«Κι αν βρεις μπροστά σου αυτό που φαίνεται να βρήκε ο Μπόρνχαλντ; Άες Σεντάι που διαβιβάζουν για να σκοτώσουν;»
«Η μαγεία τους δεν τις προστατεύει από βέλη, ή από ένα μαχαίρι στο σκοτάδι. Πεθαίνουν ευθύς αμέσως, σαν όλους τους άλλους». Ο Κάριντιν χαμογέλασε. «Σου υπόσχομαι, μέχρι το καλοκαίρι θα έχω πετύχει».
Ο Νάιαλ ένευσε. Τώρα ο άλλος ένιωθε σιγουριά μέσα του. Αν υπήρχαν επικίνδυνες ερωτήσεις, σίγουρα θα είχαν ακουστεί ως τώρα. Έπρεπε να θυμάσαι, Κάριντιν, ότι με θεωρούσαν έξοχο γνώστη τακτικών. «Γιατί», είπε ήρεμα, «δεν πήρες τις δικές σου δυνάμεις στο Φάλμε; Με τους Σκοτεινόφιλους στο Τόμαν Χεντ, με μια στρατιά τους να κρατά το Φάλμε, γιατί επιχείρησες να σταματήσεις τον Μπόρνχαλντ;»
Ο Κάριντιν ανοιγόκλεισε τα μάτια, αλλά η φωνή του έμεινε ατάραχη. «Στην αρχή ήταν μονάχα φήμες, Άρχοντα Μάγιστρέ μου. Φήμες τόσο εξωφρενικές, που κανένας δεν μπορούσε να τις πιστέψει. Όταν πια έμαθα την αλήθεια, ο Μπόρνχαλντ είχε εμπλακεί στη μάχη. Ήταν νεκρός και οι Σκοτεινόφιλοι είχαν σκορπίσει. Εκτός αυτού, η αποστολή μου ήταν να φέρω το Φως στην Πεδιάδα Άλμοθ. Δεν μπορούσα να αψηφήσω τις διαταγές μου για να κυνηγήσω φήμες».
«Η αποστολή σου;» είπε ο Νάιαλ, με φωνή που δυνάμωνε καθώς σηκωνόταν όρθιος. Ο Κάριντιν τον περνούσε ένα κεφάλι στο μπόι, αλλά έκανε ένα βήμα πίσω. «Η αποστολή σου; Η αποστολή σου ήταν να καταλάβεις την Πεδιάδα Άλμοθ! Έναν άδειο κουβά, που δεν τον κρατά κανείς παρά μόνο με λόγια και ισχυρισμούς και τον οποίο το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να τον γεμίσεις. Το έθνος του Άλμοθ θα ξαναζούσε και θα το κυβερνούσαν τα Τέκνα του Φωτός, δίχως να χρειάζεται να προφασίζεται υποταγή σε έναν ηλίθιο βασιλιά. Η Αμαδισία και το Άλμοθ θα ήταν σαν μια τανάλια που αρπάζει το Τάραμπον. Σε πέντε χρόνια θα κυριαρχούσαμε κι εκεί, όπως κι εδώ, στην Αμαδισία. Κι εσύ τα έκανες μούσκεμα!»
Επιτέλους, το χαμόγελο χάθηκε. «Άρχοντα Μάγιστρέ μου», διαμαρτυρήθηκε ο Κάριντιν. «Πώς να προβλέψω αυτά που έγιναν; Ακόμα ένας ψεύτικος Δράκοντας. Το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν, τελικά, άρχισαν τον πόλεμο, ύστερα από τόσα χρόνια που εκτόξευαν απειλές το ένα στο άλλο. Και οι Άες Σεντάι, τελικά, αποκάλυψαν τον πραγματικό τους εαυτό, ύστερα από τρεις χιλιάδες χρόνια παραπλάνησης! Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν χάθηκαν όλα. Μπορώ να βρω και να σκοτώσω αυτό τον ψεύτικο Δράκοντα, πριν ενωθούν οι οπαδοί του. Και όταν αποδυναμωθούν οι Ταραμπονέζοι και οι Ντομανοί, θα τους σαρώσουμε από την πεδιάδα δίχως —»
«Όχι!» ξέσπασε ο Νάιαλ. «Τέλος τα σχέδιά σου, Κάριντιν. Μάλλον πρέπει να σε παραδώσω στους δικούς σου Ανακριτές, αυτή τη στιγμή. Ο Ανώτατος Εξεταστής δεν θα έφερνε αντίρρηση. Ανυπομονεί να βρει κάποιον να κατηγορήσει για ό,τι έγινε. Δεν θα παρέδιδε δικό του άνθρωπο, αλλά δεν νομίζω να δίσταζε, αν διάλεγα εσένα. Μερικές μέρες ανάκριση και θα ομολογούσες τα πάντα. Ακόμα και τον εαυτό σου θα κατηγορούσες για Σκοτεινόφιλο. Σε μια βδομάδα θα έσκυβες μπροστά στο τσεκούρι του δήμιου».
