«Κρύψου!» της φώναξε. «Μπες ξανά μέσα και κρύψου!» Ο ορυμαγδός της μάχης και των σκοτωμών κατάπιε τα λόγια του. Έτρεξε προς τα κει. «Κρύψου, Λέγια! Για την αγάπη του Φωτός, κρύψου!»
Ένας Τρόλοκ ορθώθηκε από πάνω του, με ένα άσπλαχνο, γαμψό ράμφος εκεί που θα έπρεπε να είναι το στόμα και η μύτη του. Μια μαύρη πλεχτή πανοπλία και καρφιά τον κάλυπταν από τους ώμους ως τα γόνατα και περπατούσε με γαμψώνυχα γερακίσια, καθώς ανέμιζε ένα από εκείνα τα παράξενα, κυρτά σπαθιά. Μύριζε ιδρώτα, χώμα και αίμα.
Ο Πέριν έσκυψε αποφεύγοντας τη σπαθιά του, φωνάζοντας από μέσα του καθώς τον χτυπούσε με το τσεκούρι του. Ήξερε ότι κανονικά έπρεπε να νιώθει φοβισμένος, αλλά η βιασύνη έπνιγε το φόβο. Το μόνο που είχε σημασία τώρα ήταν να φτάσει τη Λέγια, να την πάει σε ασφαλές μέρος και ο Τρόλοκ του εμπόδιζε το δρόμο.
Ο Τρόλοκ έπεσε, μουγκρίζοντας και πονώντας· ο Πέριν δεν ήξερε πού τον είχε χτυπήσει, αν πέθαινε ή αν απλώς ήταν τραυματισμένος. Πήδηξε πάνω από τον Τρόλοκ που σφάδαζε και ανηφόρισε τρέχοντας την πλαγιά.
Τα φλεγόμενα δέντρα έριχναν μακάβριες σκιές στη μικρή κοιλάδα. Μια τρεμουλιαστή σκιά πλάι στην καλύβα της Μουαραίν ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε Τρόλοκ, με μουσούδα τράγου και κέρατα. Σφίγγοντας και με τα δύο χέρια ένα τσεκούρι, που ήταν γεμάτο καρφιά προς όλες τις κατευθύνσεις, φαινόταν έτοιμος να χιμήξει στη συμπλοκή, όταν το βλέμμα του έπεσε στη Λέγια.
«Όχι!» φώναξε ο Πέριν. «Φως μου, όχι!» Πέτρες κύλησαν κάτω από τα γυμνά του πόδια· δεν ένιωσε τις πληγές. Ο πέλεκυς του Τρόλοκ υψώθηκε. «Λέγιαααααααα!»
Την τελευταία στιγμή ο Τρόλοκ γύρισε και το τσεκούρι του άστραψε, καθώς έκανε να χτυπήσει τον Πέριν. Αυτός ρίχτηκε στο χώμα και ούρλιαξε όταν το ατσάλι χάραξε τη ράχη του. Άπλωσε το χέρι με απόγνωση, βρήκε μια τραγίσια οπλή και την τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Τα πόδια του Τρόλοκ γλίστρησαν και το σώμα του βρόντηξε βαρύ στο έδαφος, μα καθώς έπεφτε, άρπαξε τον Πέριν με χέρια που ήταν διπλά από τα δικά του και τον τράβηξε μαζί του. Η βρώμα του Τρόλοκ έπνιξε τον Πέριν ήταν μια μπόχα τράγου ανακατεμένη με ξινό, ανθρώπινο ιδρώτα. Ογκώδη μπράτσα τυλίχτηκαν γύρω από το στήθος του και το ζούληξαν μέχρι που βγήκε όλος ο αέρας από τα πνευμόνια του και τα πλευρά του έτριξαν, έτοιμα να σπάσουν. Το τσεκούρι του Τρόλοκ είχε χαθεί με την πτώση του, αλλά τα κοφτερά τραγίσια δόντια του χώθηκαν στον ώμο του Πέριν και τα δυνατά σαγόνια άρχισαν να μασούν. Ο Πέριν βόγκηξε, καθώς ο πόνος διέτρεχε το αριστερό του χέρι. Τα πνευμόνια του πάλευαν να ανασάνουν και μια μαυρίλα ερχόταν στις άκρες των ματιών του, αλλά ένιωθε αμυδρά ότι το άλλο χέρι του ήταν ελεύθερο και ότι με κάποιον τρόπο είχε ακόμα το τσεκούρι του. Το κράτησε από το πάνω μέρος της λαβής, σαν σφυρί, με το καρφί μπροστά. Με ένα βρυχηθμό, που έδιωξε και τον τελευταίο αέρα που είχε μέσα του, έχωσε το καρφί στον κρόταφο του Τρόλοκ. Καθαρά από ένστικτο, το χέρι του έσφιξε το τσεκούρι και το ξεκόλλησε, ενώ ο Τρόλοκ γλίστρησε πιο κάτω στην πλαγιά, με το σώμα του να τινάζεται ακόμα.
Ο Πέριν έμεινε για μια στιγμή ακίνητος, προσπαθώντας να ανασάνει. Το κόψιμο στην πλάτη τον έκαιγε, ένιωσε κάτι υγρό να κυλά― αίμα. Ο ώμος του διαμαρτυρήθηκε, καθώς ο Πέριν σηκωνόταν με κόπο. «Λέγια;»
Εκείνη ήταν ακόμα εκεί, ζαρωμένη μπροστά στην καλύβα, ούτε δέκα βήματα ψηλότερα στην πλαγιά. Τον παρακολουθούσε με τέτοια έκφραση στο πρόσωπο, που ο Πέριν δεν άντεχε να αντικρίσει τη ματιά της.
«Μη με κοιτάς με οίκτο!» μούγκρισε. «Μη —»
Το άλμα του Μυρντράαλ από τη στέγη της καλύβας φάνηκε να κρατά ώρα πολλή και ο πένθιμος, μαύρος μανδύας του ανέμιζε σε όλη τη διάρκεια της αργής πτώσης, λες και ο Ημιάνθρωπος ήδη στεκόταν στο έδαφος. Το ανόφθαλμο βλέμμα του ήταν στυλωμένο στον Πέριν. Μύριζε θάνατο.
Μια παγωνιά απλώθηκε στα χέρια και τα πόδια του Πέριν, καθώς ο Μυρντράαλ τον κοίταζε. Ένιωθε το στήθος του σαν να ήταν ένα κομμάτι πάγος. «Λέγια», ψιθύρισε. Μόλις που κατόρθωσε να μην το βάλει στα πόδια. «Λέγια, σε παρακαλώ, κρύψου. Σε παρακαλώ».
Ο Ημιάνθρωπος τον πλησίασε αργά, πεπεισμένος ότι ο φόβος είχε κάνει τον Πέριν να μαρμαρώσει. Προχωρούσε σαν φίδι κι έβγαλε ένα σπαθί τόσο μαύρο που φαινόταν μόνο χάρη στα φλεγόμενα δέντρα. «Αν κόψεις το ένα πόδι του τρίποδου», είπε με απαλή φωνή, «θα πέσει κάτω ολόκληρο». Η φωνή του ηχούσε σαν τριμμένο πετσί που σχιζόταν.
Ξαφνικά η Λέγια σάλεψε, όρμησε μπροστά, προσπάθησε να αρπάξει τα πόδια του Μυρντράαλ με τα χέρια της. Εκείνος της κατάφερε ένα σχεδόν αδιάφορο, ανάποδο χτύπημα με το μαύρο σπαθί του χωρίς καν να γυρίσει το βλέμμα κι αυτή σωριάστηκε κάτω.