Η Μιν κοίταξε με πόνο τον Πέριν, σαν να του ζητούσε βοήθεια.
«Τους... τακτοποιήσαμε, Ραντ», είπε ο Πέριν. Ανατρίχιασε καθώς σκεφτόταν όλους τους τραυματίες εκεί κάτω. Και τους νεκρούς. Καλύτερα αυτό, παρά να μας πλακώσει το βουνό. «Δεν σε χρειαστήκαμε».
Το κεφάλι του Ραντ έπεσε πίσω, στον κορμό του δέντρου και τα μάτια του έκλεισαν. «Τους ένιωσα να έρχονται», είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Δεν ήξερα όμως τι ήταν. Δίνουν μια αίσθηση σαν το μίασμα στο σαϊντίν. Και το σαϊντίν είναι πάντοτε εκεί, με καλεί, μου τραγουδά. Όταν κατάλαβα τη διαφορά, ο Λαν ήδη φώναζε για να μας προειδοποιήσει. Αν μπορούσα να το ελέγξω, θα έδινα προειδοποίηση πριν καν μας πλησιάσουν. Αλλά, συνήθως, όταν καταφέρνω και αγγίζω το σαϊντίν, δεν ξέρω καν τι κάνω. Η ροή του με παρασύρει. Όμως, θα μπορούσα να δώσω μια προειδοποίηση».
Ο Πέριν σάλεψε αμήχανα τα μωλωπισμένα πόδια του. «Είχαμε αρκετή προειδοποίηση». Ήξερε ότι ο τόνος του έδειχνε σαν να προσπαθούσε να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό. Κι εγώ Θα μπορούσα να προειδοποιήσω τους άλλους, αν είχα μιλήσει με τους λύκους. Ήξεραν ότι στα βουνά υπήρχαν Τρόλοκ και Ξέθωροι. Προσπαθούσαν να μου το πουν. Αλλά αναρωτήθηκε: Αν δεν έδιωχνε τους λύκους από το μυαλό του, μήπως τώρα θα έτρεχε μαζί τους; Ήταν ένας άνθρωπος, κάποιος Ιλάυας Ματσίρα, που επίσης ήξερε να μιλά στους λύκους. Ο Ιλάυας όλη την ώρα έτρεχε με τους λύκους, αλλά, απ’ ό,τι φαινόταν, δεν ξεχνούσε πως ήταν άνθρωπος. Εντούτοις, δεν είχε πει ποτέ στον Πέριν πώς το έκανε αυτό και ο Πέριν είχε πολύ καιρό να τον δει.
Ο ήχος από μπότες, που έτριζαν πάνω στις πέτρες, ανακοίνωσε την άφιξη δύο ατόμων και ένα στροβίλισμα του ανέμου έφερε τις οσμές τους στον Πέριν. Πρόσεξε να μην πει ονόματα, όμως, παρά μόνο όταν ο Λαν και η Μουαραίν βρέθηκαν αρκετά κοντά για να τους διακρίνουν ακόμα και φυσιολογικά μάτια.
Ο Πρόμαχος είχε το χέρι κάτω από το μπράτσο της Άες Σεντάι, σαν να προσπαθούσε να τη στηρίξει, χωρίς εκείνη να το καταλάβει. Η Μουαραίν είχε καταβεβλημένο βλέμμα και στο ένα χέρι κρατούσε ένα μικρό, φιλντισένιο αγαλματίδιο που παρίστανε μια γυναίκα, μαυρισμένο από τα χρόνια. Ο Πέριν ήξερε ότι ήταν ένα ανγκριάλ, ένα απομεινάρι από την Εποχή των Θρύλων, το οποίο επέτρεπε σε μια Άες Σεντάι να διαβιβάσει με ασφάλεια περισσότερη Δύναμη απ’ όσο θα μπορούσε μόνη της. Το γεγονός ότι το χρησιμοποιούσε για να Θεραπεύσει, φανέρωνε την κούρασή της.
Η Μιν σηκώθηκε όρθια για να βοηθήσει τη Μουαραίν, αλλά η Λες Σεντάι της έκανε νόημα να παραμερίσει. «Όλους τους άλλους τους φρόντισα», είπε στη Μιν. «Όταν τελειώσω από δω, θα αναπαυθώ». Απομάκρυνε και τον Λαν επίσης και πήρε μια έκφραση αυτοσυγκέντρωσης, καθώς άγγιζε με το δροσερό χέρι της πρώτα τον ματωμένο ώμο του Πέριν κι έπειτα την πληγή στην πλάτη του. Το άγγιγμά της έκανε το δέρμα του να μυρμηγκιάσει. «Δεν είναι πολύ άσχημα», του είπε. «Ο ώμος σου είναι αρκετά χτυπημένος, αλλά τα κοψίματα δεν είναι βαθιά. Ετοιμάσου. Δεν θα πονέσεις, αλλά...»
Ποτέ δεν ένιωθε άνετα όταν ήταν κοντά σε κάποια που ήξερε ότι χειριζόταν τη Μία Δύναμη, πόσο μάλλον όταν αυτό αφορούσε τον ίδιο. Όμως, κάτι τέτοιο είχε συμβεί μια-δυο φορές και πίστευε πως ήξερε πάνω-κάτω τι ήταν αυτή η διαβίβαση, αλλά εκείνες οι Θεραπείες ήταν κάτι πιο ασήμαντο· η Μουαραίν τις είχε κάνει για να τον απαλλάξει από την εξάντληση, επειδή τον χρειαζόταν ξεκούραστο. Δεν είχαν καμία σχέση με αυτό.
Ξαφνικά, το βλέμμα της Άες Σεντάι φάνηκε να βρίσκεται μέσα του, να διαπερνά το σώμα του. Άφησε μια κοφτή κραυγή και παραλίγο να ρίξει κάτω το τσεκούρι. Ένιωθε ένα ρίγος στη ράχη του ― μύες που σπαρταρούσαν, καθώς πλέκονταν κι ενώνονταν ξανά. Ο ώμος του αφέθηκε σε ανεξέλεγκτους σπασμούς κι όλα θόλωσαν. Το κρύο τρύπωσε ως το μεδούλι του και ύστερα ακόμα πιο βαθιά. Είχε την εντύπωση πως έπεφτε, πως πετούσε· δεν καταλάβαινε τι από τα δύο, αλλά ένιωθε σαν να χιμούσε —κάπου, με κάποιον τρόπο — με μεγάλη ταχύτητα, για πάντα. Έπειτα από μια αιωνιότητα, ο κόσμος καθάρισε ξανά. Η Μουαραίν έκανε προς τα πίσω, σχεδόν σκοντάφτοντας κι ο Λαν την έπιασε από το μπράτσο.
Ο Πέριν, χάσκοντας, κοίταξε τον ώμο του. Τα κοψίματα και οι μελανάδες είχαν εξαφανιστεί· δεν είχε μείνει ούτε μια σουβλιά. Τεντώθηκε με προσοχή, αλλά είχε χαθεί επίσης και ο πόνος στην πλάτη του. Και τα πόδια του, επίσης, δεν τον πονούσαν πια· δεν χρειαζόταν να κοιτάξει για να καταλάβει ότι οι μώλωπες και τα γδαρσίματα είχαν χαθεί κι αυτά. Το στομάχι του γουργούρισε δυνατά.