Οι άντρες πλησίασαν ο ένας τον άλλο επιφυλακτικά. Σαν έμποροι αλόγων, που ξέρουν ότι ο άλλος έχει να τους πουλήσει κουτσαμένη φοράδα, σκέφτηκε ο Πέριν.
Οι άντρες άρχισαν να μιλάνε. Ο Πέριν τέντωσε τα αυτιά του, αλλά δεν άκουγε παρά ένα μουρμουρητό ανάμεσα στους αντίλαλους των παφλασμών. Έσμιγαν τα φρύδια, κοιτάζονταν άγρια, έκαναν απότομες χειρονομίες, σαν να ήταν έτοιμοι να χτυπηθούν. Δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο. Του φάνηκε ότι μπορεί να μισούσε ο ένας τον άλλο.
Σήκωσε το βλέμμα ψάχνοντας για τη γυναίκα, μα εκείνη είχε χαθεί. Όταν το ξανακατέβασε, είχε έρθει και τρίτος άντρας κοντά στους άλλους δύο. Και με κάποιον τρόπο, από κάποιο μέρος, ο Πέριν τον ήξερε αμυδρά, σαν παλιά θύμηση. Ένας εμφανίσιμος άντρας, μεσήλικας, που φορούσε βελούδο σχεδόν κατάμαυρο και άσπρη δαντέλα. Σε κάποιο πανδοχείο, σκέφτηκε ο Πέριν. Και κάπου πριν απ αυτό. Κάτι.., Κάτι από το μακρινό παρελθόν, έτσι του φαινόταν. Αλλά η θύμηση δεν έλεγε να έρθει.
Οι δύο πρώτοι στέκονταν δίπλα-δίπλα τώρα, έχοντας γίνει αθέλητοι σύμμαχοι μπροστά στην παρουσία του νεοφερμένου. Αυτός τους φώναξε και κούνησε τη γροθιά του, ενώ εκείνοι σάλευαν αμήχανα, χωρίς να τολμούν να αντικρίσουν το βλέμμα του. Το μίσος που είχαν οι δυο μεταξύ τους δεν συγκρινόταν με το φόβο τους για τον τρίτο άντρα.
Τα μάτια τον, σκέφτηκε ο Πέριν. Τι παράξενο έχουν τα μάτια του;
Ο ψηλός άντρας με τη σκοτεινή εμφάνιση άρχισε να ανταπαντά, αργά στην αρχή, αλλά έπειτα με μια ένταση που ολοένα δυνάμωνε. Ο ασπρομάλλης τον μιμήθηκε και ξαφνικά η προσωρινή συμμαχία τους διαλύθηκε. Και οι τρεις κραύγασαν ταυτοχρόνως, καθένας στους δύο άλλους. Ξαφνικά, ο άντρας με τα μαύρα βελούδα σήκωσε κι άπλωσε τα χέρια του, σαν να απαιτούσε να σταματήσουν. Τότε τους τύλιξε μια πύρινη μπάλα που διαρκώς μεγάλωνε, μέχρι που τους έκρυψε, ενώ απλωνόταν όλο και πιο πέρα.
Ο Πέριν έκρυψε με τα χέρια το κεφάλι του και έπεσε πίσω από το πέτρινο κιγκλίδωμα. Ζάρωσε εκεί, ενώ ο άνεμος τον έδερνε και του έσχιζε τα ρούχα, ένας άνεμος καυτός σαν φωτιά. Ένας άνεμος που ήταν φωτιά. Παρά τα κλεισμένα μάτια του, μπορούσε να τον δει ― μια φλόγα που έλουζε τα πάντα, μια φλόγα που απλωνόταν παντού. Η πύρινη λαίλαπα βρυχήθηκε, περνώντας μέσα από το σώμα του· την ένιωσε να τον καίει, να τον τραβά, να προσπαθεί να τον καταπιεί και να σκορπίσει τις στάχτες του. Ούρλιαξε, προσπάθησε να κρατηθεί, ξέροντας ότι δεν θα το κατάφερνε.
