Ο Κάριντιν κούνησε το κεφάλι αβέβαια. «Σκοπεύεις να τα... πάρεις όλα, Άρχοντα Μάγιστρέ μου; Όχι μόνο την Πεδιάδα Άλμοθ, αλλά και το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν, επίσης;»
«Τι σκοπεύω το ξέρω εγώ. Εσύ θα υπακούς, όπως ορκίστηκες να κάνεις. Περιμένω να ακούσω ότι μαντατοφόροι έφυγαν για την πεδιάδα απόψε, πάνω σε γοργά άλογα. Είμαι βέβαιος ότι ξέρεις πώς να διατυπώσεις τις διαταγές, έτσι ώστε να μην υποψιαστεί κανείς αυτό που δεν πρέπει. Αν πρέπει να τα βάλεις με κάποιον, ας είναι οι Ταραμπονέζοι και οι Ντομανοί. Δεν θα ανεχτούμε να σκοτώσουν το λιοντάρι μου. Όχι, μα το Φως, θα τους αναγκάσουμε να συνάψουν ειρήνη μεταξύ τους».
«Όπως προστάζει ο Άρχοντας Μάγιστρος μου», είπε μελιστάλαχτα ο Κάριντιν. «Ακούω και υπακούω». Παραήταν μελιστάλαχτος.
Ο Νάιαλ χαμογέλασε παγερά. «Σε περίπτωση που ο όρκος σου δεν αντέχει πολλά, άκουσε κάτι. Αν αυτός ο ψεύτικος Δράκοντας πεθάνει πριν προστάξω το θάνατό του, ή αν τον πάρουν οι μάγισσες της Ταρ Βάλον, θα σε βρουν ένα πρωί με ένα εγχειρίδιο στην καρδιά. Και αν με βρει κάποιο... ατύχημα —ακόμα κι αν πεθάνω από γηρατειά― δεν θα βγάλεις το μήνα».
«Άρχοντα Μάγιστρέ μου, ορκίστηκα να υπακούω —»
«Πράγματι», τον διέκοψε ο Νάιαλ. «Μην το ξεχνάς. Πήγαινε κόρα!»
«Όπως διατάζει ο Άρχοντας Μάγιστρος μου». Αυτή τη φορά η φωνή του Κάριντιν δεν ήταν τόσο σταθερή.
Η πόρτα έκλεισε πίσω από τον Εξεταστή. Ο Νάιαλ έτριψε τα χέρια του. Κρύωνε. Τα ζάρια στροβιλίζονταν και δεν μπορούσε να προβλέψει κανείς ποια σύμβολα θα έδειχναν όταν θα σταματούσαν. Πράγματι, ερχόταν η Τελευταία Μάχη. Όχι η Τάρμον Γκάι’ντον των θρύλων, στην οποία ο Σκοτεινός θα δραπέτευε και θα τον αντιμετώπιζε ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Ήταν βέβαιος πως δεν θα συνέβαινε αυτό. Οι Άες Σεντάι της Εποχής των Θρύλων μπορεί να είχαν ανοίξει μια τρύπα στη φυλακή του Σκοτεινού, στο Σάγιολ Γκουλ, αλλά ο Λουζ Θέριν ο Σφαγέας και οι Εκατό Σύντροφοί του την είχαν σφραγίσει ξανά. Η αντεπίθεση είχε μολύνει οριστικά το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής και τους είχε τρελάνει, με αποτέλεσμα να αρχίσει το Τσάκισμα, αλλά ένας, μόνος του, από τους αρχαίους Άες Σεντάι μπορούσε να κάνει αυτό που σήμερα δεν μπορούσαν να κάνουν δέκα μάγισσες της Ταρ Βάλον. Οι σφραγίδες που είχαν κάνει θα άντεχαν.
