Выбрать главу

Η χαμηλή οροφή βρισκόταν λίγο πιο πάνω από το κεφάλι του. Το κεφάλι του Λόιαλ την άγγιζε, ακόμα και καθισμένος, όπως ήταν τώρα, στη μια άκρη του κρεβατιού του Λαν, ανασηκώνοντας τα γόνατα για να πιάνει λιγότερο χώρο. Τα τριχωτά αυτιά του Ογκιρανού τινάζονταν ανήσυχα. Η Μιν καθόταν σταυροπόδι στο χωμάτινο δάπεδο πλάι στην πόρτα που άνοιγε στο δωμάτιο της Μουαραίν, ενώ η Άες Σεντάι βημάτιζε μπρος-πίσω, βυθισμένη στις σκέψεις της ― σκοτεινές σκέψεις, απ’ ό,τι φαινόταν. Είχε στη διάθεσή της μόνο τρία βήματα μπρος και άλλα τόσα πίσω, αλλά αξιοποιούσε με ορμή και τον τελευταίο πόντο αυτού του χώρου, ενώ η γαλήνη που φαινόταν στο πρόσωπό της ερχόταν σε αντίθεση με τη σβελτάδα του βηματισμού της.

«Μου φαίνεται ότι ο Μασέμα τρελαίνεται», είπε ο Πέριν.

Η Μιν ξεφύσησε. «Έτσι όπως είναι, καταλαβαίνεις τη διαφορά;»

Η Μουαραίν στράφηκε καταπάνω του, με τα χείλη σφιγμένα. Η φωνή της ήταν απαλή. Τρομερά απαλή. «Ο Μασέμα είναι το πιο σημαντικό πράγμα στο μυαλό σου σήμερα το πρωί, Πέριν Αϋμπάρα;»

«Όχι. Θα ήθελα να μάθω τι ώρα έφυγε ο Ραντ και γιατί. Τον είδε κανείς να φεύγει; Ξέρει κανένας πού πήγε;» Ανάγκασε τον εαυτό του να την κοιτάξει κι αυτός με βλέμμα εξίσου γαλήνιο και σταθερό. Δεν ήταν εύκολο. Στεκόταν πανύψηλος μπροστά της, μα αυτή ήταν μια Άες Σεντάι. «Δική σου δουλειά είναι αυτή, Μουαραίν; Του έσφιξες τα λουριά τόσο, που στο τέλος αδημονούσε να βρεθεί οπουδήποτε αλλού, να κάνει ό,τι να ’ναι, αρκεί να μην κάθεται άπραγος;» Τα αυτιά του Λόιαλ κοκάλωσαν και το χέρι του, με τα χοντρά δάχτυλα, έκανε στα κρυφά μια προειδοποιητική χειρονομία προς τον Πέριν.

Η Μουαραίν περιεργάστηκε τον Πέριν με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και ο Πέριν μόλις που κατάφερε να μη χαμηλώσει το βλέμμα. «Αυτό δεν είναι δικό μου έργο», του είπε. «Έφυγε κάποια στιγμή τη νύχτα. Πότε, πώς και γιατί, αυτά ακόμα ελπίζω να τα μάθω».

Οι ώμοι του Λόιαλ ανασηκώθηκαν και άφησε έναν ήρεμο αναστεναγμό ανακούφισης. Ήρεμο για Ογκιρανό, επειδή ήχησε σαν ατμός που ξεπηδούσε από ερυθροπυρωμένο σίδερο στο νερό. «Ποτέ μη θυμώνεις μια Άες Σεντάι», είπε με έναν ψίθυρο που προφανώς δεν απευθυνόταν στους άλλους, μα όλοι τον άκουσαν. «“Καλύτερα να αγκαλιάσεις τον ήλιο, παρά να θυμώσεις μια Άες Σεντάι”».