Στο μέτωπο του Κάριντιν γυάλιζε ιδρώτας. «Άρχοντα Μάγιστρέ μου...» Σταμάτησε για να ξεροκαταπιεί. «Ο Άρχοντας Μάγιστρος μου μοιάζει να λέει ότι υπάρχει και άλλος τρόπος. Δεν έχει παρά να τον πει, εγώ ορκίστηκα υπακοή».
Τώρα, σκέφτηκε ο Νάιαλ. Τώρα θα ρίξουμε το ζάρι. Μια ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του, σαν να ήταν στη μάχη και να είχε συνειδητοποιήσει, ξαφνικά, πως όλοι οι άντρες σε ακτίνα εκατό βημάτων γύρω του ήταν του εχθρού. Οι Άρχοντες Διοικητές δεν αντίκριζαν το δήμιο, αλλά μερικοί είχαν πεθάνει ξαφνικά κι αναπάντεχα, τους είχαν θρηνήσει γοργά και είχαν αντικατασταθεί εξίσου γοργά από άλλους, με όχι τόσο επικίνδυνες ιδέες.
«Τέκνο Κάριντιν», είπε με σταθερή φωνή, «θα φροντίσεις να μην πεθάνει αυτός ο ψεύτικος Δράκοντας. Κι αν έρθουν Άες Σεντάι να του αντιταχθούν, αντί να τον υποστηρίξουν, θα χρησιμοποιήσεις τα “μαχαίρια στο σκοτάδι”».
Ο Εξεταστής έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Γρήγορα, όμως, ξανάρθε στα συγκαλά του και κοίταξε τον Νάιαλ εξεταστικά. «Να σκοτώσει κανείς Άες Σεντάι είναι καθήκον, αλλά... να αφήσει ψεύτικο Δράκοντα να τριγυρνά ελεύθερος; Αυτό... αυτό θα ήταν... προδοσία. Και βλασφημία».
Ο Νάιαλ πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένιωθε τα αθέατα μαχαίρια να περιμένουν στις σκιές. Αλλά τώρα είχε ξεκινήσει αυτό το δρόμο. «Δεν είναι προδοσία να κάνεις αυτό που πρέπει να γίνει. Και ακόμα και η βλασφημία μπορεί να γίνει ανεκτή, προς όφελος ενός σκοπού». Αυτές οι δύο φράσεις αρκούσαν για να τον σκοτώσουν. «Ξέρεις πώς κάνεις τους ανθρώπους να ενωθούν και να σε ακολουθήσουν, Κάριντιν; Ποιος είναι ο πιο γρήγορος τρόπος; Όχι; Αμόλησε στους δρόμους ένα λιοντάρι ― ένα λυσσασμένο λιοντάρι. Κι όταν ο πανικός κυριεύσει τους ανθρώπους, όταν τους κόψει τα γόνατα, πες τους ότι θα το αντιμετωπίσεις εσύ. Τότε, το σκοτώνεις και τους διατάζεις να κρεμάσουν το κουφάρι του ψηλά, για να το βλέπουν όλοι. Και πριν προλάβουν να σκεφτούν, τους δίνεις άλλη μια διαταγή και την υπακούν. Κι αν συνεχίσεις να διατάζεις, θα συνεχίσουν να υπακούν, διότι εσύ θα είσαι εκείνος που τους έσωσε κι άρα ποιος καλύτερος για να τους οδηγεί;»