Ο Λαν έπιασε το βλέμμα της Μουαραίν και για μια στιγμή στάθηκαν και κοιτάζονταν. Ο Πρόμαχος είχε ύφος λύκου έτοιμου να ορμήσει. Στο τέλος, η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι. «Όχι», είπε.
«Όπως επιθυμείς. Είναι δική σου απόφαση». Ο τόνος του Λαν έδειξε ότι πίστευε πως η Μουαραίν είχε πάρει τη λάθος απόφαση, αλλά η ένταση γρήγορα χάθηκε από πάνω του.
Ο Πέριν τους κοίταξε. «Σκεφτόσασταν να... Ο Σίμιον δεν θα μιλούσε σε κανέναν αν ήταν νεκρός, έτσι δεν είναι;»
«Δεν θα πεθάνει από δικές μου πράξεις», είπε η Μουαραίν. «Αλλά δεν μπορώ και δεν θα δώσω την υπόσχεση ότι πάντα θα γίνεται έτσι. Πρέπει να βρούμε τον Ραντ και σ’ αυτό δεν θα αποτύχω. Μίλησα αρκετά ξεκάθαρα για τα γούστα σου;» Αιχμάλωτος στο βλέμμα της, ο Πέριν δεν μπορούσε να απαντήσει. Η Μουαραίν ένευσε, σαν να της αρκούσε η σιωπή του για απάντηση. «Τώρα οδήγησε με στον Σίμιον».
Η πόρτα του Λόιαλ έχασκε ανοιχτή, χύνοντας στο διάδρομο μια λιμνούλα φως από τα κεριά. Τα δύο κρεβάτια μέσα στο δωμάτιο ήταν ενωμένα και στο ένα κάθονταν ο Λόιαλ με τον Σίμιον. Ο άντρας με το σχεδόν ανύπαρκτο πηγούνι είχε σηκώσει το βλέμμα στον Λόιαλ, με το στόμα ορθάνοιχτο και μια έκφραση θαυμασμού στο πρόσωπο.
«Α, ναι, τα στέντιγκ είναι έξοχα», έλεγε ο Λόιαλ. «Υπάρχει τόση γαλήνη εκεί, κάτω από τα Μεγάλα Δέντρα. Εσείς οι άνθρωποι μπορεί να έχετε τους πολέμους και τις διαμάχες σας, αλλά ποτέ κάτι δεν ταράζει τα στέντιγκ. Περιποιούμαστε τα δέντρα και ζούμε αρμονικά...» Η φωνή του έσβησε όταν είδε τη Μουαραίν, με τον Λαν και τον Πέριν πιο πίσω.
Ο Σίμιον σηκώθηκε αδέξια όρθιος, υποκλίθηκε και οπισθοχώρησε, ώσπου κόλλησε στον απέναντι τοίχο. «Α... καλή μου κυρά... Α... α...» Ακόμα και τότε, συνέχισε να ανεβοκατεβάζει το κεφάλι του, σαν παιχνιδάκι δεμένο με σπάγκο.
«Πήγαινε με στον αδελφό σου», πρόσταξε η Μουαραίν, «και θα κάνω ό,τι μπορώ. Πέριν, θα έρθεις κι εσύ, μιας κι αυτός ο καλός άνθρωπος πρωτομίλησε σε σένα». Ο Λαν σήκωσε το φρύδι του κι εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Αν πάμε όλοι μαζί, θα τραβήξουμε την προσοχή. Ο Πέριν θα μου προσφέρει όση προστασία χρειαστώ».
Ο Λαν ένευσε απρόθυμα και μετά έριξε μια σκληρή ματιά στον Πέριν. «Έχε το νου σου, σιδερά. Έτσι και πάθει τίποτα...» Τα παγωμένα, γαλάζια μάτια του συμπλήρωσαν την υπόσχεσή του.
Ο Σίμιον άρπαξε ένα κερί και όρμησε στο διάδρομο, ενώ ακόμα υποκλινόταν, έτσι που το φως του κεριού έκανε τις σκιές τους να χορεύουν. «Από δω —α― καλή μου κυρά. Από δω».
Πίσω από την πόρτα, στο τέλος του διαδρόμου, μια εξωτερική σκάλα έβγαζε σε ένα στενό δρομάκι ανάμεσα στο πανδοχείο και το στάβλο. Η νύχτα μίκραινε τη φλόγα του κεριού και την έκανε μια φωτεινή, τρεμουλιαστή κουκκίδα. Ένα μισοφέγγαρο είχε ανεβεί στον έναστρο ουρανό, χαρίζοντας περισσότερο φως απ’ όσο χρειάζονταν τα μάτια του Πέριν. Αναρωτήθηκε πότε η Μουαραίν θα έλεγε στον Σίμιον ότι δεν ήταν ανάγκη πια να υποκλίνεται, αλλά εκείνη δεν το είπε καθόλου. Η Άες Σεντάι προχωρούσε με άνεση, ανασηκώνοντας τα φουστάνια της για να μη σέρνονται στη λάσπη, λες και το σκοτεινό πέρασμα ήταν αίθουσα παλατιού και εκείνη η βασίλισσα. Ο αέρας ήδη έφερνε μια ψύχρα· οι νύχτες ακόμα δεν ξεχνούσαν το χειμώνα.
«Από δω». Ο Σίμιον τους οδήγησε σε μια παράγκα πίσω από το στάβλο και τράβηξε βιαστικά το σύρτη της πόρτας. «Από δω», είπε δείχνοντας. «Να, εκεί, καλή μου κυρά. Εκεί. Ο αδελφός μου. Ο Νόαμ».
Η άλλη άκρη της παράγκας ήταν φραγμένη με πλατιά κομμάτια ξύλου· ήταν μια βιαστική δουλειά, απ’ ό,τι φαινόταν. Μια γερή, σιδερένια κλειδαριά με κρίκους έκλεινε μια προχειροφτιαγμένη πόρτα από κάθετα βαλμένα ξύλα. Πίσω από αυτά τα κάγκελα, ένας άντρας ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο γεμάτο άχυρα δάπεδο. Ήταν ξυπόλητος και το πουκάμισο και το φαρδύ παντελόνι του είχαν σχιστεί, σαν να τα είχε σκίσει ο ίδιος, μη ξέροντας πώς να τα βγάλει. Υπήρχε μια μυρωδιά άπλυτης σάρκας κι ο Πέριν σκέφτηκε πως ακόμα και ο Σίμιον και η Μουαραίν θα μπορούσαν να τη μυρίσουν.
Ο Νόαμ σήκωσε το κεφάλι και τους κοίταξε σιωπηλά, ανέκφραστα. Τίποτα στην όψη του δεν έδειχνε ότι ήταν αδελφός του Σίμιον· κατ’ αρχάς, είχε πηγούνι και ήταν σωματώδης, με γερούς ώμους ― όμως δεν ήταν αυτά τα χαρακτηριστικά που συγκλόνισαν τον Πέριν. Ο Νόαμ τους κοίταζε με σκούρα, χρυσαφένια μάτια.
«Κοντά ένα χρόνο έλεγε παλαβομάρες, καλή μου κυρά, ότι μπορούσε... μπορούσε να μιλήσει με τους λύκους. Και τα μάτια του...» Ο Σίμιον τόλμησε να ρίξει μια ματιά στον Πέριν. «Να, έλεγε γι’ αυτό όποτε μεθούσε. Όλοι γελούσαν μαζί του. Και μετά, πριν κάνα μήνα, δεν ήρθε στην πόλη. Βγήκα να δω τι γινόταν και τον βρήκα... έτσι».