Ο Πέντρον Νάιαλ ήταν άνθρωπος της ψυχρής λογικής και είχε αναλύσει πώς θα ερχόταν η Τάρμον Γκάι’ντον. Ορδές από θηριώδεις Τρόλοκ θα ξεχύνονταν από τη Μεγάλη Μάστιγα, όπως είχε γίνει και στους Πολέμους των Τρόλοκ πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, με Μυρντράαλ —Ημιανθρώπους― επικεφαλής, ίσως ακόμα και με μερικούς καινούριους ανθρώπους Άρχοντες του Δέους, από τους Σκοτεινόφιλους. Η ανθρωπότητα, διαιρεμένη σε έθνη που καυγάδιζαν μεταξύ τους, δεν θα μπορούσε να τους αντισταθεί. Αλλά ο Πέντρον Νάιαλ θα ένωνε την ανθρωπότητα, πίσω από τα λάβαρα των Τέκνων του Φωτός. Θα γεννιόνταν καινούριοι θρύλοι, που θα έλεγαν ότι ο Πέντρον Νάιαλ είχε πολεμήσει την Τάρμον Γκάι’ντον και είχε νικήσει.
«Στην αρχή», μουρμούρισε, «αμολάς ένα λυσσασμένο λιοντάρι στους δρόμους».
«Ένα λυσσασμένο λιοντάρι;»
Ο Νάιαλ στριφογύρισε επιτόπου, καθώς ένας κοκαλιάρης ανθρωπάκος με πελώρια μύτη, σαν ράμφος, έβγαινε πίσω από ένα κρεμασμένο λάβαρο. Για μια φευγαλέα στιγμή είδε από πίσω ένα κομμάτι του ξύλινου πλαισίου να κλείνει, πριν το λάβαρο πέσει ξανά στον τοίχο.
«Σου έδειξα αυτό το πέρασμα» Ορντήθ», ξέσπασε ο Νάιαλ, «για να μπορείς να έρχεσαι όταν σε καλώ, χωρίς να το μαθαίνει το μισό οχυρό ― όχι για να στήνεις αυτί στις προσωπικές συζητήσεις μου».
Ο Ορντήθ υποκλίθηκε υποταγμένα καθώς διέσχιζε το δωμάτιο. «Να στήσω αυτί, Μεγάλε Άρχοντα; Ποτέ δεν θα έκανα τέτοιο πράγμα. Μόλις είχα φτάσει και κατά λάθος άκουσα τα τελευταία λόγια σου. Τίποτα άλλο». Είχε ένα σχεδόν κοροϊδευτικό χαμόγελο, το οποίο, όμως, απ’ όσο ήξερε ο Νάιαλ, δεν χανόταν ποτέ από το πρόσωπό του, ακόμα κι όταν δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι τον έβλεπε κάποιος.
Πριν από ένα μήνα, μέσα στο βαρύ χειμώνα, αυτός ο κοκαλιάρης ανθρωπάκος είχε φτάσει στην Αμαδισία κουρελής και μισοπαγωμένος και με κάποιον τρόπο είχε πείσει τους φρουρούς της ιεραρχίας κι είχε καταφέρει να φτάσει στον Πέντρον Νάιαλ. Έμοιαζε να ξέρει πράγματα για τα συμβάντα του Τόμαν Χεντ που δεν υπήρχαν στις ογκώδεις, αν και αόριστες, αναφορές του Κάριντιν, ούτε στην ιστορία του Μπάυαρ, ούτε και σε κάποια άλλη αναφορά ή φήμη που είχε φτάσει στα αυτιά του Νάιαλ. Το όνομά του, φυσικά, ήταν ψεύτικο. Στην Παλιά Γλώσσα, Ορντήθ σήμαινε γουόρμγουντ, αγριαψιθιά. Όταν, όμως, ο Νάιαλ τον ρώτησε ευθέως, αυτός είπε μόνο: «Κανείς άνθρωπος δεν ξέρει πλέον ποιοι ήμασταν και η ζωή είναι πικρή». Μα ήταν έξυπνος. Αυτός είχε βοηθήσει τον Νάιαλ να δει τα επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά που έβγαιναν από τα γεγονότα.