Ανέβασε μαζί τα μανίκια του σακακιού και του πουκαμίσου του και αποκάλυψε τον αριστερό πήχη του, όπου το δέρμα ήταν πολύ πιο ανοιχτόχρωμο απ’ όσο στα μπράτσα και στο πρόσωπό του. Χαραγμένη στο δέρμα του, σαν να αποτελούσε μέρος του, κουλουριασμένη δυο φορές ολόγυρα, ήταν η ίδια χρυσοπόρφυρη μορφή που κυμάτιζε στο λάβαρο πάνω από την Πέτρα.
Ο Αελίτης άφησε τα μανίκια του να πέσουν με έναν αναστεναγμό. «Είναι ένα όνομα που δεν λέγεται, παρά μόνο μεταξύ των αρχηγών των φατριών και των Σοφών. Είμαστε...» Ξερόβηξε πάλι, για να καθαρίσει το λαιμό του, ανήμπορος να το πει εδώ.
«Οι Αελίτες είναι ο Λαός του Δράκοντα». Η Μουαραίν μίλησε χαμηλόφωνα, όμως ο Ματ, για πρώτη φορά απ’ όσο θυμόταν, την έβλεπε να δείχνει σημάδια κατάπληξης. «Δεν το ήξερα αυτό».
«Τότε στ’ αλήθεια έγιναν όλα», είπε ο Ματ, «ακριβώς όπως τα έλεγαν οι Προφητείες. Μπορούμε να τραβήξουμε το δρόμο μας δίχως άλλες λαχτάρες». Τώρα, η Άμερλιν δεν θα με χρειάζεται για να φυσήξω εκείνο το άτιμο το Κέρας!
«Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο;» απαίτησε να μάθει η Εγκουέν. «Δεν καταλαβαίνεις ότι οι Αποδιωγμένοι έχουν ελευθερωθεί;»
«Για να μην πούμε για το Μαύρο Άτζα», πρόσθεσε βλοσυρή η Νυνάβε. «Εδώ βρήκαμε μονάχα την Αμίκο και την Τζόγια. Έντεκα άλλες ξέφυγαν —και θα ήθελα να μάθω πώς!― και το Φως μόνο ξέρει πόσες άλλες υπάρχουν, για τις οποίες δεν ξέρουμε».
«Ναι», είπε η Ηλαίην με εξίσου σκληρό τόνο. «Δεν μπορώ να τα βάλω με Αποδιωγμένο, αλλά πάντως θέλω να αργάσω το τομάρι της Λίαντριν!»
«Φυσικά», είπε γλυκά ο Ματ. «Φυσικά». Τρελές είναι; Θέλουν να κυνηγήσουν το Μαύρο Άτζα και τους Αποδιωγμένους; «Απλώς εννοούσα ότι τα δύσκολα έγιναν. Η Πέτρα έπεσε στο Λαό του Δράκοντα, ο Ραντ έχει το Καλαντόρ και ο Σαϊ’τάν είναι νεκρός». Η ματιά της Μουαραίν ήταν τόσο σκληρή, που για μια στιγμή του φάνηκε ότι η Πέτρα κουνήθηκε.
«Κλείσε το στόμα σου, βλάκα!» είπε η Άες Σεντάι με φωνή σαν μαχαίρι. «Θέλεις να τραβήξεις την προσοχή του πάνω σου, να ονοματίσεις τον Σκοτεινό;»
«Μα είναι νεκρός!» διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. «Τον σκότωσε ο Ραντ. Είδα το πτώμα!» Τι βρώμα ήταν κι εκείνη. Δεν ήξερα ότι μπορεί κάτι να σαπίσει τόσο γρήγορα.
«Είδες “το πτώμα”», είπε η Μουαραίν στραβώνοντας το στόμα της. «Ένα ανθρώπινο πτώμα. Δεν ήταν ο Σκοτεινός, Ματ».
