«Ποια είναι η Μυρέλ;» ρώτησε καχύποπτα ο Πέριν, την πρώτη φορά που είχε γίνει αυτό. Ο Λόιαλ κούνησε το κεφάλι, μουρμουρίζοντας κάτι για τα άσχημα πράγματα που πάθαιναν όσοι έχωναν τη μύτη τους στις υποθέσεις των Άες Σεντάι. Το άλογο του Ογκιρανού είχε τριχωτά υποκνήμια και ήταν ψηλό και βαρύ, σαν επιβήτορας ράτσας Ντύραν, αλλά έτσι που κρέμονταν τα μακριά πόδια του Λόιαλ από δεξιά κι αριστερά του, το ζώο έμοιαζε μικρούλικο, σαν μεγάλο πόνυ.
Στο πρόσωπο της Μουαραίν εμφανίστηκε ένα κεφάτο, μυστικοπαθές χαμόγελο. «Απλώς μια Πράσινη αδελφή. Κάποια στην οποία ο Λαν κάποτε θα πρέπει να παραδώσει ένα δέμα για να το φυλάξει».
«Όχι τώρα σύντομα», είπε ο Λαν και το εκπληκτικό ήταν ότι στη φωνή του υπήρχε απροκάλυπτος θυμός. «Ποτέ, αν εξαρτάται από μένα. Θα ζήσεις πολύ περισσότερα χρόνια από μένα, Μουαραίν Άες Σεντάι!»
Έχει πάρα πολλά μυστικά αυτή, σκέφτηκε ο Πέριν, αλλά δεν έκανε άλλη ερώτηση για ένα ζήτημα που κατέλυε το σιδερένιο αυτοέλεγχο του Προμάχου.
Η Άες Σεντάι είχε δέσει πίσω από τη σέλα της ένα δεματάκι τυλιγμένο σε μια κουβέρτα; το λάβαρο του Δράκοντα. Ο Πέριν ένιωθε μια ανησυχία που το είχαν μαζί τους, αλλά η Μουαραίν ούτε είχε ζητήσει τη γνώμη του, ούτε την άκουγε όταν την πρόσφερε μόνος του. Όχι πως θα αναγνώριζε κανείς το λάβαρο, αν το έβλεπε· αλλά ο Πέριν έλπιζε να ήξερε να φυλά μυστικά και από τους άλλους, όπως τα φυλούσε κι απ’ αυτόν.
Το ταξίδι ήταν βαρετό, τουλάχιστον στην αρχή. Τα συννεφιασμένα βουνά έμοιαζαν αρκετά μεταξύ τους, τα περάσματα ελάχιστα διέφεραν. Για δείπνο είχαν συνήθως λαγό, τον οποίο σκότωνε ο Πέριν με τη σφεντόνα του. Δεν είχε αρκετά βέλη και δεν ήθελε να τα ξοδέψει στους λαγούς, σ’ εκείνη τη βραχώδη περιοχή. Για πρωινό είχαν τις πιο πολλές φορές κρύο λαγό, το ίδιο και για μεσημεριανό, που το έτρωγαν χωρίς να ξεπεζέψουν.
Μερικές φορές, όταν στρατοπέδευαν κοντά σε ποταμάκι και υπήρχε ακόμα αρκετό φως για να βλέπουν, ο Πέριν και ο Λόιαλ έπιαναν βουνίσιες πέστροφες· ξάπλωναν μπρούμυτα, με τα χέρια χωμένα ως τον αγκώνα στο παγωμένο νερό και ξεγελούσαν τα ψάρια με τις πράσινες ράχες για να βγουν από τις βραχώδεις κρυψώνες τους. Τα δάχτυλα του Λόιαλ, έτσι μεγάλα που ήταν, είχαν μεγαλύτερη επιδεξιότητα σ’ αυτό κι από τα δάχτυλα του Πέριν.
Μια φορά, τρεις μέρες μετά την αναχώρησή τους, ήρθε και τους βρήκε η Μουαραίν. Τεντώθηκε δίπλα στο ποταμάκι, έλυσε μερικές σειρές μαργαριταρένια κουμπιά για να διπλώσει τα μανίκια και ρώτησε πώς το έκαναν. Ο Πέριν κι ο Λόιαλ αντάλλαξαν έκπληκτες ματιές. Ο Ογκιρανός σήκωσε τους ώμους.
«Αν δεις, δεν είναι τόσο δύσκολο», της είπε ο Πέριν. «Φέρε το χέρι πίσω από το ψάρι, από κάτω, σαν να θες να το γαργαλήσεις στην κοιλιά. Μετά τράβα το έξω. Αλλά θέλει εξάσκηση. Μπορεί να μην πιάσεις τίποτα τις πρώτες φορές που θα δοκιμάσεις».
«Εγώ το προσπαθούσα μέρες μέχρι να πιάσω κάτι», πρόσθεσε ο Λόιαλ. Ήδη έχωνε τις χερούκλες του στο νερό, προσέχοντας τη σκιά του ώστε να μην τρομάξει τα ψάρια.
«Τόσο δύσκολο;» μουρμούρισε η Μουαραίν. Τα χέρια της γλίστρησαν στο νερό ― και έπειτα από μια στιγμή βγήκαν, στάζοντας νερά και κρατώντας μια παχιά πέστροφα που σπαρταρούσε. Η Μουαραίν γέλασε με ενθουσιασμό και την πέταξε στην ακροποταμιά.
Ο Πέριν, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, κοίταξε το ψάρι, που τιναζόταν στο φως του δύοντος ήλιου. Πρέπει να ζύγιζε τουλάχιστον δυόμισι κιλά. «Ήσουν πολύ τυχερή», είπε. «Αυτές οι μεγάλες πέστροφες συνήθως δεν έρχονται να βρουν καταφύγιο κάτω από τόσο μικρά βράχια. Θα πρέπει να πάμε λιγάκι πιο ψηλά στο ποτάμι. Μέχρι να ξανάρθουν σ’ αυτή την κρυψώνα, θα έχει σκοτεινιάσει».
«Έτσι, ε;» είπε η Μουαραίν. «Πάτε οι δυο σας. Εγώ λέω να μείνω και να ξαναδοκιμάσω».
Ο Πέριν κοντοστάθηκε μια στιγμή και μετά ανηφόρισε την όχθη, πηγαίνοντας σε ένα βράχο που κρεμόταν πάνω από το νερό. Κάτι σκάρωνε η Μουαραίν, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τι. Αυτό τον ενοχλούσε. Ξάπλωσε μπρούμυτα, πρόσεξε να μην πέσει η σκιά του στο νερό και κοίταξε πάνω από το χείλος. Πέντε-έξι λεπτές μορφές έμεναν ασάλευτες μέσα στο νερό και μόλις που κουνούσαν τα πτερύγιά τους για να κρατηθούν στη θέση τους. Αναστέναξε, μετρώντας με το μάτι ότι όλες μαζί δεν έφταναν στο βάρος το ψάρι της Μουαραίν. Αν ήταν τυχεροί, αυτός και ο Λόιαλ μπορεί να έπιαναν δύο ο καθένας, αλλά οι σκιές των δέντρων στην απέναντι όχθη ήδη απλώνονταν προς τα νερά. Ό,τι κι αν έπιαναν τώρα, δεν θα είχαν άλλη ευκαιρία και ο Λόιαλ από μόνος του είχε αρκετή όρεξη ώστε να καταβροχθίσει αυτές τις τέσσερις και μερικές από τις μεγάλες. Ο Λόιαλ είχε ήδη τα χέρια στο νερό και πλησίαζε μια πέστροφα από πίσω.