Εκείνη έβγαλε ένα αχνό, άναρθρο ήχο και τον λοξοκοίταξε. Όμως δεν έκοψε το βήμα της. «Τελικά, μπορεί να μην είσαι τόσο βλάκας», μουρμούρισε. Ύστερα από μια στιγμή, πρόσθεσε, πιο πολύ σαν να μονολογούσε: «Είμαι κομμάτι του, όπως στο στεφάνι στο βαρέλι. Αλλά δεν βλέπω αν θα μου ανταποδώσει ποτέ αυτή την αγάπη. Και δεν είμαι η μόνη».
«Το ξέρει η Εγκουέν;» ρώτησε ο Πέριν. Ο Ραντ και η Εγκουέν ήταν σχεδόν λογοδοσμένοι από μικρά παιδιά. Μόνο που δεν είχαν γονατίσει μπροστά στον Κύκλο των Γυναικών του χωριού για να δώσουν τους όρκους του αρραβώνα. Ο Πέριν δεν ήξερε αν και πόσο είχε αλλάξει αυτό που είχαν.
«Το ξέρει», είπε απότομα η Μιν. «Και που το ξέρουμε και οι δυο, τι καταλάβαμε;»
«Ο Ραντ; Αυτός το ξέρει;»
«Α, φυσικά», του είπε αυτή πικρόχολα. «Του το είπα, λες να μην το έλεγα; “Ραντ, σε διάβασα και φαίνεται ότι πρέπει να σε ερωτευτώ. Επίσης, πρέπει να σε μοιραστώ με άλλες και μπορεί να μη μου πολυαρέσει, αλλά έτσι είναι τα πράγματα”. Μου φαίνεται ότι, τελικά, είσαι όντως χοντροκέφαλος, Πέριν Αϋμπάρα». Πέρασε γοργά το χέρι πάνω από τα μάτια της. «Αν ήμουν μαζί του, είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσα να τον βοηθήσω. Θα έβρισκα τρόπο. Φως μου, αν πεθάνει, δεν ξέρω αν θα το αντέξω».
Ο Πέριν σήκωσε αμήχανα τους ώμος, «Άκουσε, Μιν. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να τον βοηθήσω». Τι ακριβώς μπορώ να κάνω, αυτό είναι άλλο θέμα. «Αυτό σου το υπόσχομαι. Για σένα είναι πράγματι καλύτερα να πας στην Ταρ Βάλον. Εκεί θα είσαι ασφαλής».
«Ασφαλής;» Η Μιν δοκίμασε τη λέξη, σαν να αναρωτιόταν τι σήμαινε. «Νομίζεις ότι η Ταρ Βάλον προσφέρει ασφάλεια;»
«Αν δεν υπάρχει ασφάλεια στην Ταρ Βάλον, δεν υπάρχει πουθενά».
Εκείνη ρούφηξε τη μύτη της δυνατά και συνέχισαν σιωπηλοί για να βρουν τους άλλους, που ετοιμάζονταν για αναχώρηση.
7
Η Έξοδος από το Βουνό
Ήταν δύσκολος ο δρόμος που πήραν για να φύγουν από το βουνό, αλλά όσο πιο χαμηλά κατέβαιναν, τόσο πιο άχρηστος γινόταν ο μανδύας του Πέριν με τη γούνινη επένδυση. Ώρα με την ώρα, άφηναν πίσω τους από τα απομεινάρια του χειμώνα και έμπαιναν στις πρώτες μέρες της άνοιξης. Τα τελευταία υπολείμματα του χιονιού εξαφανίζονταν και το γρασίδι και τα αγριολούλουδα —λευκές ελπίδες-της-κόρης και ροδαλές αλματούλες― άρχισαν να πλημμυρίζουν τα ψηλά λιβάδια, απ’ όπου περνούσαν. Υπήρχαν περισσότερα δέντρα, με πυκνότερες φυλλωσιές και στα κλαριά τους κελαηδούσαν σιταρήθρες και κίχλες. Επίσης, υπήρχαν λύκοι. Δεν φαίνονταν καθόλου —ακόμα κι ο Λαν ανέφερε ότι δεν είδε κανέναν― αλλά ο Πέριν ήξερε. Κρατούσε το μυαλό του σφιχταμπαρωμένο απέναντί τους, όμως, πού και πού, κάποιο ελαφρύ, σαν πούπουλο, γαργαλητό στο βάθος του νου του, του θύμιζε ότι οι λύκοι ήταν ακόμα εκεί.
