Выбрать главу

Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι. «Αν χρειαστείς απόψε, Γκαϊντίν μου, είναι εδώ». Το βλέμμα της υψώθηκε προς τα σκοτεινά βουνά ολόγυρά τους. «Υπάρχει μια αίσθηση στον αέρα».

«Αναμονής». Η λέξη ξέφυγε από το στόμα του Πέριν, πριν τη σταματήσει. Όταν η Μουαραίν τον κοίταξε —όταν κοίταξε μέσα του― αυτός ευχήθηκε να είχε προλάβει να τη σταματήσει.

«Ναι», του είπε, «αναμονής. Πρόσεξε τους φρουρούς σου, να έχουν τα μάτια τους τέσσερα απόψε, Ούνο». Δεν ήταν ανάγκη να προτείνει να κοιμηθούν οι άντρες με τα όπλα δίπλα τους· οι Σιναρανοί ανέκαθεν το έκαναν αυτό. «Καλό ύπνο», είπε σε όλους, λες και υπήρχε η παραμικρή ελπίδα γι’ αυτό και κίνησε για την καλύβα της. Ο Λαν στάθηκε όσο να φάει τρία πιάτα σούπα και μετά έτρεξε στο κατόπι της. Γρήγορα τον κατάπιε η νύχτα.

Τα μάτια του Πέριν έλαμψαν χρυσά, καθώς παρακολουθούσαν τον Πρόμαχο στο σκοτάδι. «Καλό ύπνο», μουρμούρισε. Η ευωδιά του μαγειρεμένου κρέατος ξαφνικά τον έκανε να νιώσει ένα ανακάτωμα. «Έχω την τρίτη βάρδια, Ούνο;» Ο Σιναρανός ένευσε. «Τότε θα προσπαθήσω να ακολουθήσω τη συμβουλή της». Κι άλλοι έρχονταν στις φωτιές και οι χαμηλόφωνες συζητήσεις τον ακολούθησαν καθώς ανέβαινε την πλαγιά.

Είχε μια δική του καλύβα, ένα κουτί από κορμούς που μετά βίας τον χωρούσε να σταθεί όρθιος, με τα κενά μεταξύ των τοίχων κλεισμένα με ξεραμένη λάσπη. Τη μισή την καταλάμβανε ένα σκληρό κρεβάτι, γεμάτο κλαριά πεύκου κάτω από μια κουβέρτα. Ο Σιναρανός, που είχε ξεσελώσει το άλογό του, είχε επίσης βάλει το τόξο λιγάκι πιο μέσα από την πόρτα. Ο Πέριν κρέμασε τη ζώνη του, μαζί με το τσεκούρι και τη φαρέτρα, σ’ ένα ξύλο στον τοίχο, και μετά γδύθηκε κι έμεινε μόνο με τα εσώρουχά του, τρέμοντας. Οι νύχτες ακόμα ήταν κρύες, αλλά το κρύο τον εμπόδιζε να κοιμηθεί βαθιά. Στο βαθύ ύπνο έρχονταν όνειρα, από τα οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει.

Για αρκετή ώρα, σκεπασμένος με μια μονάχα κουβέρτα, έμεινε να κοιτάζει την ξύλινη σκεπή, ριγώντας. Ύστερα ήρθε ο ύπνος και μαζί του τα όνειρα.

4

Σκιές που Κοιμούνται

Στη μεγάλη αίθουσα του πανδοχείου επικρατούσε παγωνιά, παρά τη φωτιά που τριζοβολούσε στο πλατύ, πέτρινο τζάκι. Ο Πέριν έτριψε τα χέρια του μπροστά στις φλόγες, αλλά δεν μπορούσε να τα ζεστάνει. Το κρύο, όμως, του χάριζε μια παράδοξη ανακούφιση, σαν να ήταν ασπίδα. Ασπίδα για ποιο πράγμα, ο νους του δεν το έβρισκε. Κάτι μουρμούριζε στο βάθος του μυαλού του, ένας αμυδρός ήχος, που ακουγόταν αμυδρά και χτυπούσε να μπει μέσα.

