«Κι εσύ, Πέριν; Δεν σκέφτεσαι ποτέ να γυρίσεις στην πατρίδα σου;»
«Κάθε μέρα», είπε αυτός με θέρμη. «Αλλά... δεν νομίζω ότι μπορώ. Ακόμα όχι». Το βλέμμα του στράφηκε στην κοιλάδα του Ραντ. Φαίνεται πως είμαστε δεμένοι μεταξύ μας, ε, Ραντ; «Μπορεί ποτέ». Του φάνηκε πως το είχε πει χαμηλόφωνα και δεν είχε ακουστεί, αλλά η ματιά που του έριξε η Μιν έδειξε ότι τον συμπονούσε. Και ότι συμφωνούσε μαζί του.
Άκουσε σιγανά βήματα πίσω του και κοίταξε προς την καλύβα της Μουαραίν. Δύο μορφές κατηφόριζαν μέσα στο σούρουπο· η μία ήταν γυναίκα, λεπτή και με κινήσεις όλο χάρη, ακόμα και στο ανώμαλο, γερτό έδαφος. Ο άντρας, δυο κεφάλια πιο ψηλός από τη γυναίκα, έστριψε προς το μέρος όπου δούλευαν οι Σιναρανοί. Ακόμα και τα μάτια του Πέριν δυσκολεύονταν να τον διακρίνουν καθαρά. Μερικές φορές έμοιαζε να εξαφανίζεται και ύστερα να ξαναφαίνεται στα μισά μιας δρασκελιάς του, ενώ μέρη του χάνονταν στη νύχτα και επανεμφανίζονταν με τις σπιλιάδες του ανέμου. Μόνο ο μεταβαλλόμενος μανδύας ενός Προμάχου μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο κι αυτό σήμαινε ότι η μεγαλόσωμη μορφή ήταν ο Λαν, ενώ η μικρότερη ήταν, σίγουρα, η Μουαραίν.
Αρκετά πίσω τους, μια άλλη μορφή, ακόμα πιο αμυδρή, περνούσε ανάμεσα από τα δέντρα. Ο Ραντ, σκέφτηκε ο Πέριν, που πάει στην καλύβα του. Άλλη μια νύχτα που θα την περάσει χωρίς να φάει, επειδή δεν αντέχει τον τρόπο που τον κοιτάζουν όλοι.
«Έχεις μάτια και πίσω από το κεφάλι σου», είπε η Μιν, κοιτάζοντας με σμιγμένα φρύδια τη γυναίκα που πλησίαζε. «Ή αλλιώς, τα πιο γερά αυτιά απ’ όσους ξέρω. Η Μουαραίν είναι αυτή;»
Φέρθηκα απρόσεχτα. Είχε συνηθίσει τους Σιναρανούς, που ήξεραν πόσο καλά έβλεπε —τουλάχιστον στο φως της μέρας· δεν ήξεραν για τη νύχτα― κι έτσι είχε αρχίσει να ξεχνά κι άλλα πράγματα. Η απροσεξία μπορεί να με σκοτώσει.
«Είναι καλά εκείνη η Τουάθα’αν;» ρώτησε η Μιν, καθώς η Μουαραίν έφτανε στη φωτιά.
«Αναπαύεται». Η χαμηλή φωνή της Άες Σεντάι είχε τη συνηθισμένη μελωδική χροιά της, σαν να μιλούσε σχεδόν τραγουδιστά και τα μαλλιά και τα ρούχα της ήταν πάλι τέλεια περιποιημένα. Άπλωσε τα χέρια πάνω από τη φωτιά και τα έτριψε. Στο αριστερό της χέρι είχε ένα χρυσό δαχτυλίδι, ένα ερπετό που έτρωγε την ουρά του ― το Μέγα Ερπετό, ένα σύμβολο για την αιωνιότητα ακόμα πιο αρχαίο από τον Τροχό του Χρόνου. Κάθε γυναίκα που είχε εκπαιδευτεί στην Ταρ Βάλον φορούσε τέτοιο δαχτυλίδι.
