Λες να είναι καλά ο Ματ; Έδειχνε πολύ άρρωστος την τελευταία φορά που τον είδα».

«Τώρα μάλλον θα είναι καλά». Θα πρέπει, τώρα πια, να έχει φτάσει στην Ταρ Βάλον. Εκεί θα τον Θεραπεύσουν. Και η Νυνάβε και η Εγκουέν θα τον προσέχουν, να μην μπλέξει πουθενά. Η Εγκουέν και η Νυνάβε, ο Ραντ, ο Ματ και ο Πέριν. Και οι πέντε από το Πεδίο του Έμοντ στους Δύο Ποταμούς. Ελάχιστοι άνθρωποι έρχονταν στους Δύο Ποταμούς απ’ έξω, με εξαίρεση κάποιους πραματευτές αραιά και πού, καθώς και εμπόρους μια φορά το χρόνο, που αγόραζαν μαλλί και ταμπάκ. Σχεδόν ποτέ δεν έφευγε κανείς. Μέχρι που ο Τροχός διάλεξε τους τα’βίρεν του και πέντε απλοί χωρικοί δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο πια εκεί που ήταν. Δεν μπορούσαν να είναι άλλο πια αυτό που ήταν.

Ο Ραντ ένευσε κι έμεινε σιωπηλός.

«Τον τελευταίο καιρό», είπε ο Πέριν, «πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται να ήταν ακόμα σιδεράς. Εσύ... εσύ εύχεσαι να ήσουν ακόμα απλός βοσκός;»

«Το καθήκον», μουρμούρισε ο Ραντ. «Ο θάνατος είναι ελαφρύτερος από πούπουλο, το καθήκον βαρύτερο από βουνό. Έτσι λένε στο Σίναρ. “Ο Σκοτεινός σαλεύει. Η Τελευταία Μάχη έρχεται. Και ο Αναγεννημένος Δράκοντας πρέπει να αντιμετωπίσει τον Σκοτεινό στην Τελευταία Μάχη, ειδάλλως η Σκιά θα σκεπάσει τα πάντα. Ο Τροχός του Χρόνου θα σπάσει. Όλες οι Εποχές θα ξαναπλαστούν καθ’ εικόνα του Σκοτεινού”. Μονάχα εγώ είμαι». Άρχισε να γελά, μ’ ένα γέλιο που δεν είχε την παραμικρή χαρά μέσα του κι οι ώμοι του τραντάχτηκαν. «Έχω καθήκον, επειδή δεν υπάρχει κανείς άλλος, σωστά;»