«Αν έχεις την καλοσύνη να με ακολουθήσεις, καλή μου κυρά», είπε ο Σίμιον. «Καλοί μου αφέντες». Υποκλίθηκε πλησιάζοντας τη σκάλα, που ήταν στη μια πλευρά της κοινής αίθουσας.
Πίσω τους, ένας από τους καθισμένους στα τραπέζια ξάφνου αναφώνησε: «Μα τι, στο όνομα του Φωτός, είναι αυτό;» Ο αφέντης Χάροντ άρχισε να εξηγεί κάτι για Ογκιρανούς, με ύφος σαν να ήξερε τα πάντα για το θέμα. Απ’ όσα πρόλαβε να ακούσει ο Πέριν, πριν χαθούν οι φωνές πίσω τους, τα πιο πολλά ήταν λάθος. Τα αυτιά του Λόιαλ δεν έλεγαν να ησυχάσουν.
Στον πρώτο όροφο, το κεφάλι του Ογκιρανού έφτανε σχεδόν να ξύνει το ταβάνι. Ο στενός διάδρομος σκοτείνιαζε και μόνο το λοξό φως του ηλιοβασιλέματος περνούσε από ένα παράθυρο δίπλα στην πόρτα της απέναντι μεριάς.
«Έχει κεριά στα δωμάτια, καλή κυρά», είπε ο Σίμιον. «Έπρεπε να φέρω φανάρι, αλλά το κεφάλι μου ακόμα κάνει σαν σβούρα, έπειτα από τόσους γάμους. Θα στείλω κάποιον να ανάψει τη φωτιά, αν θέλεις. Και, φυσικά, θα θέλεις νερό για πλύσιμο». Ανοιξε μια πόρτα. «Το καλύτερο δωμάτιό μας, καλή μου κυρά. Δεν έχουμε πολλά —δεν μας έρχονται πολλοί ξένοι, όπως καταλαβαίνεις― αλλά αυτό είναι το καλύτερό μας».
«Εγώ θα πάρω το διπλανό», είπε ο Λαν. Είχε στον ώμο την κουβέρτα και τα σακίδια της Μουαραίν μαζί με τα δικά του κι επίσης το δέμα με το λάβαρο του Δράκοντα.
«Α, καλέ μου αφέντη, δεν είναι καθόλου καλό εκείνο το δωμάτιο. Έχει στενό κρεβάτι. Καθόλου χώρος. Είναι φτιαγμένο για υπηρέτη, νομίζω, λες και θα είχαμε ποτέ εδώ κάποιον που να έχει υπηρέτη. Με το συμπάθιο, καλή κυρά».
«Ό,τι και να είναι, θα το πάρω», είπε σταθερά ο Λαν.
«Σίμιον», είπε η Μουαραίν, «ο αφέντης Χάροντ αντιπαθεί τα Τέκνα του Φωτός;»
«Τι να πω, έτσι είναι, καλή μου κυρά. Όχι πάντα, αλλά τώρα έτσι νιώθει. Δεν είναι καλή πολιτική, να αντιπαθείς τα Τέκνα του Φωτός, τόσο κοντά στα σύνορα που είμαστε εμείς εδώ. Όλο περνάνε από την Τζάρα, λες και δεν υπάρχουν σύνορα. Αλλά είχαμε φασαρίες χτες. Φασαρίες και κακό. Πάνω που γίνονταν όλοι αυτοί οι γάμοι, μάλιστα».
«Τι συνέβη, Σίμιον;»
Ο άλλος της έριξε μια έντονη ματιά, πριν απαντήσει. Ο Πέριν πίστεψε πως μόνο ο ίδιος είδε πόσο έντονο ήταν εκείνο το βλέμμα, μέσα στο μισοσκόταδο. «Ήταν καμιά εικοσαριά από δαύτους, ήρθαν προχτές. Δεν υπήρχε πρόβλημα τότε. Αλλά χτες... Τι να πω, τρεις απ’ αυτούς σηκώθηκαν και είπαν ότι δεν ήταν άλλο πια Τέκνα του Φωτός. Έβγαλαν τους μανδύες τους και έφυγαν με τα άλογα».
