Выбрать главу

Δεν σκεφτόταν πια το σύνολο της μάχης. Το μόνο που υπήρχε ήταν ο Τρόλοκ, τον οποίο ο Πέριν και οι λύκοι —τα αδέλφια― είχαν αποκόψει από τους υπόλοιπους και τον είχαν ρίξει κάτω. Έπειτα θα ερχόταν ο επόμενος και μετά άλλος και ύστερα άλλος ένας, ώσπου δεν θα απέμενε κανείς. Ένιωθε την επιθυμία να πετάξει κατά μέρος το τσεκούρι και να χρησιμοποιήσει τα δόντια του, να τρέξει στα τέσσερα, όπως και τα αδέλφια του. Να τρέξει στα περάσματα των ψηλών βουνών. Να τρέξει κι ο κρύος άνεμος να του χαϊδεύει τη γούνα. Γρύλισε μαζί με τα αδέλφια του και οι Τρόλοκ ούρλιαξαν από φόβο μπροστά στο κίτρινο βλέμμα του, πιο δυνατά απ’ όσο μπροστά στους άλλους λύκους.

Ξαφνικά, κατάλαβε πως πουθενά στο λάκκωμα δεν είχαν απομείνει Τρόλοκ όρθιοι, αν και ένιωθε τα αδέλφια του να κυνηγούν μερικούς ακόμα, που το έσκαγαν. Μια ομάδα από επτά λύκους είχε αλλιώτικη λεία, κάπου στο σκοτάδι. Ένας από τους Ουδεγέννητους έτρεχε προς το τετράποδό του με τα σκληρά πόδια —το άλογό του, όπως είπε στο Νεαρό Ταύρο ένα μακρινό μέρος του εαυτού του — και τα αδέλφια του τον ακολούθησαν, έχοντας τη μύτη γεμάτη από την οσμή του, το απόσταγμα του θανάτου. Μέσα στο κεφάλι του, ο Νεαρός Ταύρος ήταν μαζί τους, έβλεπε με τα μάτια τους. Καθώς τον πλησίαζαν, ο Ουδεγέννητος γύρισε βρίζοντας, μαυροντυμένος και με μαύρη λεπίδα, σαν να αποτελούσε κομμάτι της νύχτας. Αλλά εκεί, στη νύχτα, κυνηγούσαν οι αδελφοί και οι αδελφές του.

Ο Νεαρός Ταύρος γρύλισε καθώς πέθαινε ο πρώτος αδελφός, νιώθοντας να τον λογχίζει ο πόνος του θανάτου· όμως οι άλλοι πλησίασαν και, παρ’ όλο που μερικά αδέλφια πέθαναν, τα δυνατά σαγόνια των υπόλοιπων έριξαν τον Ουδεγέννητο στο έδαφος. Αυτός τους πολέμησε με τα δικά του δόντια, ξέσχισε λαιμούς, έκοψε με τα νύχια του, που άνοιγαν το δέρμα και τη σάρκα σαν τα σκληρά γαμψώνυχα των δίποδων, αλλά τα αδέλφια τον ξεκοίλιαζαν ακόμα και τη στιγμή που πέθαιναν. Στο τέλος, μια αδελφή σηκώθηκε από το σωρό, που ακόμα σάλευε και έκανε τρεκλίζοντας λίγο στο πλάι. Πρωινή Ομίχλη, έτσι λεγόταν, αλλά, όπως συνέβαινε με όλα τα ονόματά τους, ήταν κάτι περισσότερο: ένα παγερό πρωινό, που ο αέρας ήδη έτσουζε από τα χιόνια που έμελλε να έρθουν και η ομίχλη κυμάτιζε πυκνή στην κοιλάδα, καθώς στροβιλιζόταν με το δριμύ αγέρι, που έφερνε την υπόσχεση ενός καλού κυνηγιού. Υψώνοντας το κεφάλι, η Πρωινή Ομίχλη ούρλιαξε προς το φεγγάρι, που κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα, θρηνώντας τους νεκρούς της.

Ο Νεαρός Ταύρος έγειρε πίσω το κεφάλι του και ούρλιαξε μαζί της, θρηνώντας κι αυτός.

Όταν κατέβασε το κεφάλι, η Μιν τον κοίταζε. «Είσαι καλά, Πέριν;» τον ρώτησε διστάζοντας. Είχε μια μελανάδα στο μάγουλο και το μανίκι του πανωφοριού της ήταν μισοσχισμένο. Στο ένα χέρι κρατούσε στειλιάρι και στο άλλο μαχαίρι· αίμα και τρίχες κηλίδωναν και τα δύο.

Ο Πέριν είδε ότι όλοι τον κοίταζαν ― όσοι άντεχαν να στέκουν ακόμα όρθιοι. Ο Λόιαλ, που έγερνε κουρασμένος στο μακρύ πολεμικό ραβδί του. Σιναρανοί, που μετέφεραν τους πληγωμένους τους εκεί που ήταν η Μουαραίν, σκυμμένη πάνω από ένα δικό τους με τον Λαν όρθιο στο πλευρό της. Ακόμα και η Άες Σεντάι τον κοίταζε. Τα φλεγόμενα δέντρα, σαν πελώριοι πυρσοί, έριχναν ολόγυρα ένα τρεμουλιαστό φως. Παντού υπήρχαν σκοτωμένοι Τρόλοκ. Οι πεσμένοι Σιναρανοί ήταν περισσότεροι από τους όρθιους και τα πτώματα των αδελφών του ήταν σκορπισμένα ανάμεσά τους. Τόσο πολλά...

Ο Πέριν κατάλαβε ότι ήθελε να ουρλιάξει ξανά. Προσπάθησε ξέφρενα να αποκόψει τον εαυτό του από κάθε επαφή με τους λύκους. Κάποιες εικόνες και κάποια συναισθήματα τον κατέκλυσαν, καθώς προσπαθούσε να τα σταματήσει. Στο τέλος, όμως, δεν μπορούσε να τους νιώσει άλλο πια, να νιώσει τον πόνο τους, ούτε το θυμό τους, ούτε την επιθυμία να κυνηγήσουν τους Στρεβλωμένους, ή να τρέξουν... Τινάχτηκε. Η πληγή στη ράχη του έκαιγε σαν φωτιά και ο ξεσχισμένος ώμος του πονούσε, σαν να τον είχαν σφυρηλατήσει πάνω σε αμόνι. Τα γυμνά του πόδια, όλο γδαρσίματα και μώλωπες, έτρεμαν από τον πόνο. Παντού υπήρχε η οσμή του αίματος. Η οσμή των Τρόλοκ και του θανάτου.

«Είμαι... είμαι καλά, Μιν».

«Καλά πολέμησες, σιδερά», είπε ο Λαν. Ο Πρόμαχος ύψωσε το ακόμα ματωμένο σπαθί του πάνω από το κεφάλι του. «Γαίσαρ Μανέθερεν! Ταΐσαρ Άντορ!» Αληθινό Αίμα της Μανέθερεν. Αληθινό Αίμα του Άντορ.

Οι Σιναρανοί που ήταν ακόμα όρθιοι —πολύ λίγοι― σήκωσαν τις λεπίδες τους και τον μιμήθηκαν. «Ταΐσαρ Μανέθερεν! Ταΐσαρ Άντορ!»

Ο Λόιαλ ένευσε. «Τα’βίρεν», πρόσθεσε.