Η Μιν ύψωσε το χέρι, όσο χρειαζόταν για να δώσει στον Πέριν ένα διπλωμένο χαρτί. «Ο Λόιαλ πήγε να τον δει αφότου τον βάλαμε στο κρεβάτι χθες το βράδυ και ο Ραντ ζήτησε μια πένα, ένα κομμάτι χαρτί και μελάνι».

Τα αυτιά του Ογκιρανού τινάχτηκαν· συνοφρυώθηκε ανήσυχος, μέχρι που τα μακριά φρύδια του κρεμάστηκαν πάνω από τα μάγουλά του. «Δεν ήξερα τι σχεδίαζε. Δεν ήξερα».

«Το γνωρίζουμε αυτό», είπε η Μιν. «Κανένας δεν σε κατηγόρησε για κάτι, Λόιαλ».

Η Μουαραίν κοίταξε το χαρτί συνοφρυωμένη, αλλά δεν εμπόδισε τον Πέριν να το διαβάσει. Ο γραφικός χαρακτήρας του Ραντ ήταν εύκολα αναγνωρίσιμος.

Αυτό που κάνω, το κάνω επειδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Με κυνηγά ξανά και αυτή τη φορά ο ένας από τους δυο μας πρέπει να πεθάνει, έτσι νομίζω. Δεν υπάρχει λόγος να πεθάνουν και όσοι είναι γύρω μου. Ήδη είναι πολλοί αυτοί που πέθαναν για μένα. Ούτε κι εγώ θέλω να πεθάνω και θα προσπαθήσω να μη γίνει αυτό. Υπάρχουν ψέματα στα όνειρα και θάνατος, αλλά τα όνειρα κρύβουν επίσης και αλήθειες.

Αυτά ήταν όλα, δεν υπήρχε υπογραφή. Ο Πέριν δεν είχε ανάγκη να αναρωτηθεί σε ποιον αναφερόταν ο Ραντ. Για τον Ραντ, για όλους τους, δεν μπορούσε να υπάρχει παρά μονάχα ένας. Ο Μπα’άλζαμον.

«Το σφήνωσε κάτω από την πόρτα, εκεί πέρα», είπε η Μιν με πνιχτή φωνή. «Πήρε κάτι παλιά ρούχα, τα οποία είχαν απλώσει έξω να στεγνώσουν οι Σιναρανοί, καθώς και ένα άλογο. Απ’ ό,τι ξέρουμε, δεν πήρε τίποτα άλλο, παρά μόνο λίγα τρόφιμα. Κανένας φρουρός δεν τον είδε να φεύγει και χθες βράδυ θα είχαν δει ακόμα και ποντίκι να σέρνεται».

«Και θα είχε βγει τίποτα, αν τον είχαν δει;» είπε γαλήνια η Μουαραίν. «Θα είχε σταματήσει κανένας τους τον Άρχοντα Δράκοντα, θα τον είχαν καν ρωτήσει πού πάει; Κάποιοι απ’ αυτούς —ο Μασέμα, για παράδειγμα― θα έκοβαν το λαιμό τους, αν τους το έλεγε ο Άρχοντας Δράκοντας».

Ήταν η σειρά του Πέριν να την κοιτάξει εξεταστικά. «Περίμενες τίποτα άλλο; Ορκίστηκαν να τον ακολουθούν. Μα το Φως, Μουαραίν, δεν θα είχε ονομάσει τον εαυτό του Δράκοντα, αν δεν ήσουν εσύ. Τι περίμενες απ’ αυτούς;» Εκείνη δεν μίλησε και ο Πέριν συνέχισε, μιλώντας πιο ήρεμα. «Εσύ το πιστεύεις, Μουαραίν; Ότι είναι στα αλήθεια ο Αναγεννημένος Δράκοντας; Ή απλώς νομίζεις ότι είναι κάποιος για να τον εκμεταλλευτείς, μέχρι να τον σκοτώσει ή να τον τρελάνει η Μία Δύναμη;»

«Ηρέμησε, Πέριν», είπε ο Λόιαλ. «Μην αρπάζεσαι έτσι».