Ακολούθησε τον Σίμιον, που τον οδήγησε λίγο πιο πέρα στο διάδρομο, σε ένα άλλο δωμάτιο, που είχε δύο κρεβάτια, μια λεκάνη για πλύσιμο πάνω σε ένα τραπεζάκι, δύο σκαμνιά και σχεδόν τίποτα άλλο. Από τα στενά παράθυρα έμπαινε ελάχιστο φως. Τα κρεβάτια ήταν αρκετά μεγάλα, με μαξιλάρια και διπλωμένες κουβέρτες, αλλά τα στρώματα έδειχναν ταλαιπωρημένα. Ο Σίμιον έψαξε στην κορνίζα του τζακιού και βρήκε ένα κερί, καθώς και ένα κουτάκι με ίσκα και τσακμακόπετρα για να το ανάψει.
«Θα κανονίσω να ενώσουμε δύο κρεβάτια για να κοιμηθείς, καλέ μου —ε― Ογκιρανέ. Μια στιγμή μόνο, μια στιγμή». Αλλά δεν έδειχνε να βιάζεται και άλλαζε θέση στο κηροπήγιο, σαν να έψαχνε τη σωστή θέση του. Ο Πέριν σκέφτηκε πως φαινόταν ταραγμένος.
Ε, κι εμένα Θα με έπιανε ταραχή, αν έρχονταν Λευκομανδίτες στο Πεδίο του Έμοντ κι έκαναν τέτοια πράγματα. «Σίμιον, μήπως πέρασε χθες ή προχθές κάποιος ξένος από δω; Ένας νεαρός, ψηλός, γκριζομάτης και κοκκινομάλλης; Μπορεί να έπαιξε φλάουτο, για να πληρώσει το φαγητό ή το κρεβάτι του».
«Τον θυμάμαι, καλέ αφέντη», είπε ο Σίμιον, που ακόμα έπαιζε με το κηροπήγιο. Ήρθε νωρίς χθες το πρωί. Η αλήθεια είναι ότι φαινόταν πεινασμένος. Έπαιξε φλάουτο σε όλους τους γάμους χθες. Ωραίο παλικαράκι. Μερικές γυναίκες του έκαναν τα γλυκά μάτια στην αρχή, μα...» Κοντοστάθηκε και λοξοκοίταξε τον Πέριν. «Είναι φίλος σου, καλέ μου αφέντη;»
«Τον ξέρω», είπε ο Πέριν. «Γιατί;»
Ο Σίμιον δίστασε. «Τίποτα, καλέ αφέντη. Μόνο που ήταν παράξενος τύπος. Μιλούσε μόνος του, πού και πού, και μερικές φορές γελούσε χωρίς να έχει πει κανένας τίποτα. Κοιμήθηκε σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο χθες τη νύχτα ― όχι όλη τη νύχτα, όμως. Μας ξύπνησε με τις τσιρίδες του, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης, αλλά αυτός δεν έλεγε να μείνει στιγμή παραπάνω. Ο αφέντης Χάροντ προσπάθησε να τον μεταπείσει, αλλά δεν έβαλε και τα δυνατά του, με τόση φασαρία που έκανε». Ο Σίμιον έκανε άλλη μια παύση. «Είπε κάτι παράξενο φεύγοντας».
«Τι;» ρώτησε αμέσως ο Πέριν.
«Είπε ότι κάποιος τον κυνηγούσε. Είπε...» Ο άνθρωπος που έμοιαζε να μην έχει σχεδόν καθόλου πηγούνι κατάπιε και συνέχισε να μιλά πιο αργά. «Είπε ότι θα τον σκότωνε, αν δεν έφευγε. “Ο ένας από μας πρέπει να πεθάνει και δεν θα είμαι εγώ αυτός”. Δικά του λόγια».
«Δεν εννοούσε εμάς», μπουμπούνισε ο Λόιαλ. «Εμείς είμαστε φίλοι του».
