Выбрать главу

Ο Πέριν πήγε εκεί και άπλωσε το χέρι, όπως είχε κάνει όλες τις άλλες φορές. Θυμόταν καθαρά τι είχε κάνει. Η λαβή κρεμόταν εκεί, μπροστά στο πρόσωπό του, αρκούσε να απλώσει το χέρι. Όταν το χέρι του απείχε μισό μέτρο από το λαμπερό σπαθί, χτύπησε στον καθαρό αέρα, σαν να είχε αγγίξει πέτρα. Όπως ακριβώς ήξερε πως θα συνέβαινε. Έβαλε κι άλλη δύναμη, αλλά ήταν λες κι έσπρωχνε τοίχο. Το σπαθί στριφογύριζε και λαμπύριζε, μισό μέτρο παρακεί και άπιαστο, σαν την άλλη πλευρά του ωκεανού.

Καλαντόρ, Δεν ήξερε αν ο ψίθυρος ήταν μέσα στο κεφάλι του ή έξω· έμοιαζε να αντηχεί ολόγυρα στις κολώνες, απαλός σαν τον άνεμο, την ίδια στιγμή παντού, επίμονος. Καλαντόρ. Αυτός που με κρατά, κρατά το πεπρωμένο. Πάρε με και ζεκίνα το τελευταίο ταξίδι.

Ο Πέριν έκανε ένα βήμα πίσω, νιώθοντας ξαφνικά φοβισμένος. Αυτός ο ψίθυρος δεν είχε ακουστεί άλλη φορά. Άλλες τέσσερις φορές είχε δει αυτό το όνειρο —το θυμόταν ακόμα και τώρα· τέσσερις νύχτες, τη μια μετά την άλλη― κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχε αλλάξει κάτι.

Έρχονται οι Στρεβλωμένοι.

Ήταν ένας αλλιώτικος ψίθυρος, ο Πέριν ήξερε από πού και τινάχτηκε σαν να τον είχε αγγίξει Μυρντράαλ. Ένας λύκος στεκόταν εκεί, ανάμεσα στις κολώνες, ένας λύκος των βουνών, που του έφτανε σχεδόν ως τη μέση και το τρίχωμά του ήταν πυκνό και ασπρόγκριζο. Τον κοίταζε έντονα με μάτια κίτρινα, σαν του Πέριν.

Έρχονται οι Στρεβλωμένοι.

«Όχι», είπε με βραχνή φωνή ο Πέριν. «Όχι! Δεν θα σε αφήσω να μπεις! Δεν... θα... σε... αφήσω!»

Ξύπνησε κουνώντας ξέφρενα τα χέρια και ανακάθισε στην καλυβούλα του, τρέμοντας από το φόβο, το κρύο και το θυμό. «Δεν θα σε αφήσω», ψιθύρισε βραχνά.

Έρχονται οι Στρεβλωμένοι.

Η σκέψη ήταν ξεκάθαρη στο μυαλό του, αλλά δεν ήταν δική του.

Έρχονται οι Στρεβλωμένοι, αδελφέ.

5

Εφιάλτες που Περπατούν

Ο Πέριν πήδηξε από το κρεβάτι, άρπαξε το τσεκούρι του και έτρεξε έξω, ξιπόλητος, φορώντας μόνο τα ψιλά λινά του ρούχα, αδιαφορώντας για το κρύο. Το φεγγάρι έλουζε τα σύννεφα με ένα χλωμό χρώμα. Το φως έφτανε και με το παραπάνω για τα μάτια του, για να δει τις μορφές που γλιστρούσαν ανάμεσα στα δέντρα κι έρχονταν απ’ όλες τις μεριές, μορφές ογκώδεις σχεδόν όσο ο Λόιαλ, αλλά με πρόσωπα στρεβλά από τα ρύγχη και τα ράμφη, με μισοανθρώπινα κεφάλια, που είχαν κέρατα και πούπουλα και λοφία ― ύπουλες μορφές που προχωρούσαν προσεκτικά, έχοντας οπλές ή γαμψώνυχα και πολλές φορές αρβυλοφορεμένα πόδια.

Άνοιξε το στόμα για να φωνάξει και να προειδοποιήσει τους άλλους και ξαφνικά η πόρτα της καλύβας της Μουαραίν άνοιξε απότομα και ο Λαν χίμηξε έξω, με το ξίφος στο χέρι, φωνάζοντας, «Τρόλοκ! Ξυπνήστε για τη ζωή σας! Τρόλοκ!» Στις φωνές του απάντησαν περισσότερες κραυγές, καθώς οι άντρες άρχισαν να βγαίνουν σκοντάφτοντας από τις καλύβες τους με τα ρούχα του ύπνου, κάτι που για τους περισσότερους σήμαινε πως δεν φορούσαν τίποτα, αλλά με τα σπαθιά έτοιμα. Με ένα ζωώδη βρυχηθμό, οι Τρόλοκ όρμησαν μπροστά, για να τους υποδεχτεί το ατσάλι και οι κραυγές «Σίναρ!» και «Ο Αναγεννημένος Δράκοντας!»

Ο Λαν ήταν κανονικά ντυμένος —ο Πέριν θα ’βαζε στοίχημα πως ο Πρόμαχος δεν είχε κοιμηθεί― και έπεσε ανάμεσα στους Τρόλοκ λες και τα μάλλινα ρούχα του ήταν πανοπλία. Έμοιαζε να πηγαίνει χορεύοντας από τον έναν στον άλλο· το ανθρώπινο κορμί και το σπαθί κινούνταν σαν το νερό και τον άνεμο, ενώ όπου χόρευε ο Πρόμαχος, οι Τρόλοκ τσίριζαν και πέθαιναν.

Και η Μουαραίν, επίσης, είχε βγει στη νύχτα, χορεύοντας το δικό της χορό ανάμεσα στους Τρόλοκ. Μοναδικό της όπλο έμοιαζε να είναι μια βέργα, αλλά όπου έκοβε έναν Τρόλοκ, μια γραμμή φωτιάς εμφανιζόταν στη σάρκα του. Το ελεύθερο χέρι της έριχνε φλογισμένες μπάλες, που τις εμφάνιζε από τον αέρα, ενώ οι Τρόλοκ αλυχτούσαν καθώς οι φλόγες τους κατάκαιγαν, σπαρταρώντας στο έδαφος.

Ένα ολόκληρο δέντρο ξέσπασε σε φλόγες από τη ρίζα ως την κορυφή και μετά άλλο ένα κι ύστερα άλλο ένα. Οι Τρόλοκ τσίριξαν με το ξαφνικό φως, αλλά δεν έπαψαν να κραδαίνουν τους πέλεκεις με τα καρφιά και τα κυρτά, σαν δρεπάνια, σπαθιά τους.

Ο Πέριν είδε ξαφνικά τη Λέγια να βγαίνει διστακτικά από την καλύβα της Μουαραίν στην απέναντι πλευρά του λακκώματος και όλες οι άλλες σκέψεις χάθηκαν από το νου του. Η Τουάθα’αν κόλλησε την πλάτη της στον ξύλινο τοίχο, σηκώνοντας το χέρι στο λαιμό της. Το φως από τα φλεγόμενα δέντρα φανέρωνε στον Πέριν τον πόνο και τη φρίκη, την έκφραση αποστροφής στο πρόσωπό της, καθώς παρακολουθούσε το μακελειό.