«Κοίτα να συνέρθεις, βοσκέ», είπε τραχιά ο Λαν. «Ολόκληρος ο κόσμος κρέμεται από σένα. Θυμήσου ότι είσαι άντρας και κάνε αυτό που πρέπει να γίνει».
Ο Ραντ κοίταξε τον Πρόμαχο και, κατά παράξενο τρόπο, όλη η πίκρα είχε χαθεί. «Θα πολεμήσω όσο καλύτερα μπορώ», είπε. «Επειδή δεν υπάρχει κανένας άλλος και επειδή πρέπει να γίνει. Το καθήκον είναι δικό μου. Θα πολεμήσω, αλλά δεν είμαι αναγκασμένος να μου αρέσει αυτό που έγινα». Έκλεισε τα μάτια, σαν να αποκοιμιόταν. «Θα πολεμήσω. Όνειρα...»
Ο Λαν τον περιεργάστηκε για μια στιγμή και ύστερα ένευσε. Σήκωσε το κεφάλι, για να κοιτάξει πάνω από τη Μουαραίν τον Πέριν και τη Μιν. «Πηγαίνετέ τον στο κρεβάτι του και προσπαθήστε να κοιμηθείτε λιγάκι κι εσείς. Πρέπει να καταστρώσουμε τα σχέδιά μας και μόνο το Φως ξέρει τι θα γίνει από δω και πέρα».
6
Το Κυνήγι Αρχίζει
Ο Πέριν δεν περίμενε πως θα κοιμόταν, αλλά το στομάχι του, από τη μια, που ήταν γεμάτο κρύα σούπα —η σθεναρή απόφασή του να φάει μόνο ρίζες είχε κρατήσει μόνο μέχρι τη στιγμή που είχε μυρίσει τα απομεινάρια της σούπας― και η κούραση, από την άλλη, που έκανε τα κόκαλά του να πονούν, τον έριξαν τελικά στο κρεβάτι. Αν ονειρεύτηκε, δεν το θυμόταν. Ξύπνησε νιώθοντας τον Λαν να τον τραντάζει από τους ώμους, ενώ η αυγή, που έμπαινε από την ανοιχτή πόρτα, μετέτρεπε τον Πρόμαχο σε σκιά στεφανωμένη με φως.
«Ο Ραντ εξαφανίστηκε», ήταν το μόνο που είπε ο Λαν πριν φύγει τρέχοντας, αλλά δεν χρειαζόταν να πει κάτι άλλο.
Ο Πέριν ανάγκασε τον εαυτό του να σηκωθεί ενώ χασμουριόταν και ντύθηκε γοργά μέσα στο πρωινό αγιάζι. Έξω φαίνονταν μόνο κάποιοι Σιναρανοί, που με τα άλογα έσερναν πτώματα Τρόλοκ στο δάσος και οι πιο πολλοί έδειχναν, με τις κινήσεις τους, ότι θα έπρεπε κανονικά να είναι στο κρεβάτι άρρωστοι. Το σώμα ήθελε χρόνο για να αναπληρώσει την ενέργεια που χρειαζόταν η Θεραπεία.
Το στομάχι του Πέριν διαμαρτυρήθηκε και η μύτη του δοκίμασε την αύρα, ελπίζοντας ότι κάποιος θα είχε αρχίσει να μαγειρεύει. Τώρα ήταν έτοιμος να φάει εκείνες τις ρίζες που έμοιαζαν με γογγύλια, ακόμα και ωμές, αν χρειαζόταν. Το μόνο που υπήρχε ήταν η δυσωδία από το σφαγμένο Μυρντράαλ, οι οσμές των νεκρών Τρόλοκ και των ανθρώπων, νεκρών και ζωντανών, οι μυρωδιές των αλόγων και των δέντρων. Και των νεκρών λύκων.