Ο Λαν γρύλισε. «Οι Λευκομανδίτες δίνουν ισόβιο όρκο. Τι έκανε ο διοικητής τους;»
«Ε, όλο και κάτι θα έκανε, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό, αλλά πριν προλάβει, βγήκε άλλος ένας και είπε ότι θα έφευγε για να βρει το Κέρας του Βαλίρ. Κι ένας άλλος είπε ότι έπρεπε να πάνε να κυνηγήσουν τον Δράκοντα. Αυτός, φεύγοντας, είπε ότι θα πήγαινε στην Πεδιάδα Άλμοθ. Ύστερα, κάποιοι άρχισαν να λένε διάφορα στις γυναίκες που περπατούσαν στο δρόμο, πράγματα που δεν έπρεπε να πουν και τις πασπάτευαν. Οι γυναίκες πάτησαν κάτι τσιρίδες και τα Τέκνα έβαλαν τις φωνές σε εκείνους που ενοχλούσουν τις γυναίκες. Τέτοιο σαματά πρώτη φορά έβλεπα».
«Δεν πήγε να τους σταματήσει κανείς από σας;» είπε ο Πέριν.
«Καλέ μου αφέντη, εσύ κρατάς αυτό το τσεκούρι και δείχνεις ότι ξέρεις να το κουμαντάρεις, αλλά δεν είναι εύκολο να τα βάλει κανείς με ανθρώπους που έχουν σπαθιά και αρματωσιά και τα πάντα, όταν το μόνο που ξέρει είναι πώς να κρατά τη σκούπα και την τσάπα. Οι υπόλοιποι Λευκομανδίτες, εκείνοι που ήταν στα καλά τους, έβαλαν ένα τέλος. Παραλίγο να βγάλουν σπαθιά. Και δεν ήταν αυτό το χειρότερο. Άλλοι δύο τρελάθηκαν — λες και οι υπόλοιποι ήταν στα σωστά τους. Αυτοί οι δύο άρχισαν να παραληρούν, έλεγαν ότι η Τζάρα ήταν γεμάτη Σκοτεινόφιλους. Προσπάθησαν να κάψουν το χωριό —αυτό είπαν ότι θα κάνουν!― αρχίζοντας από το Άλμα. Μπορείτε να δείτε τα καψίματα πίσω, εκεί που έβαλαν τη φωτιά. Πιάστηκαν στα χέρια με τους άλλους Λευκομανδίτες, που πήγαν να τους σταματήσουν. Οι Λευκομανδίτες που απέμειναν μας βοήθησαν να τη σβήσουμε, έδεσαν σφιχτά τους δύο και έφυγαν από δω, για να γυρίσουν στην Αμαδισία. Καλά ξεκουμπίδια, αν θες τη γνώμη μου και μη σώσουν και ξανάρθουν ποτέ τους».
«Σκληρή συμπεριφορά», είπε ο Λαν, «ακόμα και για Λευκομανδίτες».
Ο Σίμιον συμφώνησε, ανεβοκατεβάζοντας το κεφάλι. «Όπως το λες, καλέ μου αφέντη. Ποτέ άλλοτε δεν έκαναν τέτοια πράγματα. Περπατούσαν κορδωμένοι, αυτό ναι. Σε κοίταζαν λες και ήσουν σκουπίδι, έχωναν τη μύτη τους σε ξένες υποθέσεις. Αλλά ποτέ άλλοτε δεν είχαν κάνει φασαρίες. Τουλάχιστον όχι τέτοιες φασαρίες».
«Τώρα έφυγαν», είπε η Μουαραίν, «και δεν θα υπάρξουν άλλες φασαρίες. Είμαι σίγουρη πως θα περάσουμε μια ήσυχη νύχτα».
Ο Πέριν δεν άνοιξε το στόμα, αλλά μέσα του δεν έβρισκε ησυχία. Όλα εντάξει με τους γάμους και τους Λευκομανδίτες, αλλά εγώ θα προτιμούσα να μάθω αν ο Ραντ έκανε στάση εδώ και για πού τράβηξε φεύγοντας. Εκείνη η μυρωδιά αποκλείεται να ήταν αυτός.