Δάκρυα γέμισαν τις άκρες των ματιών του Πέριν. Έπρεπε να τη βοηθήσω... να τη σώσω. Έπρεπε... κάτι να είχα κάνει! Όμως, όσο ο Μυρντράαλ τον κοίταζε με το ανόφθαλμο βλέμμα του, δυσκολευόταν ακόμα και να σκεφτεί.
Ερχόμαστε, αδελφέ. Ερχόμαστε, Νεαρέ Ταύρε.
Οι λέξεις μέσα στο μυαλό του αντήχησαν στο κεφάλι του σαν καμπάνα που είχε μόλις σημάνει· οι κραδασμοί διέτρεξαν το σώμα του. Με τις λέξεις ήρθαν λύκοι, δεκάδες λύκοι, πλημμύρισαν το μυαλό του, την ίδια στιγμή που τους αντιλαμβανόταν να πλημμυρίζουν την κοιλάδα. Λύκοι των βουνών, που έφταναν ως το στήθος ενός άντρα, όλοι άσπροι και γκρίζοι, που έβγαιναν από τη νύχτα τρέχοντας, έκπληκτοι από την παρουσία των δίποδων καθώς χιμούσαν στους Στρεβλωμένους. Οι λύκοι τον γέμισαν, ώσπου στο τέλος δυσκολευόταν να θυμηθεί ότι ήταν άνθρωπος. Τα μάτια του μάζευαν το φως, άστραφταν κίτρινα. Ο Ημιάνθρωπος έπαψε να προχωρά, σαν ξαφνικά να ένιωθε διστακτικός.
«Ξέθωρε!» είπε τραχιά ο Πέριν, αλλά έπειτα του ήρθε ένα διαφορετικό όνομα, από τους λύκους. Λες και δεν έφταναν οι Τρόλοκ, οι Στρεβλωμένοι, που είχαν πλαστεί στον Πόλεμο της Σκιάς από το ανακάτεμα ανθρώπων και ζώων, αλλά αυτοί οι Μυρντράαλ... «Ουδεγέννητε!», είπε θυμωμένα ο Νεαρός Ταύρος. Με τα χείλη τραβηγμένα καθώς γρύλιζε, όρμησε στον Μυρντράαλ.
Ο Μυρντράαλ κινήθηκε σαν οχιά, σβέλτος και θανατηφόρος, με το μαύρο σπαθί του ταχύ σαν αστραπή, όμως ο άλλος ήταν ο Νεαρός Ταύρος. Έτσι τον αποκαλούσαν οι λύκοι. Νεαρό Ταύρο, με ατσάλινα κέρατα, που τα κρατούσε στα χέρια του. Ο Πέριν ήταν ένα με τους λύκους. Ήταν λύκος και κάθε λύκος θα προτιμούσε να πεθάνει εκατό φορές, αν ήταν να σκοτωθεί ένας από τους Ουδεγέννητους. Ο Ξέθωρος υποχώρησε, η γοργή λεπίδα του τώρα προσπαθούσε να αποκρούσει τα χτυπήματα του Πέριν.
Από τους τένοντες των ποδιών και το λαιμό, έτσι σκότωναν οι λύκοι. Ξαφνικά, ο Νεαρός Ταύρος ρίχτηκε στο πλάι και στηρίχτηκε στο γόνατο. Το τσεκούρι του έκοψε το γόνατο του Ημιανθρώπου από πίσω. Ο Μυρντράαλ ούρλιαξε —ένας ήχος που τρύπωνε ως το κόκαλο, που άλλοτε θα είχε κάνει τις τρίχες του Πέριν να σηκωθούν όρθιες― κι έπεσε, σταματώντας την πτώση του με το χέρι. Ο Ημιάνθρωπος —ο Ουδεγέννητος― ακόμα έσφιγγε γερά το σπαθί του, αλλά πριν μπορέσει να ξανασηκωθεί, το τσεκούρι του Νεαρού Ταύρου ξαναχτύπησε. Μισοκομμένο, το κεφάλι του Μυρντράαλ γύρισε και κρεμάστηκε στην πλάτη του· ακόμα κι έτσι, όμως, όπως στηριζόταν στο ένα χέρι, ο Ουδεγέννητος κράδαινε στα τυφλά το σπαθί του. Οι Ουδεγέννητοι πάντα αργούσαν να πεθάνουν.
