Выбрать главу

«Κατά λάθος», είπε η Μουαραίν με άχρωμη φωνή και μετά κούνησε το κεφάλι και εξαφανίστηκε πάλι στην καλύβα της. Η πόρτα έκλεισε — όχι αθόρυβα.

Ο Πέριν ανάσανε βαθιά και κατηφόρισε προς τις φωτιές. Πάλι ετοιμαζόταν καυγάς μεταξύ του Ραντ και της Άες Σεντάι, αν όχι απόψε, τότε το πρωί.

Πέντε-έξι δέντρα είχαν πέσει στις πλαγιές του λακκώματος και οι ρίζες τους είχαν ξεκολλήσει από τη γη, ρίχνοντας τριγύρω χώματα. Μια σειρά από γδαρσίματα και οργωμένο χώμα κατέληγαν σε ένα σημείο πλάι στο ποταμάκι, όπου υπήρχε ένας βράχος που πρωτύτερα δεν ήταν εκεί. Μια καλύβα, στην απέναντι πλαγιά, είχε γκρεμιστεί από τις δονήσεις και οι πιο πολλοί Σιναρανοί ήταν μαζεμένοι γύρω και την ξανάφτιαχναν. Μαζί τους ήταν και ο Λόιαλ. Ο Ογκιρανός μπορούσε να κουμαντάρει έναν κορμό που θα χρειάζονταν τέσσερις άντρες για να τον σηκώσουν. Κάποιες βλαστήμιες του Ούνο ακούγονταν ως κάτω.

Η Μιν στεκόταν κατσουφιασμένη πλάι στις φωτιές και ανακάτευε μια κατσαρόλα. Το μάγουλό της είχε μια μικρή μελανιά και στον αέρα υπήρχε η αχνή μυρωδιά της καμένης σούπας. «Σιχαίνομαι το μαγείρεμα», είπε με στόμφο και κοίταξε με αμφιβολία το περιεχόμενο της κατσαρόλας. «Αν δεν γίνει καλό, δεν θα φταίω εγώ. Το μισό το έχυσε ο Ραντ στη φωτιά, μ’ αυτά που... Τι δικαίωμα έχει να μας πετά πέρα-δώθε, σαν να ήμασταν σακιά με σιτάρι;» Έτριψε το πίσω μέρος του παντελονιού της και έκανε μια γκριμάτσα. «Όταν τον πιάσω στα χέρια μου, θα του δώσω ένα μάθημα που δεν θα το ξεχάσει ποτέ». Ανέμισε την ξύλινη κουτάλα προς τον Πέριν, σαν να σκόπευε να αρχίσει το μάθημα απ’ αυτόν.

«Έπαθε κανένας τίποτα;»

«Όχι, μονάχα μελανάδες», είπε η Μιν με μια συννεφιασμένη έκφραση. «Καλά, στην αρχή ανησύχησαν. Μετά είδαν τη Μουαραίν να κοιτάζει κατά την κρυψώνα του Ραντ και συμπέραναν ότι ήταν δικό του έργο. Αν ο Δράκοντας θέλει να ρίξει το βουνό να μας πλακώσει, ε, κάποιο λόγο θα έχει. Αν αποφάσιζε να τους βγάλει το δέρμα και να κάνει τα κόκαλά τους να χορέψουν, πάλι θα έλεγαν ότι δεν πειράζει». Ξεφύσησε και χτύπησε την κουτάλα στο χείλος της κατσαρόλας.

Ο Πέριν κοίταξε την καλύβα της Μουαραίν. Αν είχε πάθει τίποτα η Λέγια —αν ήταν πεθαμένη― τότε η Άες Σεντάι δεν θα ξανάμπαινε μέσα έτσι απλά. Ακόμα υπήρχε η αίσθηση της αναμονής. Ό,τι κι αν είναι, ακόμα δεν έγινε. «Μιν, καλύτερα να φύγεις. Μόλις φέξει. Μπορώ να σου δώσω μερικά ασημένια νομίσματα που έχω και είμαι βέβαιος πως η Μουαραίν θα σου δώσει αρκετά για τα ναύλα σου σε καραβάνι εμπόρων για την Γκεάλνταν. Ούτε θα καταλάβεις πότε έφτασες στο Μπάερλον».

Εκείνη στάθηκε κοιτάζοντάς τον, ώσπου ο Πέριν αναρωτήθηκε μήπως είχε πει κάτι κακό. Στο τέλος, του είπε: «Πολύ γλυκό εκ μέρους σου, Πέριν. Αλλά όχι».

«Νόμιζα ότι θέλεις να φύγεις. Όλο παραπονιέσαι, που είσαι αναγκασμένη να μένεις εδώ».

«Κάποτε είχα γνωρίσει μια ηλικιωμένη Ιλιανή», είπε η Μιν αργά. «Όταν ήταν μικρή, η μητέρα της κανόνισε να την παντρέψει με έναν άντρα που δεν είχε δει ποτέ της. Μερικές φορές κάνουν τέτοια πράγματα εκεί κάτω, στο Ίλιαν. Μου είπε ότι πέρασε τα πρώτα πέντε χρόνια έξω φρενών μαζί του και τα επόμενα πέντε σκάρωνε τρόπους για να κάνει τη ζωή του δυστυχισμένη, χωρίς αυτός να ξέρει ποιος έφταιγε. Μόνο όταν πέρασαν πολλά χρόνια, μου είπε, όταν αυτός είχε πεθάνει, μόνο τότε κατάλαβε ότι, στην πραγματικότητα, ήταν ο έρωτας της ζωής της».

«Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει αυτό».

Η ματιά της του έλεγε ότι, προφανώς, δεν προσπαθούσε να καταλάβει και η φωνή της πήρε έναν τόνο που έδειχνε απεριόριστη υπομονή. «Μπορεί η μοίρα να διάλεξε κάτι για σένα, αντί να το διαλέξεις εσύ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι κάτι κακό. Ακόμα κι αν είναι κάτι που είσαι σίγουρος ότι δεν θα το είχες διαλέξει ούτε σε εκατό χρόνια. “Καλύτερα δέκα μέρες να αγαπάς, παρά χρόνια να μετανιώνεις”», του παρέθεσε.

«Αυτό πια κι αν δεν το καταλαβαίνω καθόλου», της είπε. «Δεν είναι ανάγκη να μείνεις, αν δεν το θέλεις».

Εκείνη κρέμασε την κουτάλα σε ένα ψηλό, διχαλωτό ραβδί, •που ήταν καρφωμένο στο χώμα και μετά σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον ξάφνιασε με ένα φιλί στο μάγουλο. «Είσαι πολύ καλός άνθρωπος, Πέριν Αϋμπάρα. Έστω κι αν δεν καταλαβαίνεις τίποτα».

Ο Πέριν την κοίταξε, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια με απορία. Ευχήθηκε να ήταν σίγουρος πως ο Ραντ δεν είχε χάσει τα λογικά του, ή να βρισκόταν εκεί και ο Ματ. Ο Πέριν δεν ήξερε πώς να φέρεται στις κοπέλες, αλλά ο Ραντ πάντα έδειχνε ότι ήξερε τι να κάνει. Το ίδιο και ο Ματ· τα πιο πολλά κορίτσια στο Πεδίο του Έμοντ έλεγαν αποδοκιμαστικά ότι ο Ματ ποτέ δεν θα μεγάλωνε, αλλά αυτός έμοιαζε να έχει τον τρόπο του μαζί τους.