Πριν ο Πέριν προλάβει να βάλει καν τα χέρια στο νερό, η Μουαραίν άφησε μια κραυγή. «Τρία φτάνουν, νομίζω. Τα άλλα δύο είναι μεγαλύτερα από το πρώτο».
Ο Πέριν κοίταξε ξαφνιασμένος τον Λόιαλ. «Δεν μπορεί να έπιασε άλλα!»
Ο Ογκιρανός ορθώθηκε, κάνοντας τις μικρές πέστροφες να σκορπίσουν ολόγυρα. «Άες Σεντάι είναι», είπε απλά.
Και φυσικά, όταν ξαναγύρισαν στη Μουαραίν, τρεις μεγάλες πέστροφες κείτονταν στην όχθη. Η Μουαραίν είχε ήδη πιάσει να κουμπώνει ξανά τα μανίκια της.
Ο Πέριν σκέφτηκε να της θυμίσει ότι, όποιος έπιανε το ψάρι, κανονικά το καθάριζε κιόλας, αλλά εκείνη τη στιγμή τα βλέμματά τους αντάμωσαν. Στο απαλό πρόσωπό της δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη έκφραση, αλλά τα μαύρα μάτια της δεν τρεμόπαιξαν καθόλου. Έμοιαζαν να ξέρουν τι ετοιμαζόταν να πει ο Πέριν και το είχαν απορρίψει εξαρχής. Όταν εκείνη γύρισε την πλάτη να φύγει, έμοιαζε πολύ αργά για να πει οτιδήποτε ο Πέριν.
Ο Πέριν, μουρμουρίζοντας μόνος του, έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του και άρχισε να ξελεπίζει και βγάζει τα σπλάχνα των ψαριών. «Φαίνεται ότι, ξαφνικά, ξέχασε ότι μοιραζόμαστε τις δουλειές. Φαντάζομαι ότι θα θέλει να τα μαγειρέψουμε και ύστερα να καθαρίσουμε κι από πάνω».
«Έτσι, χωρίς αμφιβολία», είπε ο Λόιαλ, χωρίς να σταματήσει να καθαρίζει το ψάρι του. «Άες Σεντάι είναι».
«Σαν να θυμάμαι ότι το ξανάκουσα κάπου». Το μαχαίρι του Πέριν τίναζε στον αέρα τα λέπια του ψαριού. «Οι Σιναρανοί ήταν πρόθυμοι να της κάνουν τις δουλειές, αλλά τώρα είμαστε μονάχα τέσσερις. Πρέπει να πάμε με τη σειρά. Έτσι είναι το σωστό».
Ο Λόιαλ άφησε ένα γέλιο που έμοιαζε με χρεμέτισμα. «Αμφιβάλλω αν το βλέπει έτσι. Πρώτα ήταν υποχρεωμένη να ανέχεται τον Ραντ, που συνέχεια λογομαχούσε μαζί της και τώρα είσαι έτοιμος να πάρεις τη θέση του. Κατά κανόνα, οι Άες Σεντάι δεν επιτρέπουν σε κανέναν να αντιμιλά. Φαντάζομαι ότι σκοπεύει να μας ξανασυνηθίσει να κάνουμε ό,τι λέει, μέχρι να φτάσουμε στο πρώτο χωριό».
«Καλή συνήθεια φαίνεται», είπε ο Λαν, ανοίγοντας το μανδύα του. Στο φως που ξεψυχούσε, ήταν σαν να είχε εμφανιστεί από το πουθενά.
Ο Πέριν παραλίγο να πέσει κάτω από την έκπληξη, ενώ τα αυτιά του Λόιαλ πάγωσαν με το ξάφνιασμα. Κανείς τους δεν είχε ακούσει τα βήματα του Προμάχου.