Και ανάμεσα σε δύο χτύπους της καρδιάς του, ο άνεμος χάθηκε. Δεν είχε καταλαγιάσει, όμως, πρώτα. Τη μια στιγμή τον έδερνε μια πύρινη θύελλα και την επόμενη επικρατούσε απόλυτη γαλήνη. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν οι αντίλαλοι του νερού που έπεφτε.
Ο Πέριν ανακάθισε αργά, ψάχτηκε. Τα ρούχα του δεν είχαν καεί, ήταν άθικτα, το εκτεθειμένο δέρμα του απείραχτο. Μόνο η μνήμη της φωτιάς τον έκανε να πιστεύει ότι κάτι είχε συμβεί. Μια μνήμη στο μυαλό του μόνο· το σώμα δεν είχε καμία ανάμνηση.
Κοίταξε επιφυλακτικά πάνω από το προστατευτικό. Στις δύο άκρες της γέφυρας στην οποία στέκονταν οι άντρες, ξεπρόβαλλαν μόνο μερικά μισολιωμένα απομεινάρια. Από τους άντρες δεν είχε μείνει το παραμικρό ίχνος.
Ένα γαργαλητό στις τρίχες του σβέρκου του τον έκανε να σηκώσει το βλέμμα. Σε μια ράμπα πιο πάνω και στα δεξιά του στεκόταν ένας ταλαιπωρημένος, γκρίζος λύκος και τον κοίταζε.
«Όχι!» Πάλεψε να σταθεί όρθιος και το έβαλε στα πόδια. «Είναι όνειρο! Εφιάλτης! Θέλω να ξυπνήσω!» Έτρεξε και τα μάτια του θάμπωσαν. Οι θολούρες σάλεψαν. Ένας βόμβος γέμισε τα αυτιά του κι ύστερα έσβησε. Καθώς χανόταν, το θάμπωμα στα μάτια του καθάρισε.
Ανατρίχιασε από το κρύο και αντιλήφθηκε, με μεγάλη σιγουριά, ότι αυτό τώρα ήταν όνειρο. Είχε κάποια αμυδρή ανάμνηση από άλλα όνειρα, που είχαν προηγηθεί, αλλά γι’ αυτό εδώ το ήξερε. Είχε ξαναβρεθεί σ’ αυτό το μέρος προηγούμενες νύχτες και, παρ’ όλο που δεν καταλάβαινε τίποτα εδώ, ήξερε ότι ήταν όνειρο. Αυτή τη φορά, το ότι ήξερε δεν άλλαζε τίποτα.
Πελώριες κολώνες από στιλβωμένο κοκκινόξυλο περικύκλωναν τον πλατύ χώρο στον οποίο είχε βρεθεί, κάτω από μια θολωτή στέγη με ύψος τουλάχιστον πενήντα απλωσιές. Ακόμα και δυο άντρες μεγαλόσωμοι, σαν τον ίδιο, δεν θα μπορούσαν να αγκαλιάσουν αυτές τις κολώνες. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με μεγάλα κομμάτια από πελεκημένες, ανοιχτόγκριζες πέτρες, που μπορεί να ήταν σκληρές, αλλά τις είχαν φθείρει αναρίθμητες γενιές ανθρώπων με τα πόδια τους.
Και στο κέντρο, κάτω από το θόλο, υπήρχε ο λόγος που είχαν έρθει όλοι αυτοί οι άνθρωποι σε τούτη την αίθουσα. Ένα σπαθί, που στεκόταν με τη λαβή προς τα κάτω, αιωρούνταν στον αέρα κι έμοιαζε να είναι σε σημείο που να μπορεί να το πιάσει ο οποιοσδήποτε. Περιστρεφόταν αργά, σαν να το άγγιζε κάποια πνοή αέρα. Όμως δεν ήταν στα αλήθεια σπαθί. Η λεπίδα, η λαβή και ο χειροφυλακτήρας έμοιαζαν φτιαγμένα από γυαλί, ή ίσως από κρύσταλλο, πιάνοντας το φως και διαθλώντας το σε χίλια λαμπυρίσματα και λάμψεις.