«Θα το παρατήσεις, λοιπόν. Είναι το καλύτερο για σένα. Έλα. Κάθισε, να μιλήσουμε».

Ο Πέριν γύρισε να δει αυτόν που του μιλούσε. Τα στρογγυλά τραπέζια, που ήταν σκορπισμένα ολόγυρα στο δωμάτιο, ήταν άδεια και υπήρχε μονάχα ένας άντρας, που καθόταν σε μια γωνία, στις σκιές. Η υπόλοιπη αίθουσα ήταν σαν να είχε ομίχλη, έμοιαζε περισσότερο με εντύπωση παρά με κτίριο, ειδικά τα σημεία που ο Πέριν δεν τα κοίταζε απευθείας. Ξανακοίταξε τη φωτιά· τώρα έκαιγε σε τζάκι καμωμένο από τούβλα. Για κάποιο λόγο, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν τον τάραζε. Θα έπρεπε. Μα δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί όχι.

Ο άντρας του έκανε νόημα να πλησιάσει και ο Πέριν σίμωσε το τραπέζι. Ένα τετράγωνο τραπέζι. Τα τραπέζια ήταν τετράγωνα. Συνοφρυώθηκε, έκανε να αγγίξει το τραπέζι, αλλά τράβηξε το χέρι του πίσω. Δεν υπήρχαν λάμπες σε εκείνη τη γωνιά του δωματίου και παρά το φως που υπήρχε αλλού, ο άντρας και το τραπέζι του ήταν σχεδόν στη σκιά, κόντευαν να γίνουν ένα με τη θολούρα.

Ο Πέριν είχε την αίσθηση ότι γνώριζε τον άλλο, όμως ήταν αμυδρή, όπως και όλα όσα έβλεπε με την άκρη του ματιού του. Ο άνθρωπος ήταν μεσήλικας, εμφανίσιμος, τα ρούχα του πολυτελή και δεν ταίριαζαν σε ένα πανδοχείο χωριού σαν κι αυτό: σκούρα βελούδα, σχεδόν μαύρα, με άσπρες δαντέλες να ξεχύνονται από το γιακά και τα μανίκια του. Καθόταν αλύγιστος και μερικές φορές πίεζε το στήθος του, σαν να πονούσε, όταν κουνιόταν. Τα μαύρα μάτια του ήταν στυλωμένα στο πρόσωπο του Πέριν έμοιαζαν με αστραφτερές κουκκίδες στις σκιές.

«Τι να παρατήσω;» ρώτησε ο Πέριν.

«Αυτό, βεβαίως». Ο άντρας, με μια κίνηση του κεφαλιού, έδειξε το τσεκούρι στη μέση του Πέριν. Φαινόταν έκπληκτος, σαν να ήταν μια συζήτηση που είχαν ξανακάνει, μια παλιά λογομαχία που την έπιαναν άλλη μια φορά.

Ο Πέριν δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το τσεκούρι ήταν εκεί, δεν είχε νιώσει το βάρος να του τραβά τη ζώνη. Αγγιξε τη λεπίδα, που έμοιαζε με μισοφέγγαρο και το χοντρό καρφί που την ισορροπούσε. Το ατσάλι έμοιαζε συμπαγές. Πιο συμπαγές από κάθε τι άλλο εκεί πέρα. Ίσως πιο συμπαγές κι από τον ίδιο. Άφησε το χέρι του εκεί, για να κρατιέται από κάτι πραγματικό.

«Το σκέφτηκα», είπε, «μα δεν νομίζω ότι μπορώ. Ακόμα όχι». Ακόμα όχι; Το πανδοχείο φάνηκε να τρεμοσβήνει και στο μυαλό του ξανακούστηκε το μουρμουρητό. Όχι! Το μουρμουρητό ξεθώριασε.