«Πολύ ενδιαφέρον αυτό», είπε ο Πέριν όταν ο Σίμιον έκανε μια παύση για να χασμουρηθεί, «αλλά μήπως έτυχε να δεις —»
«Είναι πολύ ενδιαφέρον», είπε η Μουαραίν κόβοντάς τον, «και θα ήθελα να ακούσω κι άλλα αργότερα, ίσως. Προς το παρόν, θα θέλαμε δωμάτια και φαγητό». Ο Λαν έκανε μια κρυφή χειρονομία προς τον Πέριν, σαν να του έλεγε να κλείσει το στόμα του.
«Φυσικά, καλή μου κυρά. Φαγητό. Δωμάτια». Ο Σίμιον κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας τον Λόιαλ. «Θα πρέπει να βάλουμε δυο κρεβάτια δίπλα-δίπλα για —» Έγειρε κοντά στη Μουαραίν και χαμήλωσε τη φωνή του. «Με το συμπάθιο, καλή κυρά, αλλά —ε― τι ακριβώς είναι; Με όλο το σεβασμό, δηλαδή», έσπευσε να προσθέσει.
Δεν είχε μιλήσει αρκετά χαμηλόφωνα και τα αυτιά του Λόιαλ σάλεψαν ενοχλημένα. «Είμαι Ογκιρανός! Τι νόμιζες πως είμαι; Τρόλοκ;»
Ο Σίμιον έκανε ένα βήμα πίσω όταν άκουσε την μπουμπουνιστή φωνή. «Τρόλοκ, καλέ μου —ε― αφέντη; Μα δεν είμαι παιδαρέλι. Δεν πιστεύω τα παραμυθάκια. Ε, Ογκιρανός είπες; Μα οι Ογκιρανοί είναι παραμυθ... Θέλω να πω... δηλαδή...» Απελπισμένος, στράφηκε προς το στάβλο, που βρισκόταν δίπλα στο πανδοχείο. «Νίκο! Πάτριμ! Επισκέπτες! Ελάτε να περιποιηθείτε τα άλογά τους!» Έπειτα από μια στιγμή, δυο αγόρια ήρθαν ροβολώντας από το στάβλο» με άχυρα στα μαλλιά· χασμουριόνταν και έτριβαν τα μάτια τους. Ο Σίμιον έδειξε τα σκαλιά με μια υπόκλιση, ενώ τα αγόρια έπιαναν τα γκέμια.
Ο Πέριν έριξε την κουβέρτα και τους σάκους της σέλας στον ώμο του και πήρε το τόξο του, ακολουθώντας μέσα τη Μουαραίν και τον Λαν, ενώ ο Σίμιον προπορευόταν, κάνοντας υποκλίσεις και ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι. Ο Λόιαλ σχεδόν κάθισε στα γόνατα για να περάσει το ανώφλι και το ταβάνι πιο μέσα ήταν μόνο καμιά τριανταριά πόντους πιο ψηλά από το κεφάλι του. Μονολόγησε με την μπουμπουνιστή φωνή του ότι δεν καταλάβαινε γιατί ήταν τόσο λίγοι οι άνθρωποι που θυμόνταν τους Ογκιρανούς. Η φωνή του ήταν σαν μακρινή βροντή. Ακόμα και ο Πέριν, που ήταν ακριβώς μπροστά του, δεν καταλάβαινε παρά μόνο τα μισά απ’ όσα έλεγε.
Το πανδοχείο μύριζε μπύρα και κρασί, τυρί και κούραση, ενώ κάπου από πίσω πλανιόταν στον αέρα η ευωδιά ψημένου αρνιού. Οι λιγοστοί πελάτες στην κοινή αίθουσα ήταν σωριασμένοι πάνω από τα κύπελλα τους, λες κι αυτό που πραγματικά ήθελαν ήταν να ξαπλώσουν στους πάγκους και να κοιμηθούν. Μια παχουλή σερβιτόρα γέμιζε μια κανάτα με μπύρα, από ένα βαρέλι στην απέναντι μεριά της αίθουσας. Ο δε πανδοχέας, φορώντας άσπρη, μακριά ποδιά, καθόταν σε ένα ψηλό σκαμνί στη γωνιά, γερμένος στον τοίχο. Όπως έμπαιναν οι νεοφερμένοι, σήκωσε το κεφάλι, με τα μάτια τσιμπλιασμένα. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν είδε τον Λόιαλ.
«Επισκέπτες, αφέντη Χάροντ», ανήγγειλε ο Σίμιον. «Θέλουν δωμάτια. Αφέντη Χάροντ; Είναι Ογκιρανός, αφέντη Χάροντ». Η σερβιτόρα γύρισε να κοιτάξει τον Λόιαλ και η κανάτα της έπεσε στο πάτωμα με πάταγο. Ουδείς από τους νυσταγμένους στα τραπέζια δεν σήκωσε έστω το βλέμμα. Ένας τους είχε κατεβασμένο το κεφάλι στο τραπέζι και ροχάλιζε.
Τα αυτιά του Λόιαλ σπαρτάρισαν δυνατά.
Ο αφέντης Χάροντ σηκώθηκε όρθιος αργά, με το βλέμμα καρφωμένο στον Λόιαλ, ενώ ίσιωνε την ποδιά του. «Τουλάχιστον δεν είναι Λευκομανδίτης», είπε στο τέλος και μετά τινάχτηκε, σαν να είχε εκπλαγεί που έχει μιλήσει φωναχτά, «Εννοώ, καλωσόρισες, καλή μου κυρά. Καλοί μου αφέντες. Συγχωρέστε την αγένειά μου. Μόνη μου δικαιολογία είναι η κούραση, καλή κυρά». Έριξε άλλη μια γοργή ματιά στον Λόιαλ και το στόμα του σχημάτισε τη λέξη «Ογκιρανός;» με μια έκφραση δυσπιστίας.
Ο Λόιαλ άνοιξε το στόμα, αλλά η Μουαραίν τον εμπόδισε. «Όπως είπε ο βοηθός σου, καλέ πανδοχέα, θέλω για όλους μας απόψε δωμάτια και φαγητό».
«Α! Μα φυσικά, καλή κυρά. Φυσικά. Σίμιον, πήγαινε τους καλούς ανθρώπους στα καλύτερα δωμάτια μου, για να βολέψουν τα πράγματά τους. Όταν ξανακατεβείτε, θα έχω έτοιμο πεντανόστιμο φαγητό, καλή κυρά. Πεντανόστιμο».