«Φυσικά, καλέ μου —ε― Ογκιρανέ. Φυσικά δεν εννοούσε εσάς. Εγώ —α― δεν θέλω να πω τίποτα για το φίλο σας, αλλά —ε― νομίζω πως κάτι έχει. Δεν είναι στα καλά του. Καταλαβαίνετε».
«Θα τον φροντίσουμε», είπε ο Πέριν. «Γι’ αυτό τον ακολουθούμε. Προς τα πού πήγε;»
«Το ήξερα», είπε ο Σίμιον, χοροπηδώντας στις μύτες των ποδιών. «Μόλις σας είδα, ήξερα ότι η καλή κυρά θα βοηθούσε. Προς τα πού; Ανατολικά, καλέ αφέντη. Ανατολικά, λες και τον κυνηγούσε ο ίδιος ο Σκοτεινός. Λες να βοηθήσει κι εμένα η καλή κυρά; Δηλαδή, να βοηθήσει τον αδελφό μου; Ο Νόαμ είναι πολύ άρρωστος και η μητέρα Ρουν λέει ότι αυτή δεν μπορεί να κάνει τίποτα».
Ο Πέριν έμεινε με απαθές το πρόσωπο και, για να κερδίσει λίγο χρόνο να σκεφτεί, έστησε το τόξο του στη γωνία και ακούμπησε την κουβέρτα και τα σακίδιά του σ’ ένα κρεβάτι. Το πρόβλημα ήταν ότι οι σκέψεις του δεν έβγαζαν πουθενά. Κοίταξε τον Λόιαλ, αλλά δεν βρήκε βοήθεια από κει· από την ανησυχία του, τα αυτιά του Ογκιρανού είχαν πέσει και τα μακριά φρύδια του κρέμονταν ως τα μάγουλα. «Γιατί νομίζεις ότι μπορεί να βοηθήσει τον αδελφό σου;» Χαζή ερώτηση! Η σωστή ερώτηση είναι τι σκοπεύει να κάνει γι αυτό.
«Μα, να, ταξίδεψα μια φορά στην Τζεχάνα, καλέ μου αφέντη, και είδα δύο... δύο γυναίκες σαν αυτήν. Από τότε, δεν υπάρχει περίπτωση να την περάσω για κάτι άλλο». Η φωνή του χαμήλωσε, έγινε ψίθυρος. «Λένε ότι μπορούν να αναστήσουν τους νεκρούς, καλέ μου αφέντη».
«Ποιος άλλος το ξέρει;» ρώτησε κοφτά ο Πέριν και την ίδια στιγμή ο Λόιαλ είπε: «Αν ο αδελφός σου είναι νεκρός, τότε κανένας δεν μπορεί να κάνει κάτι».
Ο βατραχοπρόσωπος άντρας κοίταξε ταραγμένος τον έναν και ύστερα τον άλλο. Η απάντηση του βγήκε σαν καταρράκτης. «Κανένας δεν το ξέρει εκτός από μένα, καλέ μου αφέντη. Ο Νόαμ δεν είναι πεθαμένος, καλέ Ογκιρανέ, αλλά άρρωστος. Ορκίζομαι ότι κανένας άλλος δεν θα την αναγνωρίσει. Ακόμα και ο αφέντης Χάροντ όλη του τη ζωή δεν έχει πάει πάνω από είκοσι μίλια παραπέρα. Είναι βαριά άρρωστος. Θα τη ρωτούσα εγώ μόνος μου, αλλά τα γόνατά μου θα είχαν τέτοιο τρέμουλο, που τα λόγια μου δεν θα ακούγονταν. Για σκέψου να προσβληθεί και να μου ρίξει κεραυνό; Κι από την άλλη, άμα κάνω λάθος; Δεν κατηγορείς γυναίκα για τέτοιο πράγμα, άμα δεν.. θέλω να πω... α...» Σήκωσε τα χέρια, λίγο σαν να ήθελε να ικετέψει, λίγο σαν να ήθελε να αμυνθεί.