Για μια στιγμή, το βλέμμα της Μουαραίν στάθηκε στον Πέριν και φάνηκε να μπαίνει βαθιά μέσα του. «Έπεσε και χτύπησε στο κεφάλι όταν ο Ραντ...» Το στόμα της σφίχτηκε, μα σε μια στιγμή το πρόσωπό της ήταν πάλι εντελώς γαλήνιο. «Τη Θεράπευσα και κοιμάται. Πάντα χύνεται άφθονο αίμα, ακόμα κι όταν η πληγή του κεφαλιού είναι επιπόλαια, αλλά δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Είδες τίποτα πάνω της, Μιν;»
Η Μιν έδειξε αβέβαια. «Είδα... μου φάνηκε ότι είδα το θάνατο της. Το πρόσωπό της πλημμυρισμένο στο αίμα. Ήμουν σίγουρη ότι ήξερα τι σημαίνει αυτό, αλλά αν χτύπησε στο κεφάλι... Είσαι σίγουρη ότι είναι καλά;» Η ερώτηση της έδειχνε το μέγεθος της αμηχανίας της. Όταν Θεράπευαν οι Άες Σεντάι, φρόντιζαν κάθε πρόβλημα που μπορούσε να Θεραπευτεί. Και τα Ταλέντα της Μουαραίν ήταν ιδιαιτέρως ισχυρά σ’ αυτό τον τομέα.
Η Μιν φαινόταν τόσο μπερδεμένη, που ο Πέριν αρχικά ένιωσε έκπληξη. Έπειτα ένευσε, καταλαβαίνοντας. Της Μιν δεν της άρεσε να κάνει αυτό που έκανε, αλλά ήταν μέρος του εαυτού της· νόμιζε ότι ήξερε πώς λειτουργούσε, ή τουλάχιστον ως ένα βαθμό. Αν έκανε λάθος, θα ήταν σχεδόν σαν να ανακάλυπτε ότι δεν ήξερε πώς να χρησιμοποιεί τα χέρια της.
Η Μουαραίν το σκέφτηκε για μια στιγμή, γαλήνια και απαθής. «Ποτέ δεν έκανες λάθος σε κάποια ανάγνωσή σου για μένα, ούτε σε κάποια άλλη την οποία μπορούσα να γνωρίζω. Ίσως αυτή να είναι η πρώτη φορά».
«Όταν το ξέρω, το ξέρω», ψιθύρισε με πείσμα η Μιν. «Που να με βοηθήσει το Φως, το ξέρω».
«Ή μπορεί να μην έχει συμβεί ακόμα. Έχει ακόμα να κάνει μακρύ δρόμο, να επιστρέψει στις άμαξες της και πρέπει να περάσει από έρημες περιοχές».
Η φωνή της Άες Σεντάι ήταν ένα δροσερό τραγούδι, δίχως συναισθήματα. Ο Πέριν άθελα έκανε έναν ήχο στο λαιμό του. Φως μου, έτσι μίλησα κι εγώ; Άλλη φορά θα προσέχω να μη μου είναι τόσο αδιάφορος κάποιος θάνατος.
Σαν να το είχε πει απ’ έξω του, η Μουαραίν τον κοίταξε. «Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, Πέριν. Σου είπα, πριν από πολύ καιρό, ότι είμαστε σε πόλεμο. Δεν γίνεται να σταματήσουμε, επειδή μπορεί να πεθάνουν κάποιοι από μας. Οποιοσδήποτε από μας μπορεί να πεθάνει, μέχρι να φτάσουμε στο τέλος. Τα όπλα της Λέγια μπορεί να μην ήταν τα ίδια με τα δικά σου, αλλά το ήξερε όταν αναμίχθηκε».