«Δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα», είπε ο Πέριν, «αλλά θα της μιλήσω. Λόιαλ, θα κάνεις παρέα στον Σίμιον, μέχρι να μιλήσω στη Μουαραίν;»
«Βεβαίως», μπουμπούνισε ο Ογκιρανός. Ο Σίμιον τινάχτηκε όταν η χερούκλα του Λόιαλ σκέπασε ολόκληρο τον ώμο του. «Θα μου δείξει το δωμάτιο μου και θα μιλήσουμε. Πες μου, Σίμιον, τι ξέρεις για τα δέντρα;»
«Τα δ-δ-δέντρα, κ-κ-καλέ Ογκιρανέ;»
Ο Πέριν δεν στάθηκε να περιμένει. Έτρεξε στο σκοτεινό διάδρομο και χτύπησε την πόρτα της Μουαραίν, σχεδόν χωρίς να περιμένει για το αυστηρό «Εμπρός!» της, πριν τρυπώσει μέσα.
Πέντε-έξι κεριά έδειχναν ότι το καλύτερο δωμάτιο του Άλματος δεν ήταν και τόσο καλό, αν και το μοναδικό κρεβάτι που υπήρχε διέθετε τέσσερις ψηλούς στύλους, που στήριζαν τον ουρανό, ενώ το στρώμα δεν φαινόταν γεμάτο λακκούβες, όπως του Πέριν. Στο πάτωμα υπήρχε ένα απομεινάρι χαλιού και δύο μικρές πολυθρόνες με μαξιλαράκια, αντί για σκαμνιά. Κατά τα άλλα, δεν φαινόταν διαφορετικό από το δικό του δωμάτιο. Η Μουαραίν και ο Λαν στέκονταν μπροστά στο κρύο τζάκι σαν να συζητούσαν κάτι και η Άες Σεντάι δεν έδειξε ευχαριστημένη από αυτή τη διακοπή. Το πρόσωπο του Προμάχου ήταν ατάραχο, σαν προτομή.
«Ο Ραντ πράγματι πέρασε από δω», άρχισε να λέει ο Πέριν. «Ο ανθρωπάκος αυτός, ο Σίμιον, τον θυμάται». Η Μουαραίν σφύριξε μέσα από τα δόντια της.
«Σου είπε να μην ανοίξεις το στόμα σου», μούγκρισε ο Λαν.
Ο Πέριν γύρισε να αντικρίσει τον Πρόμαχο. Ήταν πιο εύκολο αυτό, από το να αντιμετωπίσει την άγρια ματιά της Μουαραίν. «Πες μου, σε παρακαλώ, πώς θα βρίσκαμε ότι πέρασε από δω, αν δεν ρωτούσαμε; Αν ενδιαφέρεστε, έφυγε χθες τη νύχτα και τράβηξε κατά τα ανατολικά. Και έλεγε για κάποιον που τον ακολουθεί, που προσπαθεί να τον σκοτώσει».
«Ανατολικά». Η Μουαραίν ένευσε. Η απόλυτη ηρεμία της φωνής της ερχόταν σε αντίθεση με το αποδοκιμαστικό βλέμμα της. «Χαίρομαι που το μαθαίνω, αν και θα έπρεπε να πάει προς τα κει, αν ο προορισμός του είναι το Δάκρυ. Αλλά ήμουν σχεδόν σίγουρη πως ήταν εδώ, πριν ακόμα ακούσω για τους Λευκομανδίτες και, όταν έμαθα γι’ αυτούς, βεβαιώθηκα. Ο Ραντ είχε σχεδόν σίγουρα δίκιο για ένα πράγμα, Πέριν. Δεν πιστεύω ότι είμαστε οι μόνοι που προσπαθούμε να τον βρούμε. Κι αν μάθουν για μας, ίσως προσπαθήσουν να μας σταματήσουν. Αρκετά προβλήματα θα έχουμε αναζητώντας τον Ραντ, δεν χρειαζόμαστε κι άλλα. Πρέπει να μάθεις να κρατάς το στόμα σου κλειστό, μέχρι να σου πω εγώ να μιλήσεις».
