Ο Λαν σταμάτησε να φορά το μανδύα που άλλαζε χρώματα και γυρνούσε πιο συχνά κοντά τους, για να τους πει τι υπήρχε πιο μπροστά. Σε πολλά μέρη, τα δέντρα ήταν κομμένα. Σε λίγο, τα περικυκλωμένα με πέτρινα τοιχάκια χωράφια και οι αγρότες, που όργωναν γύρω από τις πλαγιές των λόφων, ήταν ένα συνηθισμένο θέαμα, αν και όχι ακριβώς συχνό, μαζί με ανθρώπους που προχωρούσαν σε σειρές στο οργωμένο χώμα και έσπερναν σπόρους, από σακιά κρεμασμένα στους ώμους τους. Στις κορφές των λόφων και τις ράχες υπήρχαν σκόρπιες αγροικίες και αχυρώνες από γκρίζα πέτρα.
Οι λύκοι δεν θα μπορούσαν να είναι εκεί. Οι λύκοι απέφευγαν τα μέρη όπου υπήρχαν άνθρωποι, αλλά ο Πέριν ακόμα τους αισθανόταν ― ένα αθέατο φράγμα, μια διαρκής συνοδεία, που κύκλωνε την έφιππη ομάδα. Τον πλημμύρισε ανυπομονησία· ανυπομονησία για να φτάσει σε χωριό ή σε πόλη, σε οποιοδήποτε μέρος θα υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι, για να διώξουν τους λύκους.
Μία μέρα αφότου αντίκρισαν το πρώτο χωράφι, τη στιγμή που ο ήλιος άγγιζε τον ορίζοντα πίσω τους, έφτασαν στο χωριό της Τζάρα, λίγο βορειότερα από τα σύνορα με την Αμαδισία.
8
Τζάρα
Σπίτια από γκρίζες πέτρες, με σκεπές από πλάκες σχιστόλιθου, στριμώχνονταν στα λιγοστά στενά δρομάκια της Τζάρα, αρπαγμένα από τη λοφοπλαγιά, πάνω από ένα ποταμάκι που το δρασκέλιζε μια χαμηλή, ξύλινη γεφυρούλα. Οι λασπωμένοι δρόμοι ήταν άδειοι, το ίδιο και το κατηφορικό λιβάδι του χωριού. Ένας μόνο άντρας υπήρχε, ο οποίος σκούπιζε τα σκαλιά του μοναδικού πανδοχείου του χωριού, πλάι στο οποίο έστεκε ο πέτρινος στάβλος του· αλλά φαινόταν ότι πρωτύτερα το λιβάδι ήταν γεμάτο κόσμο. Κυκλικά, στο κέντρο του λιβαδιού, βρίσκονταν πέντε-έξι αψίδες, πλεγμένες από πράσινα κλαριά και στολισμένες με τα λιγοστά λουλούδια που μπορούσαν να βρεθούν τόσο πρώιμα στη χρονιά. Το έδαφος έδειχνε τσαλαπατημένο και υπήρχαν, επίσης, και άλλα σημάδια που πρόδιδαν τη συγκέντρωση· ένα κόκκινο γυναικείο φουλάρι μπλεγμένο στη βάση μιας αψίδας, ένα πλεχτό παιδικό σκουφί, μια κανάτα από κασσίτερο γερμένη στο πλάι, κάποια αποφάγια.
Στο λιβάδι πλανιόνταν ακόμα ευωδιές από γλυκό κρασί και πικάντικες πίτες, ανάκατες με τον καπνό από δεκάδες καμινάδες και φαγητά που μαγειρεύονταν. Για μια στιγμή, η μύτη του Πέριν έπιασε μια άλλη οσμή την οποία δεν μπόρεσε να καταλάβει, ένα αμυδρό ίχνος που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκωθούν όρθιες από τη ρυπαρότητά του. Έπειτα χάθηκε. Αλλά ήταν βέβαιος ότι κάτι είχε περάσει από κει, κάτι φαύλο. Έτριψε τη μύτη του, σαν να ήθελε να διώξει την ανάμνηση. Αυτό αποκλείεται να ήταν ο Ραντ. Φως μου, ακόμα κι αν τρελάθηκε, αποκλείεται να ήταν αυτός. Έτσι δεν είναι;
Μια ζωγραφισμένη ταμπέλα κρεμόταν πάνω από την πόρτα του πανδοχείου, που έδειχνε έναν άντρα να στέκεται στο ένα πόδι, με τα χέρια σηκωμένα στον αέρα: το Άλμα του Χάριλιν. Καθώς τραβούσαν τα χαλινάρια των αλόγων μπροστά από το τετράγωνο, πέτρινο κτίριο, ο άνθρωπος που σκούπιζε ορθώθηκε, με ένα αβυσσαλέο χασμουρητό. Ξαφνιάστηκε με τα μάτια του Πέριν, αλλά τα δικά του μάτια, που είχαν αρχίσει να γουρλώνουν, άνοιξαν διάπλατα όταν γύρισαν στον Λόιαλ. Έτσι, με το φαρδύ του στόμα και το σχεδόν ανύπαρκτο πηγούνι του, έμοιαζε λιγάκι με βάτραχο. Είχε πάνω του μια μυρωδιά ξινισμένου κρασιού ― τουλάχιστον αυτό ένιωσε ο Πέριν, Σίγουρα είχε ξεφαντώσει μαζί με τους άλλους.
