Ο Πέριν χαμήλωσε το βλέμμα. Μπορεί να είναι έτσι, Άες Σεντάι, αλλά ποτέ δεν θα το δεχτώ με τον τρόπο που το δέχεσαι εσύ.
Ο Λαν ήρθε κοντά τους από την άλλη μεριά της φωτιάς, μαζί με τον Ούνο και τον Λόιαλ. Οι φλόγες έριχναν τρεμουλιαστές σκιές στο πρόσωπο του Προμάχου και το έκαναν να φαίνεται, περισσότερο από ποτέ, σαν να ήταν σκαλισμένο σε πέτρα, όλο σκληρές επιφάνειες και γωνίες. Εξίσου δύσκολο ήταν να διακρίνει κανείς το μανδύα του στο φως της φωτιάς. Στιγμές-στιγμές έδειχνε να είναι απλώς ένας σκουρόγκριζος μανδύας, ή μαύρος, αλλά το γκρίζο και το μαύρο έμοιαζαν να κυλούν και να αλλάζουν, αν τα κοίταζε κάποιος με προσοχή ― σκοτεινές και σκιερές περιοχές, που γλιστρούσαν πάνω του και τον πότιζαν. Άλλες φορές, ήταν λες και ο Λαν είχε ανοίξει μια τρύπα στη νύχτα και είχε τυλίξει το σκοτάδι γύρω από τους ώμους του. Δεν ήταν εύκολο να διακρίνει κάποιος το μανδύα και ο άντρας που τον φορούσε δυσκόλευε ακόμα πιο πολύ τα πράγματα.
Ο Λαν ήταν ψηλός και τραχύς, με μεγάλους ώμους και γαλάζια μάτια, όμοια με τις παγωμένες λίμνες των βουνών, ενώ οι κινήσεις του είχαν μια θανατηφόρα χάρη, που έκανε το σπαθί στη μέση του να μοιάζει μέρος του σώματός του. Δεν ήταν μόνο που έδειχνε να γνωρίζει από βία και θάνατο· αυτός ο άνθρωπος είχε δαμάσει τη βία και το θάνατο και τα κρατούσε στην τσέπη του, έτοιμος να τα εξαπολύσει μέσα σε μια στιγμή, ή να τα αποδεχτεί, αν του το έλεγε η Μουαραίν. Σε σύγκριση με τον Λαν, ακόμα και ο Ούνο φαινόταν λιγότερο επικίνδυνος. Είχε αρχίσει να εμφανίζεται μια γκριζάδα στα μακριά μαλλιά του, που τα συγκρατούσε ένα πλεχτό, δερμάτινο κορδόνι γύρω από το μέτωπό του, αλλά οι νεώτεροι άντρες άφηναν τον Λαν στην ησυχία του ― αν ήταν συνετοί.
«Η Κυρά Λέγια έφερε τα συνηθισμένα νέα από την Πεδιάδα Άλμοθ», είπε η Μουαραίν. «Όλοι πολεμούν με όλους. Χωριά καίγονται. Πρόσφυγες παντού. Οι Κυνηγοί εμφανίστηκαν στους κάμπους, ψάχνοντας το Κέρας του Βαλίρ». Ο Πέριν τινάχτηκε —το Κέρας ήταν εκεί όπου κανένας Κυνηγός στην Πεδιάδα Άλμοθ δεν θα το έβρισκε· εκεί όπου, όπως έλπιζε ο Πέριν, κανένας Κυνηγός δεν θα το έβρισκε ποτέ― και η Μουαραίν τον κοίταξε ψυχρά, πριν συνεχίσει. Δεν της άρεσε να μιλά κανένας για το Κέρας, παρά μόνο όταν επέλεγε να μιλήσει η ίδια, φυσικά.
«Έφερε, επίσης, και αλλιώτικα νέα. Οι Λευκομανδίτες έχουν γύρω στους πέντε χιλιάδες άντρες στην Πεδιάδα Άλμοθ».
Ο Ούνο μούγκρισε. «Που να καούν ― α, με το συμπάθιο, Άες Σεντάι. Πρέπει να είναι η μισή δύναμή τους. Ποτέ άλλοτε δεν έστειλαν τόσους άντρες σε ένα μέρος».
«Τότε, μάλλον, όσοι δήλωσαν υπακοή στον Ραντ σκοτώθηκαν ή διαλύθηκαν», μουρμούρισε ο Πέριν. «Ή αυτό θα γίνει σύντομα. Είχες δίκιο, Μουαραίν». Δεν του άρεσε να σκέφτεται τους Λευκομανδίτες. Δεν του άρεσαν καθόλου τα Τέκνα του Φωτός.
«Να ποιο είναι το παράξενο», είπε η Μουαραίν. «Ή τουλάχιστον ένα από τα παράξενα. Τα Τέκνα ανακοίνωσαν ότι ο σκοπός τους είναι να φέρουν την ειρήνη, κάτι όχι ασυνήθιστο γι’ αυτούς. Το ασυνήθιστο είναι ότι, ενώ προσπαθούν να απωθήσουν τους Ταραμπονέζους και τους Ντομανούς πίσω από τα αντίστοιχα σύνορά τους, δεν έχουν κινηθεί μαζικά εναντίον εκείνων που υποστηρίζουν τον Δράκοντα».
Η Μιν αναφώνησε έκπληκτη. «Είναι σίγουρη; Αυτό δεν ταιριάζει στους Λευκομανδίτες που ξέρω».
«Δεν μπορεί να έχουν απομείνει πολλοί από αυτούς τους καμ... ε, τους Μάστορες στην πεδιάδα», είπε ο Ούνο. Η φωνή του ακουγόταν αλλόκοτη, καθώς μοχθούσε να συγκρατήσει τη γλώσσα του μπροστά σε μια Άες Σεντάι. Έσμιγε τα φρύδια ― και το ένα, που ήταν πάνω από το αληθινό του μάτι και το άλλο, πάνω από το ζωγραφισμένο. «Δεν τους αρέσει να μένουν όπου υπάρχουν φασαρίες, ειδικά μάχες. Δεν μπορεί να είναι αρκετοί για να βλέπουν τα πάντα».
«Για τους δικούς μου σκοπούς, είναι αρκετοί», είπε κατηγορηματικά η Μουαραίν. «Οι περισσότεροι έφυγαν, αλλά μερικοί έμειναν, επειδή τους το ζήτησα. Και η Λέγια είναι σίγουρη. Εντάξει, τα Τέκνα έπιασαν μερικούς Δρακορκισμένους, όπου έβρισκαν να είναι λίγοι συγκεντρωμένοι. Αλλά, παρ’ όλο που ισχυρίζονται ότι θα κατατροπώσουν αυτό τον ψεύτικο Δράκοντα, παρ’ όλο που διαθέτουν χίλιους άντρες, που υποτίθεται ότι δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να τον κυνηγούν, παρ’ όλα αυτά, αποφεύγουν κάθε επαφή με ομάδες έστω και πενήντα Δρακορκισμένων. Όχι απροκάλυπτα, όπως καταλαβαίνετε, αλλά πάντα συμβαίνει κάποια καθυστέρηση, κάτι που επιτρέπει στους κυνηγημένους να ξεφύγουν».
«Τότε ο Ραντ μπορεί να πάει κοντά τους, όπως θέλει». Ο Λόιαλ κοίταξε την Άες Σεντάι, βλεφαρίζοντας αβέβαιος. Ολόκληρο το στρατόπεδο ήξερε τους καυγάδες της με τον Ραντ, «Ο Τροχός του υφαίνει δρόμο».