«Οι Λευκομανδίτες;» είπε ο Πέριν, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Να έχω το στόμα μου κλειστό; Δεν το κάνω, που να με κάψουν! «Πώς έμαθες απ’ αυτούς...; Η τρέλα του Ραντ. Είναι κολλητική;»
«Όχι η τρέλα του», είπε η Μουαραίν, «αν είναι σε τόσο προχωρημένη κατάσταση που να μπορεί κανείς να τον αποκαλέσει τρελό. Πέριν, είναι ο πιο ισχυρός τα’βίρεν από κάθε άλλο μετά την Εποχή των Θρύλων. Χθες, σε αυτό το χωριό, το Σχήμα... κινήθηκε, πλάστηκε γύρω του, σαν πηλός που παίρνει μορφή σε καλούπι. Οι γάμοι, οι Λευκομανδίτες, όλα αυτά θα αρκούσαν για πουν, σε όποιον μπορούσε να ακούσει, ότι ο Ραντ είχε περάσει από δω».
Ο Πέριν ανάσανε βαθιά. «Και θα βρίσκουμε τέτοια πράγματα όπου περνά; Φως μου, αν τον κυνηγούν Σκιογέννητοι» θα βρίσκουν κι αυτοί πανεύκολα τα ίχνη του, όσο κι εμείς».
«Ίσως», είπε η Μουαραίν. «Ίσως όχι. Κανένας δεν ξέρει κάτι για τα’βίρεν ισχυρούς σαν τον Ραντ». Για μια στιγμή μονάχα, φάνηκε εκνευρισμένη που δεν ήξερε. «Ο Αρτουρ ο Γερακόφτερος ήταν ο ισχυρότερος τα’βίρεν απ’ όσους έχουν παραμείνει στα γραπτά. Και ο Γερακόφτερος απείχε πολύ από το να είναι τόσο ισχυρός όσο ο Ραντ».
«Λέγεται», πρόσθεσε ο Λαν, «ότι έρχονταν στιγμές που οι άνθρωποι στο ίδιο δωμάτιο με τον Γερακόφτερο έλεγαν την αλήθεια, ενώ σκόπευαν να πουν ψέματα και έπαιρναν αποφάσεις που δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι τις σκέφτονταν. Στιγμές που κάθε ζαριά, κάθε χαρτί της τράπουλας, έβγαινε όπως το ήθελε αυτός. Αλλά μονάχα στιγμές».
«Εννοείς ότι δεν ξέρεις», είπε ο Πέριν. «Μπορεί ως το Δάκρυ να αφήνει πίσω του ένα δρόμο όλο γάμους και σαλεμένους Λευκομανδίτες».
«Εννοώ ότι ξέρω όσα μπορεί να μάθει κανείς», είπε κοφτά η Μουαραίν. Το σκοτεινό βλέμμα της άγγιξε τον Πέριν σαν μαστίγιο. «Το Σχήμα είναι λεπτοϋφασμένο γύρω από τους τα’βίρεν και οι άλλοι μπορούν να ακολουθήσουν τη μορφή που παίρνουν τα νήματα, αν ξέρουν πού πρέπει να κοιτάξουν. Πρόσεχε μήπως η γλώσσα σου ξηλώσει πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορείς να γνωρίζεις».
Άθελά του, ο Πέριν καμπούριασε τους ώμους, λες και η Μουαραίν τον χτυπούσε στ’ αλήθεια. «Πρέπει να χαρείς, λοιπόν, που αυτή τη φορά άνοιξα το στόμα μου. Ο Σίμιον ξέρει ότι είσαι Άες Σεντάι. Θέλει να Θεραπεύσεις τον αδελφό του, τον Νόαμ, που έχει κάποια αρρώστια. Αν δεν του είχα μιλήσει, ίσως να μην έβρισκε το θάρρος να ρωτήσει, αλλά μπορεί να τα έλεγε στους φίλους του».