«Όχι;» Ο άντρας χαμογέλασε ― ένα χαμόγελο ψυχρό. «Είσαι σιδεράς, αγόρι μου. Και μάλιστα καλός, απ’ ό,τι έμαθα. Τα χέρια σου φτιάχτηκαν για το σφυρί, όχι για το τσεκούρι. Για να φτιάχνουν πράγματα, όχι για να σκοτώνουν. Ξαναγύρνα σ’ αυτό, πριν να είναι πολύ αργά».
Ο Πέριν ένιωσε ότι ένευε. «Ναι. Αλλά είμαι τα’βίρεν». Ποτέ άλλοτε δεν το είχε πει φωναχτά. Μα ήδη το ξέρει. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό, αν και δεν ήξερε γιατί.
Για μια στιγμή, το χαμόγελο του άλλου έγινε ένας μορφασμός, ύστερα όμως ξαναφάνηκε ακόμα πιο δυνατό. Είχε μια ψυχρή δύναμη. «Υπάρχουν τρόποι για να αλλάξει κάποιος τα πράγματα, αγόρι μου. Τρόποι για να αποφύγει ακόμα και το πεπρωμένο. Κάθισε και θα μιλήσουμε γι’ αυτούς». Οι σκιές φάνηκαν να τρεμοπαίζουν και να πυκνώνουν, να απλώνονται.
Ο Πέριν έκανε ένα βήμα πίσω, μένοντας μέσα στο φως. «Δεν το νομίζω».
«Τουλάχιστον πιες ένα ποτό μαζί μου. Για τα χρόνια που πέρασαν και τα χρόνια που θα έρθουν. Να, και μετά θα βλέπεις τα πράγματα πιο καθαρά». Το κύπελλο που έσπρωξε ο άντρας στο τραπέζι πριν μια στιγμή δεν υπήρχε εκεί. Άστραφτε, λαμπερό ασημένιο και το σκούρο κόκκινο, σαν αίμα, κρασί έφτανε ως το χείλος.
Ο Πέριν περιεργάστηκε το πρόσωπο του άλλου. Οι σκιές έμοιαζαν να καταπίνουν τα χαρακτηριστικά του, σαν μανδύας Προμάχου, φτάνοντας ακόμα κι ως τα διαπεραστικά μάτια του. Το σκοτάδι τύλιγε τον άντρα, τον αγκάλιαζε. Τα μάτια του είχαν κάτι, κάτι που στον Πέριν φαινόταν ότι, ίσως, κατάφερνε να το θυμηθεί, αν έβαζε τα δυνατά του. Το μουρμουρητό ξανάρθε.
«Όχι», είπε. Απευθυνόταν στον απαλό ήχο μέσα στο κεφάλι του, όμως, όταν τα χείλη του άλλου σφίχτηκαν με θυμό, με μια αναλαμπή οργής, που πνίγηκε την ίδια στιγμή που ξεσπούσε, ο Πέριν αποφάσισε ότι η απάντησή του ίσχυε και για το κρασί. «Δεν διψάω».
Γύρισε κι έκανε να πάει στην πόρτα. Το τζάκι ήταν από στρογγυλεμένες, ποταμίσιες κροκάλες· μερικά μακριά τραπέζια γέμιζαν την αίθουσα. Ξαφνικά, επιθύμησε να βρεθεί έξω, να βρεθεί οπουδήποτε, αρκεί να ήταν μακριά απ’ αυτό τον άνθρωπο.
«Δεν θα έχεις πολλές ευκαιρίες», είπε πίσω του ο άντρας, με τραχιά φωνή. «Τρία νήματα πλεγμένα μαζί, που μοιράζονται καθένα τον όλεθρο του άλλου. Όταν κοπεί το ένα, κόβονται όλα. Το πεπρωμένο μπορεί να σε σκοτώσει, ή ίσως και να σου επιφυλάσσει κάτι χειρότερο».