Ο Λαν περνούσε τον περισσότερο καιρό του βρίσκοντας τη διαδρομή τους πάνω στο μαύρο άλογό του, τον Μαντάρμπ, ακολουθώντας τα ίχνη του Ραντ, ενώ οι υπόλοιποι ακολουθούσαν τα σημάδια που τους άφηνε ο Πρόμαχος — ένα βέλος, καμωμένο με πέτρες στο χώμα ή σκαλισμένο ανάλαφρα στη βραχώδη πλαγιά μιας διακλάδωσης του μονοπατιού. Γυρίστε από δω. Διασχίστε αυτό το πέρασμα. Πάρτε αυτό το δρομάκι, αυτό το μονοπάτι που άνοιξαν τα ελάφια, από δω, ανάμεσα στα δέντρα και πλάι σ’ αυτό το ρηχό ποταμάκι ― ακόμα κι όταν τίποτα δεν έδειχνε ότι είχε ποτέ περάσει κάποιος από κει. Τίποτα, παρά μονάχα τα σημάδια του Λαν. Μια τούφα γρασίδι ή αγριόχορτα, δεμένη με τον έναν τρόπο για να πει στρίψτε αριστερά ή με τον άλλο τρόπο, για το στρίψτε δεξιά. Ένα λυγισμένο κλωνί. Μια στοίβα πετραδάκια, για να δείξει δύσκολη ανηφοριά πιο μπροστά, δύο φύλλα πιασμένα σε αγκάθι, για απότομη κατηφοριά. Του Πέριν του φαινόταν ότι ο Πρόμαχος είχε εκατό σημάδια και ότι η Μουαραίν τα ήξερε όλα. Ο Λαν σπανίως επέστρεφε, παρά μόνο όταν στρατοπέδευαν, για να διαβουλευτεί με τη Μουαραίν χαμηλόφωνα, μακριά από τη φωτιά. Όταν σηκωνόταν ο ήλιος, συνήθως είχε ήδη φύγει από ώρες.
Η Μουαραίν ήταν πάντα η πρώτη που ανέβαινε στη σέλα ύστερα απ’ αυτόν, ενώ ο ανατολικός ουρανός μόλις ρόδιζε. Η Άες Σεντάι δεν θα κατέβαινε από την Αλντίμπ, τη λευκή φοράδα της, παρά μόνο όταν πύκνωνε το σκοτάδι ή και ακόμα αργότερα, όμως ο Λαν δεν έψαχνε για παραπέρα ίχνη όταν ξεθώριαζε το φως.
«Θα αργήσουμε ακόμα περισσότερο, αν κάποιο άλογο σπάσει το πόδι του», έλεγε ο Πρόμαχος στη Μουαραίν όταν εκείνη παραπονιόταν.
Η απάντησή της ήταν πάντα σχεδόν ίδια. «Αν δεν μπορείς να κάνεις πιο γρήγορα, ίσως πρέπει να σε στείλω στη Μυρέλ, πριν σε πάρουν κι άλλο τα γεράματα. Ε, ίσως αυτό μπορεί να περιμένει, αλλά εσύ πρέπει να μας πας πιο γρήγορα».
Το ύφος της έδειχνε λίγο σαν να ήταν αυτή η απειλή αληθινή και λίγο σαν να αστειευόταν. Υπήρχε ένας τόνος απειλής, πάντως, ή προειδοποίησης, ο Πέριν ήταν σίγουρος γι’ αυτό, επειδή έβλεπε πώς έσφιγγε τα χείλη ο Λαν, ακόμα κι όταν η Μουαραίν άπλωνε ύστερα το χέρι για να του χαϊδέψει τον ώμο παρηγορητικά.