Επιφυλακτικά, απρόθυμα, ο Πέριν άπλωσε το χέρι προς τον Νόαμ, όπως θα έκανε με ένα λύκο. Τρέξιμο στα δάση με τον κρύο αέρα στη μύτη του. Χιμά από την κρυψώνα, δόντια που ανοίγουν να κόψουν τένοντες. Γεύση αίματος, πηχτό στη γλώσσα. Σκότωσε. Ο Πέριν τινάχτηκε κι αποτραβήχτηκε, όπως θα έκανε μπροστά σε φωτιά. Στην πραγματικότητα, αυτές δεν ήταν καθόλου σκέψεις, μονάχα ένα χαοτικό ανακάτωμα από επιθυμίες και εικόνες, εν μέρει αναμνήσεις, εν μέρει λαχτάρα. Αλλά εκεί κυριαρχούσε ο λύκος, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο Πέριν ακούμπησε τον τοίχο για να στηριχτεί· ένιωθε τα γόνατά του να λυγίζουν. Φως μου, βοήθησέ με!
Η Μουαραίν άγγιξε την κλειδαριά.
«Το κλειδί το έχει ο αφέντης Χάροντ, καλή κυρά. Δεν ξέρω αν θα μας το —»
Εκείνη έδωσε ένα απότομο τράβηγμα και η κλειδαριά άνοιξε. Ο Σίμιον την κοίταξε χάσκοντας. Η Μουαραίν έβγαλε την κλειδαριά από τους κρίκους και ο άντρας με το σχεδόν ανύπαρκτο πηγούνι στράφηκε στον Πέριν.
«Είναι ασφαλές, καλέ μου αφέντη; Μπορεί να είναι αδελφός μου, αλλά δάγκωσε τη μητέρα Ρουν όταν προσπάθησε να τον βοηθήσει και... και σκότωσε μια αγελάδα. Με τα δόντια του», κατέληξε ξεψυχισμένα.
«Μουαραίν», είπε ο Πέριν, «αυτός ο άντρας είναι επικίνδυνος».
«Όλοι οι άντρες είναι επικίνδυνοι», απάντησε εκείνη ψυχρά. «Τώρα, κάνε ησυχία». Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο Πέριν κράτησε την ανάσα του.
Με το πρώτο βήμα της, τα χείλη του Νόαμ τραβήχτηκαν κι άρχισε να μουγκρίζει υπόκωφα, ένα μπουμπουνητό που ολοένα και βάθυνε, ώσπου στο τέλος έτρεμε ολόκληρο το σώμα του. Η Μουαραίν τα αγνόησε όλα αυτά. Ακόμα γρυλίζοντας, ο Νόαμ σπαρτάρισε και οπισθοχώρησε ανάμεσα στα άχυρα καθώς εκείνη τον πλησίαζε, ώσπου κόλλησε το σώμα του στη γωνιά. Ή ώσπου τον έκανε αυτή να κολλήσει εκεί.
Αργά, ήρεμα, η Άες Σεντάι γονάτισε και πήρε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια της. Το μουγκρητό του Νόαμ δυνάμωσε κι έγινε άγριο γρύλισμα, ενώ μετά έσβησε κι έμεινε ένα κλαψούρισμα, πριν προλάβει ο Πέριν να κάνει τίποτα. Για μια ατέλειωτη στιγμή, η Μουαραίν στάθηκε κρατώντας το κεφάλι του Νόαμ κι ύστερα, με την ίδια ηρεμία, το άφησε και σηκώθηκε όρθια. Ο Πέριν ένιωσε ένα σφίξιμο στο λαιμό όταν η Άες Σεντάι γύρισε την πλάτη στον Νόαμ και βγήκε από το κλουβί, ενώ εκείνος απλώς έμεινε κοιτάζοντάς την. Η Μουαραίν έκλεισε την πόρτα και ξανάβαλε την κλειδαριά στους κρίκους, χωρίς να την κλειδώσει ― τότε ο Νόαμ όρμησε στα ξύλινα κάγκελα, γρυλίζοντας δυνατά. Τα δάγκωνε, τα τράνταζε με τους ώμους, προσπαθούσε να χώσει το κεφάλι του ανάμεσά τους, ενώ όλο γρύλιζε και δάγκωνε τον αέρα.
