Ο Πέριν χαμήλωσε το βλέμμα του από ντροπή. Ο Λαν τον είχε σώσει από ερωτήσεις τις οποίες δεν ήθελε να απαντήσει, αλλά του είχε δώσει μια τιμή την οποία δεν άξιζε. Οι άλλοι δεν καταλάβαιναν. Αναρωτήθηκε τι θα έλεγαν, αν γνώριζαν την αλήθεια. Η Μιν πλησίασε πιο κοντά και ο Πέριν μουρμούρισε: «Η Λέγια σκοτώθηκε. Δεν μπόρεσα... λίγο ακόμα και θα την πρόφταινα».
«Δεν θα άλλαζε τίποτα», του είπε με απαλή φωνή, «Το ξέρεις». Έσκυψε να ρίξει μια ματιά στο χέρι του κι έκανε ένα μορφασμό πόνου. «Θα σου το κοιτάξει η Μουαραίν. Όσους μπορεί, τους Θεραπεύει».
Ο Πέριν ένευσε. Από τους ώμους ως τη μέση ένιωθε τη ράχη του να κολλά από το αίμα που στέγνωνε, αλλά, παρά τον πόνο, σχεδόν δεν το πρόσεχε. Φως μου, αυτή τη φορά λίγο έλειψε να μην ξαναγυρίσω. Δεν θα το αφήσω να ξαναγίνει, όχι. Ποτέ πια!
Όταν, όμως, βρισκόταν μαζί με τους λύκους, όλα ήταν πολύ διαφορετικά. Μαζί τους δεν είχε να νοιάζεται για τους ξένους, που θα τον φοβούνταν απλώς και μόνο επειδή ήταν μεγαλόσωμος. Κανένας δεν τον θεωρούσε αργόστροφο, απλώς και μόνο επειδή προσπαθούσε να φέρεται προσεκτικά στους άλλους. Οι λύκοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, ακόμα κι αν δεν είχαν συναντηθεί άλλη φορά και μαζί τους ήταν απλώς ένας ακόμα λύκος.
Όχι! Έσφιξε άθελα τα χέρια γύρω από τη λαβή του τσεκουριού του. Όχι! Τινάχτηκε όταν, ξαφνικά, μίλησε ο Μασέμα.
«Ήταν ένα σημάδι», είπε ο Σιναρανός, γυρνώντας από την άλλη για να απευθυνθεί σε όλους. Είχε αίμα στα μπράτσα και στο στήθος του —είχε πολεμήσει φορώντας το παντελόνι του και τίποτα άλλο― και βάδιζε κουτσαίνοντας, αλλά το φως στα μάτια του ήταν λαμπρό, όπως πάντα. Λαμπερότερο από άλλες φορές. «Ένα σημάδι για να επιβεβαιώσει την πίστη μας. Ακόμα και οι λύκοι ήρθαν να πολεμήσουν για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Στην Τελευταία Μάχη, ο Άρχοντας Δράκοντας θα καλέσει ακόμα και τα θηρία του δάσους για να πολεμήσουν στο πλευρό μας. Είναι ένα σημάδι, που μας λέει να προχωρήσουμε. Μόνο οι Σκοτεινόφιλοι θα αρνηθούν να έρθουν μαζί μας». Δύο Σιναρανοί ένευσαν.
«Για κλείσε το βρωμόστομά σου, Μασέμα!» είπε κοφτά ο Ούνο. Δεν φαινόταν να είχε πάθει τίποτα, αλλά βέβαια πολεμούσε τους Τρόλοκ από πριν ακόμα γεννηθεί ο Πέριν. Όμως, φαινόταν κομμένος από την κούραση· μόνο το ζωγραφισμένο μάτι στο κάλυμμα του ματιού του φαινόταν ξεκούραστο. «Θα κινήσουμε μόνο όταν μας το πει ο Άρχοντας Δράκοντας, μα τις φλόγες, ούτε στιγμή νωρίτερα! Μην το ξεχνάτε αυτό, παλιοβοσκοί!» Ο μονόφθαλμος κοίταξε τους άντρες τους οποίους περιποιούνταν η Μουαραίν, σε μια σειρά που όλο μεγάλωνε —λίγοι ήταν εκείνοι που είχαν τη δύναμη έστω να ανακαθίσουν, ακόμα κι όταν είχε τελειώσει μαζί τους― και κούνησε το κεφάλι. «Τουλάχιστον θα έχουμε μπόλικα λυκοτόμαρα για να ζεσταθούν οι τραυματίες».
