Ο Πέριν βόγκησε και γέμισε αέρα τα πνευμόνια του. «Ραντ! Για την αγάπη του Φωτός, Ραντ! Σταμάτα το!»
Όπως ξαφνικά είχε αρχίσει, έτσι και τελείωσε. Ένα εξασθενημένο κλαρί έσπασε από μια κοντή βελανιδιά, κάνοντας ένα δυνατό, ξερό κρότο. Ο Πέριν σηκώθηκε αργά όρθιος, βήχοντας. Ο αέρας είχε γεμίσει σκόνη ― αστραφτερούς κόκκους, κάτω από τις ακτίνες του ήλιου που έδυε.
Ο Ραντ τώρα ατένιζε το τίποτα, το στήθος του φούσκωνε και ξεφούσκωνε, σαν να είχε τρέξει δέκα χιλιόμετρα. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ άλλοτε, ούτε οτιδήποτε άλλο που να του μοιάζει έστω κι αμυδρά.
«Ραντ», είπε επιφυλακτικά ο Πέριν, «τι —;»
Ο Ραντ ακόμα έμοιαζε να κοιτάζει μακριά. «Πάντα είναι εκεί. Με καλεί. Με τραβά. Το σαϊντίν. Το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής. Είναι φορές που δεν μπορώ να κρατηθώ και ανοίγομαι σε αυτό». Έκανε μια κίνηση σαν να τρυγούσε κάτι από τον αέρα και γύρισε τη ματιά στην κλεισμένη γροθιά του. «Νιώθω το μόλυσμα, πριν ακόμα το αγγίξω. Το μόλυσμα του Σκοτεινού, σαν ένα λεπτό κάλυμμα από βρωμιά, που προσπαθεί να κρύψει το Φως. Μου φέρνει αναγούλα, μα δεν μπορώ να κρατηθώ. Δεν μπορώ! Μόνο που μερικές φορές ανοίγομαι και είναι σαν να πηγαίνω να πιάσω τον αέρα». Άνοιξε το άδειο χέρι του και γέλασε πικρά. «Τι θα γίνει αν αυτό συμβεί την ώρα της Τελευταίας Μάχης; Τι θα γίνει αν ανοιχτώ και δεν πιάσω τίποτα;»
«Πάντως, τώρα κάτι έπιασες», είπε βραχνά ο Πέριν. «Τι έκανες;»
Ο Ραντ κοίταξε τριγύρω, σαν να έβλεπε το μέρος για πρώτη φορά. Κοίταξε το πεσμένο ρείκι και τα σπασμένα κλαδιά. Ο Πέριν συνειδητοποίησε ότι ήταν εκπληκτικά λίγες οι ζημιές. Περίμενε ότι θα έβλεπε τεράστια χάσματα στη γη. Τα δέντρα, που σχημάτιζαν έναν τοίχο, έμοιαζαν σχεδόν άθικτα.
«Δεν ήταν αυτό που σκόπευα. Ήταν σαν να ήθελα να ανοίξω την κάνουλα κι αντί γι’ αυτό, ξερίζωσα ολόκληρη την κάνουλα από το βαρέλι. Με... γέμισε. Έπρεπε να το στείλω κάπου πριν με κάψει ολόκληρο, αλλά... αλλά δεν σκόπευα να γίνει αυτό».
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. Τι νόημα θα είχε αν τον έλεγα να μην το ξανακάνει; Ελάχιστα περισσότερα ξέρει από μένα. Αρκέστηκε να πει: «Υπάρχουν αρκετοί που σε θέλουν νεκρό —και σένα και εμάς, τους υπόλοιπους― και δεν είναι ανάγκη να τους κάνεις τη χάρη». Ο Ραντ δεν φαινόταν να ακούει. «Ας γυρίσουμε στο στρατόπεδο. Σε λίγο θα σκοτεινιάσει και δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ πείνασα».
«Τι; Α. Πήγαινε, Πέριν, σε λίγο θα έρθω κι εγώ. Θέλω να μείνω ακόμα λίγο μόνος».