Η Μουαραίν τίναξε ανέκφραστη τα άχυρα από την ποδιά της, με το χέρι σταθερό.
«Το ρισκάρεις», είπε απαλά ο Πέριν. Εκείνη τον κοίταξε —με αταλάντευτη ματιά, που έλεγε ότι ήξερε― κι αυτός χαμήλωσε το βλέμμα. Τα κίτρινα μάτια του.
Ο Σίμιον κοίταζε τον αδελφό του. «Μπορείς να τον βοηθήσεις, καλή μου κυρά;» ρώτησε βραχνά.
«Λυπάμαι, Σίμιον», του είπε αυτή.
«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, καλή κυρά; Έστω κάτι; Απ’ αυτά τα» —η φωνή του έγινε ψίθυρος― «πράγματα που κάνουν οι Άες Σεντάι;»
«Η Θεραπεία δεν είναι ένα απλό ζήτημα, Σίμιον, και πηγάζει τόσο από το θεραπευτή όσο και εκ των έσω. Εδώ δεν υπάρχει κάτι που να θυμάται ότι κάποτε ήταν ο Νόαμ, τίποτα που να θυμάται ότι ήταν άνθρωπος. Δεν απέμειναν χάρτες για να του δείξουν το δρόμο της επιστροφής και δεν απέμεινε τίποτα το οποίο να ακολουθήσει αυτό το δρόμο. Ο Νόαμ χάθηκε, Σίμιον».
«Απλώς... απλώς μιλούσε παράξενα, καλή κυρά, όταν είχε πιει μερικά ποτηράκια παραπάνω. Απλώς...» Ο Σίμιον έτριψε για μια στιγμή τα μάτια του και βλεφάρισε. «Σ’ ευχαριστώ, καλή μου κυρά. Ξέρω ότι, αν μπορούσες, θα έκανες κάτι». Εκείνη άγγιξε τον ώμο του, μουρμούρισε μερικά παρηγορητικά λόγια και μετά έφυγε από την παράγκα.
Ο Πέριν ήξερε ότι έπρεπε να την ακολουθήσει, αλλά ο άνθρωπος —αυτό που κάποτε ήταν άνθρωπος― που δάγκωνε τα ξύλινα κάγκελα δεν τον άφηνε να φύγει. Έκανε ένα γοργό βήμα μπροστά και, νιώθοντας έκπληκτος και ο ίδιος, έβγαλε την κρεμασμένη κλειδαριά από τους κρίκους. Η κλειδαριά ήταν καλοφτιαγμένη, έργο δεξιοτέχνη σιδερά.
«Καλέ μου αφέντη;»
Ο Πέριν κοίταξε την κλειδαριά στα χέρια του και μετά τον άνθρωπο στο κλουβί. Ο Νόαμ δεν δάγκωνε πια τα φαρδιά ξύλα· ανταπέδιδε το βλέμμα του Πέριν επιφυλακτικά, λαχανιασμένα. Μερικά δόντια είχαν σπάσει.
«Μπορείς να τον κρατήσεις για πάντα εδώ», είπε ο Πέριν, «αλλά δεν... δεν πιστεύω να καλυτερέψει ποτέ».
«Αν βγει έξω, καλέ μου αφέντη, θα πεθάνει!»
«Θα πεθάνει είτε εδώ μέσα, είτε έξω, Σίμιον. Έξω, τουλάχιστον, θα είναι ελεύθερος, θα είναι όσο ευτυχισμένος μπορεί να γίνει. Δεν είναι άλλο πια ο αδελφός σου, αλλά εσύ είσαι αυτός που πρέπει να αποφασίσει. Μπορείς να τον αφήσεις εδώ για να τον χαζεύει ο κόσμος, να τον αφήσεις να κοιτάζει τα κάγκελα του κλουβιού του μέχρι να λιώσει και να πεθάνει. Σίμιον, δεν μπορείς να βάλεις λύκο σε κλουβί και να περιμένεις ότι θα είναι ευτυχισμένος. Ή ότι θα ζήσει πολύ».