Ο άνθρωπος κούνησε δυνατά το κεφάλι και υποκλίθηκε, με το ένα χέρι ακουμπισμένο στη διπλή σειρά των κουμπιών που κατηφόριζαν το πανωφόρι του. Το βλέμμα του πετιόταν από το ένα μέλος της ομάδας στο άλλο και τα μάτια του γούρλωναν ολοένα περισσότερο κάθε φορά που έπεφταν στον Λόιαλ. «Καλώς ήρθες, καλή μου κυρά, το Φως να σου δείχνει το δρόμο. Καλώς ήρθατε, καλοί μου αφέντες. Επιθυμείτε φαγητό, δωμάτιο, μπάνιο; Τα πάντα θα βρείτε εδώ, στο Άλμα. Ο αφέντης Χάροντ, ο πανδοχέας, τα έχει όλα στην τρίχα. Εμένα με λένε Σίμιον. Ό,τι κι αν θελήσετε, ζητήστε τον Σίμιον και θα σας το φέρει». Χασμουρήθηκε ξανά, κρύβοντας το στόμα από αμηχανία και κάνοντας μια υπόκλιση για να το κρύψει. «Συμπάθα με, καλή μου κυρά. Κάνατε μακρύ ταξίδι; Ακούσατε τίποτα για το Μεγάλο Κυνήγι; Το Κυνήγι για το Κέρας του Βαλίρ; Ή για τον ψεύτικο Δράκοντα; Λένε ότι υπάρχει ένας ψεύτικος Δράκοντας στο Τάραμπον. Ή μπορεί στο Άραντ Ντόμαν».
«Δεν ήρθαμε από τόσο μακριά», είπε ο Λαν, καθώς κατέβαινε από τη σέλα. «Το δίχως άλλο, ξέρεις πιο πολλά από μένα». Όλοι ξεπέζεψαν.
«Είχατε γάμο εδώ;» είπε η Μουαραίν.
«Γάμο, καλή κυρά; Να σου πω την αλήθεια, είχαμε γάμους δίχως τελειωμό. Είχαμε μια επιδημία από γάμους. Όλους τις δυο τελευταίες μέρες. Δεν έμεινε ανύπαντρη ούτε μία από όσες γυναίκες είναι αρκετά μεγάλες για να μπορούν να πουν τους γαμήλιους όρκους, ούτε στο χωριό, ούτε στα πέριξ. Τι να πω, ακόμα και η χήρα, η Τζόραθ, πέρασε σπρώχνοντας το γερο-Μπάνας από τις αψίδες και είχαν ορκιστεί και οι δύο ότι ποτέ δεν θα ξαναπαντρευτούν. Ήταν σαν να τους παρέσυρε όλους κάποιος ανεμοστρόβιλος. Το ξεκίνησε η Ρίλιθ, η κόρη του υφαντή, που ζήτησε από τον Τζον το σιδερά να την παντρευτεί, παρ’ όλο που εκείνος είναι αρκετά μεγάλος για να είναι πατέρας της, μην πω και παραπάνω. Ο γερο-βλάκας έβγαλε την ποδιά του και είπε ναι κι εκείνη ζήτησε να στήσουν τις αψίδες την ίδια στιγμή, εκεί μπροστά. Δεν ήθελε με τίποτα να περιμένει το πρέπον διάστημα και όλες οι γυναίκες πήραν το μέρος της. Από εκείνη τη στιγμή, μέρα-νύχτα είχαμε γάμους. Σχεδόν κανείς δεν πρόφτασε να κλείσει μάτι».