Ο Πέριν δίστασε κι ύστερα στράφηκε απρόθυμα προς τη χαραμάδα στο τοίχωμα της κοιλάδας. Σταμάτησε όταν του ξαναμίλησε ο Ραντ.
«Μήπως βλέπεις όνειρα όταν κοιμάσαι; Ωραία όνειρα;»
«Μερικές φορές», είπε ο Πέριν επιφυλακτικά. «Δεν θυμάμαι πολλά απ’ αυτά που ονειρεύομαι». Είχε μάθει να βάζει φράγματα στο ονείρεμά του.
«Είναι πάντα εκεί, τα όνειρα», είπε ο Ραντ, τόσο χαμηλόφωνα που ο Πέριν δυσκολεύτηκε να τον ακούσει. «Μπορεί να μας μιλάνε. Να μας λένε αλήθειες». Έμεινε σιωπηλός, συλλογισμένος.
«Το φαγητό είναι έτοιμο», είπε ο Πέριν, αλλά ο Ραντ ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Στο τέλος, ο Πέριν γύρισε και τον άφησε να στέκεται εκεί.
3
Νέα από την Πεδιάδα
Το σκοτάδι κουκούλωνε τη χαραμάδα, επειδή σε ένα σημείο οι δονήσεις είχαν κάνει ένα τμήμα της μιας πλαγιάς να καταρρεύσει και να γείρει πάνω στην απέναντι, εκεί ψηλά. Ο Πέριν κοίταξε επιφυλακτικά το σκοτάδι και μετά πέρασε βιαστικά από κάτω, αλλά το κομμάτι του βράχου έμοιαζε να είναι γερά σφηνωμένο στη θέση του. Στο βάθος του μυαλού του είχε επιστρέψει το γαργαλητό, πιο δυνατό από πρωτύτερα. Όχι, που να καώ! Όχι! Το γαργαλητό έσβησε.
Όταν βγήκε ψηλά, πάνω από το στρατόπεδο, το λάκκωμα ήταν γεμάτο αλλόκοτες σκιές, από τον ήλιο που χαμήλωνε. Η Μουαραίν στεκόταν έξω από την καλύβα της, κοιτάζοντας ψηλά, τη χαραμάδα. Ο Πέριν σταμάτησε αμέσως. Ήταν μια λεπτή, μελαχρινή γυναίκα, που μετά βίας έφτανε στο ύψος του ώμου του, όμορφη, με την αγέραστη όψη που είχαν όλες οι Λες Σεντάι που είχαν δουλέψει κάποιο διάστημα με τη Μία Δύναμη. Ο Πέριν δεν μπορούσε να υπολογίσει καθόλου την ηλικία της, επειδή η επιδερμίδα του προσώπου της παραήταν λεία για να είναι ηλικιωμένη, ενώ τα μαύρα μάτια της παραήταν σοφά για να είναι νεαρή. Το φόρεμά της, από σκούρο μπλε μετάξι, ήταν τσαλακωμένο και σκονισμένο, ενώ από τα συνήθως περιποιημένα μαλλιά της πετάγονταν τούφες. Σκόνη λέκιαζε το πρόσωπό της.
Ο Πέριν χαμήλωσε το βλέμμα. Η Μουαραίν ήξερε γι’ αυτόν
―απ’ όσους ήταν στο στρατόπεδο, μόνο αυτή κι ο Λαν το ήξεραν — και δεν του άρεσε η έκφραση κατανόησης στο πρόσωπό της όταν τον κοίταζε στα μάτια. Στα κίτρινα μάτια του. Ίσως, κάποια μέρα, να έβρισκε το θάρρος να τη ρωτήσει τι ήξερε. Ως Άες Σεντάι, κάτι παραπάνω θα ήξερε γι’ αυτό απ’ ό,τι ο ίδιος. Αλλά ακόμα δεν είχε έρθει εκείνη η ώρα. Απ’ ό,τι φαινόταν, εκείνη η ώρα όλο και καθυστερούσε. «Ο... Δεν ήθελε να... Ήταν κατά λάθος».