Κατέβηκαν την πλαγιά μαζί. Πλάι στο ποταμάκι κάτω, όσοι Σιναρανοί μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους είχαν συναχτεί γύρω από τον Ούνο. Απ’ ό,τι έδειχναν οι χειρονομίες του, ο μονόφθαλμος τώρα αναπλήρωνε το χαμένο χρόνο στην καλύβα, όπου που δεν μπορούσε να βρίσει.
«Γιατί αυτό το προνόμιο εσείς οι δύο;» ρώτησε απαιτητικά η Μιν. «Σας ρώτησε. Σε μένα δεν έδειξε καν την ευγένεια να με ρωτήσει».
Ο Λόιαλ κούνησε το κεφάλι. «Μιν, νομίζω ότι μας ρώτησε επειδή ήξερε τι θα απαντήσουμε. Απ’ ό,τι φαίνεται, για τη Μουαραίν εγώ και ο Πέριν είμαστε ανοιχτό βιβλίο· ξέρει τι θα κάνουμε. Αλλά εσένα δεν μπορεί να σε διαβάσει».
Αυτό φάνηκε να την καταπραΰνει, αλλά όχι πολύ. Σήκωσε το βλέμμα πάνω τους, στον Πέριν από τη μια μεριά, που το κεφάλι της δεν ξεπερνούσε τους ώμους του και στον Λόιαλ από την άλλη, που ορθωνόταν ακόμα ψηλότερος. «Και τι κερδίζω με αυτό; Και πάλι πάω εκεί που με θέλει, όσο κι εσείς, τα αρνάκια. Καλά τα πήγες στην αρχή, Πέριν. Την αντιμετώπισες άφοβα, σαν να σου είχε πουλήσει πανωφόρι με ξηλωμένες ραφές».
«Αλήθεια, την αντιμετώπισα άφοβα», θαύμασε ο Πέριν. Δεν είχε νιώσει μέσα του τι είχε κάνει. «Τελικά, δεν ήταν τόσο τρομερό όσο πίστευα πριν».
«Ήσουν τυχερός», μπουμπούνισε ο Λόιαλ. «“Όταν θυμώνεις μια Άες Σεντάι, είναι σαν να βάζεις το κεφάλι σε σφηκοφωλιά”».
«Λόιαλ», είπε η Μιν, «πρέπει να μιλήσω στον Πέριν. Μόνη. Σε πειράζει;»
«Α. Και βέβαια όχι». Τάχυνε το βήμα, προχωρώντας με τις κανονικές δρασκελιές του και γρήγορα τους ξεπέρασε, ενώ έβγαζε πίπα και ταμπάκ από μια τσέπη του πανωφοριού του.
Ο Πέριν την κοίταξε επιφυλακτικά. Η Μιν δάγκωνε το χείλος της, σαν να συλλογιζόταν τι θα έλεγε. «Βλέπεις ποτέ πράγματα γι’ αυτόν;» τη ρώτησε, κάνοντας νόημα προς τον Ογκιρανό.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Νομίζω πως μόνο με ανθρώπους γίνεται. Αλλά έχω δει πράγματα γύρω σου, που νομίζω πως πρέπει να τα ξέρεις».
«Σου είπα —»
«Μη γίνεσαι τόσο χοντροκέφαλος, Πέριν. Είδα κάποιες εικόνες νωρίτερα, στην καλύβα, όταν είπες ότι θα πας. Δεν υπήρχαν πιο πριν. Πρέπει να σχετίζονται με αυτό το ταξίδι. Ή, τουλάχιστον, με την απόφασή σου να πας».
Ύστερα από μια στιγμή, ο Πέριν είπε απρόθυμα: «Τι είδες;»
«Έναν Αελίτη σε κλουβί», είπε ευθύς εκείνη. «Έναν Τουάθα’αν με σπαθί. Ένα γεράκι κι έναν αστούριο κουρνιασμένα στους ώμους σου. Και τα δύο θηλυκά, νομίζω. Και φυσικά, όλα τα υπόλοιπα. Αυτό που είναι πάντα εκεί. Σκοτάδι που στροβιλίζεται γύρω σου και —»
«Άσε τα αυτά!» της είπε γοργά. Όταν είδε ότι η Μιν είχε σταματήσει, έξυσε το κεφάλι του συλλογισμένος. Τίποτα απ’ αυτά δεν έβγαζε νόημα. «Έχεις καμιά ιδέα τι σημαίνουν; Εννοώ αυτά τα καινούρια».
«Όχι, αλλά είναι σημαντικά. Τα πράγματα που βλέπω πάντα είναι σημαντικά. Κομβικά σημεία στις ζωές των ανθρώπων, ή κάτι που τους μέλλεται. Πάντα είναι κάτι σημαντικό». Δίστασε για μια στιγμή και μετά τον κοίταξε. «Κάτι ακόμα», του είπε αργά. «Αν συναντήσεις μια γυναίκα —την ομορφότερη γυναίκα που έχεις δει ποτέ― βάλ’ το στα πόδια!»
Ο Πέριν ανοιγόκλεισε τα μάτια γοργά. «Είδες μια όμορφη γυναίκα; Γιατί να το σκάσω από μια όμορφη γυναίκα;»
«Δεν ακούς από συμβουλές;» είπε αυτή ενοχλημένη. Κλώτσησε μια πέτρα και την παρακολούθησε να κατρακυλά στην πλαγιά.
Ο Πέριν δεν ήθελε να βγάζει πρόωρα συμπεράσματα —ένας από τους λόγους που μερικοί τον θεωρούσαν αργόστροφο― αλλά τώρα πρόσθεσε μερικά πράγματα που του είχε πει η Μιν τις τελευταίες μέρες και κατέληξε σε ένα εκπληκτικό συμπέρασμα. Κοκάλωσε στη θέση του, ψάχνοντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Α... Μιν, ξέρεις ότι σε συμπαθώ. Σε συμπαθώ, αλλά... Α... Δεν είχα ποτέ μου αδερφή, αλλά αν είχα... θα... Θέλω να πω, σε...» Το ρυάκι των λέξεων στέρεψε καθώς η Μιν σήκωνε το κεφάλι για να τον κοιτάξει, με τα φρύδια υψωμένα. Στο στόμα της είχε ένα μικρό χαμόγελο.
«Αχ, Πέριν, αφού ξέρεις ότι σ’ αγαπάω». Στάθηκε εκεί, κοιτάζοντας το στόμα του που ανοιγόκλεινε και ύστερα μίλησε αργά και προσεγμένα. «Σαν αδερφό, μπουμπουνοκέφαλε! Η υπεροψία των αντρών πάντα με καταπλήσσει. Όλοι νομίζετε πως τα πάντα έχουν να κάνουν με σας και ότι όλες οι γυναίκες σας ποθούν».
Ο Πέριν ένιωσε το πρόσωπό του να κοκκινίζει. «Εγώ ποτέ. Μα δεν...» Ξερόβηξε, για να καθαρίσει το λαιμό του. «Τι είναι αυτό που βλέπεις για μια γυναίκα;»
«Απλώς, άκουσε τη συμβουλή μου», του είπε εκείνη και κατηφόρισε πάλι την πλαγιά με βήμα γοργό. «Ακόμα κι αν ξεχάσεις όλα τα άλλα», του φώναξε πάνω από τον ώμο της, «δώσε βάση σ’ αυτό!»
Εκείνος την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια —αυτή τη φορά οι σκέψεις του φάνηκαν να παίρνουν μορφή γρήγορα― και την πρόφτασε με δυο δρασκελιές. «Είναι ο Ραντ, έτσι δεν είναι;»