«Άρα, τώρα γίναμε ο “Λαός του Δράκοντα”». Ο Πέριν γέλασε άψυχα. «“Η Πέτρα του Δακρύου δεν θα πέσει, παρά μόνο όταν έρθει ο Λαός του Δράκοντα”. Μας έδωσες καινούριο όνομα, Μουαραίν;»
«Πρόσεχε τα λόγια σου, σιδερά», μούγκρισε ο Λαν, πάγος και βράχος μαζί.
Η Μουαραίν τους αγριοκοίταξε και τους δύο κι εκείνοι έκλεισαν το στόμα τους. «Συγχώρεσέ με, Ούνο», είπε, «αλλά πρέπει να ταξιδέψουμε γοργά, αν θέλουμε να τον προφτάσουμε. Είσαι ο μόνος Σιναρανός που θα αντέξει ένα σκληρό ταξίδι με τα άλογα και δεν μπορούμε να κάτσουμε μέρες, μέχρι να ξαναβρούν οι άλλοι τη δύναμή τους. Θα σου στείλω μήνυμα όταν μπορέσω».
Ο Ούνο στραβομουτσούνιασε, αλλά υποκλίθηκε συγκατανεύοντας. Όταν εκείνη του έκανε νόημα ότι μπορούσε να φύγει, ίσιωσε τους ώμους του και βγήκε για να το πει στους άλλους.
«Εγώ, πάντως, θα έρθω μαζί σας και λέγε ό,τι θες», είπε κατηγορηματικά η Μιν.
«Εσύ θα πας στην Ταρ Βάλον», της είπε η Μουαραίν.
«Δεν υπάρχει περίπτωση!»
Η Άες Σεντάι συνέχισε ήρεμα, σαν να μην είχε μιλήσει η άλλη. «Η Έδρα της Άμερλιν πρέπει να μάθει τι συνέβη και δεν ξέρω αν θα βρω κάποιον αξιόπιστο, που να έχει ταχυδρομικά περιστέρια. Ή, ακόμα, αν η Άμερλιν δει το μήνυμα που θα στείλω με περιστέρι. Το ταξίδι είναι μακρύ και δύσκολο. Δεν θα σε έστελνα μόνη αν είχα να στείλω κάποιον παρέα σου, αλλά θα φροντίσω να έχεις χρήματα και γράμματα για ανθρώπους που ίσως σε βοηθήσουν να συνεχίσεις το δρόμο σου. Πρέπει, όμως, να κάνεις γρήγορα. Όταν κουραστεί το άλογό σου, αγόρασε άλλο —ή κλέψε, αν χρειαστεί― αλλά κάνε γρήγορα».
«Ας πάει ο Ούνο το μήνυμά σου. Είναι ξεκούραστος· εσύ το είπες. Εγώ θα ψάξω για τον Ραντ».
«Ο Ούνο έχει τα δικά του καθήκοντα, Μιν. Επίσης, νομίζεις ότι ένας άντρας μπορεί, έτσι απλά, να πάει στις πύλες του Λευκού Πύργου και να απαιτήσει ακρόαση από την Έδρα της Άμερλιν; Ακόμα κι αν ήταν βασιλιάς, θα τον ανάγκαζαν να περιμένει μέρες, αν πήγαινε απρόσκλητος και φοβάμαι ότι ένα Σιναρανό θα τον άφηναν να περιμένει για βδομάδες, αν όχι για πάντα. Για να μην αναφέρω ότι κάτι τόσο ασυνήθιστο θα μαθευόταν αμέσως σε όλη την Ταρ Βάλον πριν δύσει ο ήλιος. Ελάχιστες γυναίκες ζητούν ακρόαση από την ίδια την Αμερλιν, αλλά είναι κάτι που συμβαίνει και δεν θα προκαλέσει ιδιαίτερα σχόλια. Κανένας δεν πρέπει να μάθει τίποτα, ακόμα και ότι η Άμερλιν έλαβε μήνυμα από μένα. Απ’ αυτό κρέμεται η ζωή της ― και η δική μας. Εσύ πρέπει να πας».