Ο Πέριν ένιωσε, ξαφνικά, μια κάψα στη ράχη του, που δυνάμωσε και χάθηκε εξίσου γοργά, σαν να είχαν ανοιγοκλείσει οι πόρτες ενός πελώριου καμινιού. Ξαφνιασμένος, γύρισε προς την αίθουσα. Ήταν άδεια.
Δεν είναι παρά ένα όνειρο, σκέφτηκε, τρέμοντας από το κρύο και τότε όλα άλλαξαν.
Κοίταξε στον καθρέφτη· ένα μέρος του εαυτού του δεν καταλάβαινε τι έβλεπε, ένα άλλο εν μέρει το αποδεχόταν. Ένα χρυσόχρωμο κράνος σε σχήμα κεφαλής λιονταριού στεκόταν στο κεφάλι του, σαν να ήταν η φυσική του θέση. Χρυσά φύλλα κάλυπταν τον καλοσμιλεμένο θώρακα της πανοπλίας του και χρυσά ποικίλματα στόλιζαν τα σιδηρόπλεκτα καλύμματα και τις πλάκες στα χέρια και τα πόδια του. Μόνο ο πέλεκυς στο πλευρό του ήταν απλός. Μια φωνή —η δική του― του ψιθύρισε στο νου ότι τον προτιμούσε από κάθε άλλο όπλο, ότι τον είχε πάρει χίλιες φορές, σε εκατό μάχες. Όχι! Θέλησε να τον βγάλει, να τον πετάξει. Δεν μπορώ! Στο μυαλό του ακουγόταν ένας ήχος, δυνατότερος από μουρμουρητό, σχεδόν τον καταλάβαινε.
«Ένας άντρας που του μέλλεται δόξα».
Γύρισε από τον καθρέφτη γοργά και αντίκρισε εμπρός του την πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ. Δεν πρόσεξε τίποτα άλλο στην αίθουσα, δεν νοιάστηκε να δει τίποτα, εκτός απ’ αυτήν. Τα μάτια της ήταν λιμνούλες από νύχτα, η επιδερμίδα της λευκή και απαλή, σίγουρα πιο μαλακή κι από το άσπρο, μεταξωτό φόρεμα της. Όταν τον πλησίασε, το στόμα του ξεράθηκε. Συνειδητοποίησε ότι όλες οι άλλες γυναίκες που είχε δει ποτέ του ήταν αδέξιες και άχαρες. Ανατρίχιασε κι αναρωτήθηκε γιατί ένιωθε κρύο.
«Ο άντρας πρέπει να αρπάζει το πεπρωμένο του και με τα δύο χέρια», του είπε χαμογελώντας. Το χαμόγελο σχεδόν αρκούσε για να τον ζεστάνει. Ήταν ψηλή, μια παλάμη ύψος ακόμα και θα μπορούσε να τον κοιτάξει ίσια στα μάτια. Ασημένιες χτένες συγκρατούσαν μαλλιά πιο μαύρα κι από φτερά κορακιού. Μια πλατιά ζώνη από ασημένιους κρίκους τυλιγόταν γύρω από μια τόσο λεπτή μέση, που ο Πέριν μπορούσε να την αγκαλιάσει με τις παλάμες του.
«Ναι», της ψιθύρισε. Μέσα του, η αίσθηση της έκπληξης πάλευε με τη διάθεσή του να συμφωνήσει. Δεν είχε ανάγκη από δόξα. Αλλά, όταν του το είπε εκείνη, ένιωσε πως δεν ήθελε τίποτα άλλο.
«Θέλω να πω...» Το μουρμουρητό του έγδερνε το κρανίο. «Όχι!» Το μουρμουρητό χάθηκε και, για μια στιγμή, και η διάθεση του να συμφωνήσει μαζί της. Σχεδόν. Σήκωσε το χέρι στο κεφάλι του, άγγιξε το χρυσό κράνος, το έβγαλε. «Δεν... δεν νομίζω να θέλω αυτό το πράγμα. Δεν είναι δικό μου».