«Μια συνήθεια που κακώς τη χάσατε», πρόσθεσε ο Λαν και μετά προχώρησε με μεγάλες δρασκελιές εκεί που βρίσκονταν η Μουαραίν και τα άλογα. Οι μπότες του δεν άφηναν σχεδόν κανέναν ήχο, ακόμα και σε εκείνο το βραχώδες έδαφος. Όταν απομακρύνθηκε μερικά βήματα, ο μανδύας στη ράχη του δημιουργούσε την τρομαχτική εικόνα μιας ασώματης κεφαλής και χεριών που αιωρούνταν πάνω από το ποταμάκι.
«Τη χρειαζόμαστε για να βρούμε τον Ραντ», είπε απαλά ο Πέριν, «αλλά δεν θα την αφήνω πια να ορίζει τη ζωή μου». Ξανάρχισε το ξελέπισμα με σφρίγος.
Σκόπευε να κρατήσει την υπόσχεση αυτή —ειλικρινά, αυτό σκόπευε― αλλά τις μέρες που ακολούθησαν, με κάποιον τρόπο που δεν καταλάβαινε, βρήκε ότι αυτός και ο Λόιαλ έκαναν το μαγείρεμα, το καθάρισμα και ό,τι άλλη αγγαρεία ερχόταν στο μυαλό της Μουαραίν. Ανακάλυψε, μάλιστα, ότι κάπως είχε αναλάβει να περιποιείται την Αλντίμπ κάθε βράδυ, να βγάζει τη σέλα της φοράδας και να την τρίβει, ενώ η Μουαραίν ξεκουραζόταν πιο πέρα, μοιάζοντας χαμένη στις σκέψεις της.
Ο Λόιαλ παραδόθηκε σ’ αυτό, σαν να ήταν αναπόφευκτο, αλλά όχι ο Πέριν. Προσπάθησε να αρνηθεί, να το παλέψει, αλλά ήταν δύσκολο να αντισταθείς όταν η Μουαραίν έκανε μια λογική υπόδειξη, που μάλιστα έμοιαζε μηδαμινή. Μόνο που πάντα υπήρχε άλλη μια υπόδειξη από πίσω, εξίσου λογική και μηδαμινή, και έπειτα ακόμα μία. Η καθαρή δύναμη της παρουσίας της, η ένταση του βλέμματός της δυσχέραιναν κάθε διαμαρτυρία. Ύψωνε ελαφρά το φρύδι της, για να του δηλώσει ότι ήταν αγενής, γούρλωνε έκπληκτη τα μάτια όταν ο Πέριν αντιδρούσε σε μια τόσο ασήμαντη παράκληση, στύλωνε πάνω του ένα βλέμμα που έκρυβε μέσα του όλα όσα σήμαιναν οι Άες Σεντάι ― όλα αυτά μπορούσαν να τον κάνουν να διστάσει κι από τη στιγμή που θα δίσταζε, δεν υπήρχε τρόπος να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Την κατηγόρησε ότι ασκούσε πάνω του τη Μία Δύναμη, αν και οτ’ αλήθεια δεν πίστευε μέσα ότι ίσχυε αυτό κι εκείνη του είπε να μην είναι βλάκας. Άρχισε να νιώθει σαν ένα κομμάτι σίδερο, το οποίο προσπαθούσε να εμποδίσει τον σιδερά να το σφυρηλατήσει σε δρεπάνι.
Τα Βουνά της Ομίχλης, ξαφνικά, έδωσαν τη θέση τους στους δασωμένους λόφους της Γκεάλνταν, σε μια γη που είχε όλο ανηφοριές και κατηφοριές, όχι όμως πολύ μεγάλες. Τα ελάφια, που στα βουνά συχνά τους κοίταζαν επιφυλακτικά, σαν να μην ήξεραν τι είδους πλάσμα ήταν ο άνθρωπος, εδώ μόλις έβλεπαν άλογα έφευγαν πηδώντας, με τις λευκές ουρές τους να τινάζονται. Ακόμα και το μάτι του Πέριν τώρα έπιανε μόνο φευγαλέα τις βουνίσιες γάτες με τις γκρίζες ραβδώσεις, που χάνονταν σαν τον καπνό. Πλησίαζαν στη χώρα των ανθρώπων.