Η Μιν στάθηκε εκεί ανοιγοκλείνοντας το στόμα, προφανώς ψάχνοντας να βρει κάποιο άλλο επιχείρημα, αλλά η Μουαραίν είχε ήδη προχωρήσει αλλού. «Λαν, πολύ φοβάμαι πως θα βρούμε περισσότερες ενδείξεις της πορείας του απ’ όσες θα ήθελα, αλλά θα βασιστώ στις ικανότητες σου στην ιχνηλασία». Ο Πρόμαχος ένευσε. «Πέριν; Λόιαλ; Θα έρθετε μαζί μου να βρούμε τον Ραντ;» Η Μιν, από κει που καθόταν ακουμπισμένη στον τοίχο, στρίγκλισε αγανακτισμένα, αλλά η Λες Σεντάι δεν της έδωσε σημασία.
«Θα έρθω», έσπευσε να πει ο Λόιαλ. «Ο Ραντ είναι φίλος μου. Το παραδέχομαι: δεν θέλω να χάσω τίποτα. Είναι για το βιβλίο μου, ξέρεις».
Ο Πέριν άργησε πιο πολύ να απαντήσει. Ο Ραντ ήταν φίλος του, όπως κι αν τον είχαν πλάσει πλέον. Υπήρχε, επίσης, η σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι το μέλλον του ενός συνδεόταν με το μέλλον του άλλου, παρ’ όλο που αυτό, αν μπορούσε, θα το απέφευγε. «Πρέπει να γίνει, ε;» είπε τελικά. «Θα έρθω».
«Ωραία». Η Μουαραίν έτριψε πάλι τα χέρια, με το ύφος κάποιου που καταπιάνεται με μια δουλειά. «Πρέπει να ετοιμαστείτε αμέσως. Ο Ραντ έχει αρκετό προβάδισμα. Θέλω να βρούμε τα ίχνη του πριν μεσημεριάσει».
Παρά τη μικρόσωμη κορμοστασιά της, η δύναμη της προσωπικότητάς της τους ξεσήκωσε όλους να βγουν από το δωμάτιο, εκτός από τον Λαν ο Λόιαλ προχωρούσε καμπουριάζοντας και ανασηκώθηκε μόνο όταν πέρασε την πόρτα. Του Πέριν του θύμισε νοικοκυρά που οδηγούσε ένα κοπάδι χήνες.
Όταν βγήκαν έξω, η Μιν στάθηκε μια στιγμή για να μιλήσει στον Λαν με ένα μελιστάλαχτο χαμόγελο. «Μήπως υπάρχει κανένα μήνυμα που θέλεις να μεταφέρω; Στη Νυνάβε, ίσως;»
Ο Πρόμαχος τινάχτηκε λες και τον είχαν πιάσει στον ύπνο, σαν άλογο σε τρία πόδια. «Μα όλοι ξέρουν πως —;» Ξαναβρήκε σχεδόν αμέσως την ισορροπία του. «Αν υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να ακούσει από μένα, θα της το πω εγώ ο ίδιος». Σχεδόν της έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.
«Άντρες!» μουρμούρισε η Μιν στην πόρτα. «Είναι τόσο τυφλοί, που δεν βλέπουν αυτό που θα έβλεπε ακόμα και μια πέτρα. Είναι τόσο ξεροκέφαλοι, που κακώς τους εμπιστευόμαστε να σκέφτονται μόνοι τους».
Ο Πέριν ανάσανε βαθιά. Στον αέρα της κοιλάδας υπήρχαν ακόμα αχνές οι οσμές του θανάτου, αλλά ήταν καλύτερα από την κλεισούρα μέσα. Αρκετά καλύτερα.