«Εκείνοι που μπορούν να διαβάσουν τη Μία Δύναμη», είπε ήσυχα η Μουαραίν, «εκείνοι που είναι ιδιαίτερα δυνατοί στο Πνεύμα, μερικές φορές μπορούν να επιβάλουν τα όνειρά τους στους άλλους». Συνέχιζε να παρηγορεί τη Μιν. «Ειδικά όσους είναι ευεπηρέαστοι. Δεν πιστεύω πως ο Ραντ το έκανε σκοπίμως, αλλά τα όνειρα εκείνων που αγγίζουν τη Μία Δύναμη μπορεί να είναι πολύ ισχυρά. Για κάποιον δυνατό, όσο ο Ραντ, θα μπορούσαν να καταλάβουν ένα ολόκληρο χωριό, ή ίσως ακόμα και μια πόλη. Λίγα γνωρίζει γι’ αυτά που κάνει και ακόμα λιγότερα για το πώς να τα ελέγξει».
«Γιατί τότε δεν τα είδες κι εσύ;» απαίτησε να μάθει ο Πέριν. «Ή ο Λαν;» Ο Ούνο κοίταζε ευθεία μπροστά του, δείχνοντας ότι θα προτιμούσε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού, ενώ τα αυτιά του Λόιαλ ήταν κρεμασμένα. Ο Πέριν ήταν τόσο κουρασμένος και πεινασμένος, που δεν τον ένοιαζε αν έδειχνε τον αρμόζοντα σεβασμό προς την Άες Σεντάι. Και κατάλαβε ότι ήταν και πολύ θυμωμένος. «Γιατί;»
Η Μουαραίν του αποκρίθηκε γαλήνια. «Οι Άες Σεντάι μαθαίνουν να θωρακίζουν τα όνειρά τους. Το κάνω δίχως να χρειαστεί να το σκεφτώ όταν κοιμάμαι. Οι Πρόμαχοι αποκτούν κάτι παρόμοιο με τη δέσμευση. Οι Γκαϊντίν δεν θα κατάφερναν να κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν, αν η Σκιά μπορούσε να χωθεί στα όνειρά τους. Είμαστε όλοι ευάλωτοι όταν κοιμόμαστε και τις νύχτες η Σκιά είναι ισχυρή».
«Όλο καινούρια πράγματα μας λες», μούγκρισε ο Πέριν. «Δεν μπορείς μια φορά στις τόσες να λες τι μας περιμένει, αντί να το εξηγείς αφού συμβεί;» Ο Ούνο έμοιαζε να ψάχνει πρόφαση για να φύγει.
Η Μουαραίν κοίταξε ανέκφραστη τον Πέριν. «Θέλεις να μοιραστώ μαζί σου τις γνώσεις ολόκληρης ζωής μέσα σε ένα απόγευμα; Ή, έστω, σε ένα χρόνο; Ένα έχω να σου πω. Πρόσεχε τα όνειρα, Πέριν Αϋμπάρα. Πρόσεχε πολύ τα όνειρα».
Εκείνος τράβηξε το βλέμμα του αλλού. «Προσέχω», μουρμούρισε. «Προσέχω».
Ύστερα έπεσε σιωπή και κανένας δεν έλεγε να τη σπάσει. Η Μιν καθόταν και κοίταζε τους σταυρωμένους αστραγάλους της, αλλά έμοιαζε να νιώθει παρηγοριά από την παρουσία της Μουαραίν. Ο Ούνο στεκόταν στον τοίχο, χωρίς να κοιτάζει κανέναν. Ο Λόιαλ αφαιρέθηκε, τόσο που έβγαλε ένα βιβλίο από την τσέπη του πανωφοριού του και προσπάθησε να διαβάσει στο αμυδρό φως. Η αναμονή ήταν μακρά και για τον Πέριν ανυπόφορη. Αυτό που φοβάμαι στα όνειρά μου δεν είναι η Σκιά. Είναι οι λύκοι. Δεν θα τους αφήσω να μπουν. Δεν θα τους αφήσω!
Ο Λαν επέστρεψε και η Μουαραίν όρθωσε το σώμα με προσμονή. Ο Πρόμαχος απάντησε στην ερώτηση που φαινόταν στα μάτια της. «Οι μισοί θυμούνται ότι ονειρεύονταν σπαθιά τις τέσσερις τελευταίες νύχτες. Κάποιοι θυμούνται ένα μέρος με ψηλές κολώνες και πέντε λένε ότι το σπαθί ήταν κρυστάλλινο, ή γυάλινο. Ο Μασέμα λέει ότι χθες το βράδυ είδε τον Ραντ να το κρατά».
«Από αυτόν, το περίμενα», είπε η Μουαραίν. Έτριψε με δύναμη τα χέρια της· ξαφνικά, φαινόταν να έχει ζωντανέψει. «Τώρα είμαι σίγουρη. Ακόμα, όμως, εύχομαι να ήξερα πώς έφυγε από δω χωρίς να τον δει κανείς. Αν ανακάλυψε κάποιο Ταλέντο από την Εποχή των Θρύλων...»
Ο Λαν κοίταξε τον Ούνο και ο μονόφθαλμος σήκωσε τους ώμους ταραγμένος. «Μα τις φλόγες, το ξέχασα με όλες αυτές τις συζητήσεις για τα καμένα τα —» Ξεροκατάπιε και έριξε μια ματιά στη Μουαραίν. Εκείνη τον κοίταξε περιμένοντας κι αυτός συνέχισε: «Θέλω να πω... ε... να, ακολούθησα τα αχνάρια του Άρχοντα Δράκοντα. Τώρα υπάρχει κι άλλος δρόμος για να μπεις σε εκείνη την κλειστή κοιλάδα. Ο... ο σεισμός γκρέμισε την απέναντι πλευρά. Δύσκολα τη σκαρφαλώνει κανείς, αλλά μπορείς να ανεβάσεις άλογο από κει. Βρήκα κι άλλα ίχνη στην κορυφή και από κει υπάρχει ένας βατός δρόμος, που βγάζει πίσω από το βουνό». Άφησε μια βαθιά ανάσα όταν τα είπε.
«Ωραία», είπε η Μουαραίν. «Τουλάχιστον, δεν ξαναβρήκε πώς να πετάει, ή πώς να γίνεται αόρατος, ή κάτι άλλο από τους θρύλους. Πρέπει να τον ακολουθήσουμε, δίχως χρονοτριβή. Ούνο, θα σου δώσω αρκετό χρυσάφι για να μπορέσεις μαζί με τους άλλους να φτάσετε ως την Τζεχάνα, καθώς και το όνομα κάποιου εκεί, που θα φροντίσει να πάρετε κι άλλο. Οι Γκεαλντανοί δεν πολυσυμπαθούν τους ξένους, αλλά αν καθίσετε ήσυχα, μάλλον δεν θα σας ενοχλήσουν. Περιμένετε εκεί, μέχρι να σας στείλω μήνυμα».
«Αλλά εμείς θα έρθουμε μαζί σου», διαμαρτυρήθηκε αυτός. «Όλοι ορκιστήκαμε να ακολουθήσουμε τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Δεν καταλαβαίνω πώς μια χούφτα άνθρωποι θα πάρουμε ένα άπαρτο οχυρό, αλλά με τη βοήθεια του Άρχοντα Δράκοντα θα κάνουμε αυτό που πρέπει».