Η καλύβα της Μουαραίν, ψηλά στην άλλη πλευρά της κοιλάδας, έμοιαζε να είναι το επίκεντρο κάθε δραστηριότητας. Η Μιν χώθηκε μέσα βιαστικά και λίγες στιγμές αργότερα βγήκε ο Μασέμα και ύστερα ο Ούνο. Ο μονόφθαλμος χάθηκε τροχάδην στα δέντρα, με κατεύθυνση το απόκρημνο τείχος που σχημάτιζαν τα βράχια πιο πέρα από την καλύβα, ενώ ο άλλος Σιναρανός κατέβηκε κουτασαίνοντας την πλαγιά.
Ο Πέριν κίνησε προς την καλύβα. Καθώς διέσχισε το ρηχό ποταμάκι πλατσουρίζοντας, αντάμωσε τον Μασέμα. Το πρόσωπό του είχε μια σκληρή έκφραση, η ουλή στο μάγουλό του πρόβαλλε έντονη και τα μάτια του ήταν ακόμα πιο βυθισμένα στις κόγχες τους απ’ ό,τι συνήθως. Στα μισά του ρυακιού, σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι και έπιασε τον Πέριν από το μανίκι του πανωφοριού.
«Είσαι χωριανός του», είπε βραχνά ο Μασέμα. «Πρέπει να ξέρεις. Γιατί μας εγκατέλειψε ο Άρχοντας Δράκοντας; Τι αμαρτία κάναμε;»
«Αμαρτία; Τι λες τώρα; Όπου κι αν πήγε ο Ραντ, αυτό δεν έχει σχέση με το τι έκανες και τι δεν έκανες». Η απάντηση δεν έδειξε να ικανοποιεί τον Μασέμα· συνέχισε να σφίγγει το μανίκι του Πέριν, ατενίζοντας το πρόσωπό του σαν να υπήρχαν εκεί απαντήσεις. Μέσα στην αριστερή μπότα του Πέριν άρχισε να μπαίνει παγωμένο νερό. «Μασέμα», είπε διαλέγοντας προσεχτικά τα λόγια του, «ό,τι κι αν έκανε ο Άρχοντας Δράκοντας, έγινε σύμφωνα με το σχέδιό του. Ο Άρχοντας Δράκοντας δεν θα μας εγκατέλειπε». Άραγε, όμως, είναι αλήθεια αυτό; Αν ήμουν στη θέση του, θα το έκανα;
Ο Μασέμα ένευσε αργά. «Ναι. Ναι, το καταλαβαίνω τώρα. Πήγε μόνος του να διαδώσει το νέο της άφιξης του. Πρέπει κι εμείς να το διαδώσουμε. Ναι». Συνέχισε το δρόμο του πέρα από το ποταμάκι, κουτσαίνοντας και μονολογώντας χαμηλόφωνα.
Ο Πέριν, με το πόδι του να πλατσουρίζει μέσα στην μπότα, ανέβηκε στην καλύβα της Μουαραίν και χτύπησε την πόρτα. Δεν πήρε απάντηση. Δίστασε μια στιγμή και ύστερα μπήκε μέσα.
Το μπροστινό δωμάτιο, όπου κοιμόταν ο Λαν, ήταν απλό και λιτό, σαν την καλύβα που είχε και ο Πέριν υπήρχε ένα πρόχειρο κρεβάτι χτισμένο σ’ έναν τοίχο, μερικά κρεμαστάρια για τα πράγματά του και ένα και μοναδικό ράφι. Δεν έμπαινε πολύ φως από την ανοιχτή πόρτα και ο μόνος άλλος φωτισμός ερχόταν από αυτοσχέδια φανάρια στο ράφι ― μυτερές σχίζες από ελαιώδες ξύλο, σφηνωμένες μέσα στις χαραμάδες των βράχων. Έβγαζαν λεπτές τολύπες καπνού, που σχημάτιζαν ένα στρώμα ομίχλης κάτω από το ταβάνι. Ο Πέριν σούφρωσε τη μύτη όταν ένιωσε τη μυρωδιά τους.