Τόσο από τους λύκους όσο και από τα μάτια του, ο Νεαρός Ταύρος δεχόταν εικόνες Τρόλοκ που σψάδαζαν στο χώμα, ουρλιάζοντας, χωρίς να έχουν αγγιχτεί από λύκο ή από άνθρωπο. Πρέπει να ήταν συνδεμένοι με τον Μυρντράαλ και θα πέθαιναν μαζί του ― αν δεν τους σκότωνε κάποιος πρώτα.
Είχε μέσα του έντονη την επιθυμία να χιμήξει στην πλαγιά και να βρεθεί κοντά στα αδέλφια του, να σκοτώσουν μαζί τους Στρεβλωμένους, να κυνηγήσουν τους Ουδεγέννητους που είχαν απομείνει, αλλά ένα θαμμένο κομμάτι, που ήταν ακόμα άνθρωπος, θυμήθηκε. Λέγια.
Πέταξε κάτω το τσεκούρι του και τη γύρισε απαλά. Αίμα σκέπαζε το πρόσωπό της και τα μάτια της τον κοίταζαν, γυάλινα στο θάνατο της. Του φαινόταν πως το βλέμμα της τον κατηγορούσε. «Προσπάθησα», της είπε. «Προσπάθησα να σε σώσω». Το βλέμμα της δεν άλλαξε. «Τι άλλο να έκανα; Θα σε σκότωνε, αν δεν τον είχα σκοτώσει!»
Έλα, Νεαρέ Ταύρε. Έλα να σκοτώσεις τους Στρεβλωμένους.
Ο λύκος τον πλάκωσε, τον κατάπιε. Ο Πέριν χαμήλωσε τη Λέγια στο χώμα και έπιασε το τσεκούρι του, με τη λεπίδα που έλαμπε υγρή. Τα μάτια του άστραφταν όπως κατέβαινε τρέχοντας τη βραχώδη πλαγιά. Ήταν ο Νεαρός Ταύρος.
Εδώ κι εκεί στο λάκκωμα υπήρχαν δέντρα που καίγονταν σαν πυρσοί· ένα ψηλό πεύκο λαμπάδιασε, καθώς ο Νεαρός Ταύρος έμπαινε στη μάχη. Ο αέρας της νύχτας άστραψε από γαλάζιες ακτίνες, όμοιες με κεραυνούς, καθώς ο Λαν πάλευε με άλλο ένα Μυρντράαλ και το αρχαίο ατσάλι, που είχαν φτιάξει οι Άες Σεντάι, αντάμωνε το μαύρο ατσάλι, που είχε σφυρηλατηθεί στο Θακαν’ντάρ, στη σκιά του Σάγιολ Γκουλ. Ο Λόιαλ κράδαινε ένα πολεμικό ραβδί μακρύ σαν δοκάρι από φράχτη και το περιστρεφόμενο όπλο σχημάτιζε ένα χώρο στον οποίο κανένας Τρόλοκ δεν έμπαινε χωρίς να σωριαστεί χάμω. Οι άνθρωποι μάχονταν απελπισμένα στις σκιές που τρεμόπαιζαν, αλλά ο Νεαρός Ταύρος —ο Πέριν― πρόσεξε, με έναν αποστασιοποιημένο τρόπο, ότι ήταν πολλοί οι δίποδοι από το Σίναρ που είχαν πέσει.
Οι αδελφοί και οι αδελφές πολεμούσαν σε μικρές ομάδες των τριών και των τεσσάρων, απέφευγαν σπαθιά όμοια με δρεπάνια και τσεκούρια με καρφιά, πλησίαζαν με γοργά δόντια για να κόψουν τένοντες, ορμούσαν για να δαγκώσουν λαιμούς, όταν η λεία τους έπεφτε κάτω. Δεν υπήρχε τιμή στον τρόπο που πολεμούσαν, ούτε δόξα, ούτε έλεος. Δεν είχαν έρθει για να πολεμήσουν, αλλά για να σκοτώσουν. Ο Νεαρός Ταύρος πήγε σε μια από τις μικρές ομάδες, έχοντας για δόντια τη λεπίδα του.