«Όχι!» Οι Σιναρανοί φάνηκαν να ξαφνιάζονται από τη φλόγα στη φωνή του Πέριν. «Πολέμησαν για μας και θα τους θάψουμε με τους νεκρούς μας».
Ο Ούνο συνοφρυώθηκε κι άνοιξε το στόμα, σαν να ήθελε να διαφωνήσει, αλλά ο Πέριν τον κάρφωσε με το αταλάντευτο, κίτρινο βλέμμα του. Πρώτος ο Σιναρανός κατέβασε το βλέμμα και συμφώνησε.
Ο Πέριν ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του, νιώθοντας πάλι αμηχανία καθώς ο Ούνο έδινε διαταγές, σ’ όσους Σιναρανούς άντεχαν ακόμα, να μαζέψουν τους νεκρούς λύκους. Η Μιν τον κοίταζε με στενεμένα μάτια, όπως έκανε όταν έβλεπε πράγματα. «Πού είναι ο Ραντ;» τη ρώτησε.
«Εκεί, στο σκοτάδι», του είπε, κάνοντας με το κεφάλι νόημα πιο ψηλά στην πλαγιά, δίχως να πάρει τη ματιά της από πάνω του. «Δεν μιλάει σε κανέναν. Μόνο κάθεται εκεί και τα βάζει με όποιον τον πλησιάζει».
«Σε μένα θα μιλήσει», είπε ο Πέριν. Εκείνη τον ακολούθησε, ενώ συνεχώς διαμαρτυρόταν ότι ο Πέριν έπρεπε να περιμένει να του φροντίσει πρώτα τις πληγές η Μουαραίν. Φως μου, άραγε τι βλέπει η Μιν όταν με κοιτάζει; Δεν θέλω να μάθω.
Ο Ραντ καθόταν στο χώμα, λίγο πιο πέρα από το φως των φλεγόμενων δένδρων, με τη ράχη στον κορμό μιας καμπουριασμένης βαλανιδιάς. Ατένιζε το κενό και είχε τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το σώμα του, με τις παλάμες κάτω από το κόκκινο πανωφόρι του, σαν να ένιωθε την παγωνιά. Δεν έδειξε να προσέχει τον ερχομό τους. Η Μιν κάθισε δίπλα του, αλλά αυτός δεν κουνήθηκε, ακόμα κι όταν αυτή ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. Ακόμα κι εδώ ο Πέριν μύριζε αίμα — και όχι μόνο το δικό του.
«Ραντ», άρχισε να λέει ο Πέριν, αλλά ο Ραντ τον έκοψε.
«Ξέρεις τι έκανα όσο κρατούσε η μάχη;» Ατενίζοντας ακόμα τον ορίζοντα, ο Ραντ μίλησε προς τη νύχτα. «Τίποτα! Τίποτα χρήσιμο. Στην αρχή, όταν ανοίχτηκα στην Αληθινή Πηγή δεν μπορούσα να την αγγίξω, δεν μπορούσα να την πιάσω. Όλο μου γλιστρούσε και ξέφευγε. Μετά, όταν επιτέλους την έπιασα, θα τους έκαιγα όλους, θα έκαιγα όλους τους Τρόλοκ και τους Ξέθωρους. Και το μόνο που μπόρεσα να κάνω, ήταν να πυρπολήσω μερικά δέντρα». Σείστηκε από ένα βουβό γέλιο και ύστερα σταμάτησε με μια γκριμάτσα οδύνης. «Το σαϊντίν με γέμισε, ώσπου σκέφτηκα πως θα ανατιναζόμουν, σαν πυροτέχνημα. Κάπου έπρεπε να το διαβιβάσω, να το ξεφορτωθώ πριν με κάψει και μου ήρθε η σκέψη να σωριάσω κάτω το βουνό και να θάψω τους Τρόλοκ. Παραλίγο να το δοκίμαζα. Αυτός ήταν ο δικός μου αγώνας. Όχι ενάντια στους Τρόλοκ. Ενάντια στον εαυτό μου. Για να με εμποδίσω και να μη μας θάψω όλους κάτω από το βουνό».