Αυτός κοίταξε την Εγκουέν και τις άλλες δύο· έμοιαζαν μπερδεμένες όσο κι ο ίδιος. Ο Ρούαρκ φαινόταν να σκέφτεται μια μάχη που τη νόμιζε νικηφόρα και τώρα μάθαινε πως δεν είχε δοθεί καν. «Τότε ποιος ήταν;» απαίτησε να μάθει ο Ματ. «Μουαραίν, η μνήμη μου έχει τέτοιες τρύπες που χωρά κάρο με τα άλογά του, αλλά θυμάμαι τον Μπα’άλζαμον να είναι στα όνειρά μου. Τον θυμάμαι! Που να καώ, δεν υπάρχει περίπτωση να το ξεχάσω! Και αναγνώρισα τα απομεινάρια εκείνου του προσώπου».
«Αναγνώρισες τον Μπα’άλζαμον», είπε η Μουαραίν. «Ή μάλλον τον άντρα που αποκαλούσε τον εαυτό του Μπα’άλζαμον. Ο Σκοτεινός ζει ακόμα, φυλακισμένος στο Σάγιολ Γκουλ και η Σκιά αγγίζει ακόμα το Σχήμα».
«Το Φως να μας οδηγεί και να μας φυλάει», μουρμούρισε η Ηλαίην με αχνή φωνή. «Νόμιζα... νόμιζα ότι τώρα το χειρότερο που είχαμε να ανησυχούμε ήταν οι Αποδιωγμένοι».
«Είσαι σίγουρη, Μουαραίν;» είπε η Νυνάβε. «Ο Ραντ ήταν βέβαιος -είναι βέβαιος― ότι σκότωσε τον Σκοτεινό. Εσύ μοιάζεις να λες ότι ο Μπα’άλζαμον δεν ήταν καθόλου ο Σκοτεινός. Δεν καταλαβαίνω! Πώς μπορεί να είσαι τόσο σίγουρη; Κι αν δεν ήταν ο Σκοτεινός, τότε ποιος ήταν;»
«Μπορώ να είμαι σίγουρη για τον απλούστερο λόγο, Νυνάβε. Όσο γρήγορα κι αν σάπισε, αυτό ήταν ανθρώπινο σώμα. Πιστεύεις ότι, αν σκοτωνόταν ο Σκοτεινός, θα άφηνε πίσω του ανθρώπινο κορμί; Ο άνθρωπος τον οποίο σκότωσε ο Ραντ ήταν άνθρωπος. Ίσως να ήταν ο πρώτος Αποδιωγμένος που απελευθερώθηκε, ή ίσως να μην είχε ποτέ δεσμευτεί πλήρως. Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ».
«Εγώ... ίσως να ξέρω ποιος ήταν». Η Εγκουέν έκανε μια παύση, σμίγοντας αβέβαιη τα φρύδια. «Ή, τουλάχιστον, ίσως έχω κάποιο ίχνος. Η Βέριν μου έδειξε μια σελίδα από ένα αρχαίο βιβλίο, που ανέφερε τον Μπα’άλζαμον και τον Ισαμαήλ μαζί. Ήταν σχεδόν σε Υψηλό Ρυθμό, σχεδόν ακατανόητο, όμως θυμάμαι κάτι για ένα “όνομα που κρύβεται πίσω από όνομα”. Ίσως ο Μπα’άλζαμον ήταν ο Ισαμαήλ».
«Ίσως», είπε η Μουαραίν. «Ίσως να ήταν ο Ισαμαήλ. Αλλά αν ήταν, τουλάχιστον εννιά από τους δεκατρείς είναι ακόμα ζωντανοί. Η Λανφίαρ, ο Σαμαήλ, ο Ράχβιν και... Παα! Ακόμα και το γεγονός ότι ξέρουμε πως κάποιοι απ’ αυτούς τους εννιά είναι ελεύθεροι δεν είναι το σημαντικότερο». Άπλωσε το χέρι της πάνω στον ασπρόμαυρο δίσκο που ήταν στο τραπέζι. «Τρεις σφραγίδες έχουν σπάσει. Μόνο τέσσερις αντέχουν ακόμα. Μόνο αυτές οι τέσσερις στέκουν ανάμεσα στον Σκοτεινό και τον κόσμο και, ίσως, έστω και με αυτές άθικτες, ίσως να μπορεί να αγγίξει τον κόσμο με κάποιον τρόπο. Όποια μάχη κι αν κερδίσαμε εδώ —μάχη ή αψιμαχία― πολύ απέχει από το να είναι η τελευταία».