Ο Ορντήθ πλησίασε το τραπέζι και έπιασε μια ζωγραφιά. Καθώς ι ην ξετύλιγε, μόνο όσο χρειαζόταν για να δει το πρόσωπο του νεαρού, το χαμόγελό του πλάτυνε κι έγινε σχεδόν σαν γκριμάτσα.
Ο Νάιαλ ακόμα ήταν εκνευρισμένος που ο άλλος είχε έρθει απροσκάλεστος. «Βρίσκεις αστείο τον ψεύτικο Δράκοντα, Ορντήθ. Ή μήπως σε φοβίζει;»
«Ψεύτικος Δράκοντας;» είπε με απαλή φωνή ο Ορντήθ. «Ναι. Ναι, φυσικά, έτσι πρέπει να είναι. Τι άλλο θα ήταν;» Άφησε ένα ξερό, στριγκό γέλιο, που εκνεύρισε φοβερά τον Νάιαλ. Μερικές φορές, ο Νάιαλ πίστευε ότι ο Ορντήθ ήταν τουλάχιστον μισότρελος.
Μα είναι έξυπνος, είτε είναι τρελός, είτε όχι. «Τι εννοείς, Ορντήθ; Κάνεις σαν να τον ξέρεις».
Ο Ορντήθ τινάχτηκε, σαν να είχε ξεχάσει ότι ήταν εκεί και ο Μέγας Μάγιστρος. «Να τον ξέρω; Α, ναι, πώς δεν τον ξέρω. Το όνομά του είναι Ραντ αλ’Θορ. Κατάγεται από τους Δύο Ποταμούς, μια μακρινή περιοχή του Άντορ και είναι Σκοτεινόφιλος και τόσο βαθιά μέσα στη Σκιά που θα έτρεμε η ψυχή σου, αν ήξερες έστω και τη μισή αλήθεια».
«Δύο Ποταμοί», συλλογίστηκε ο Νάιαλ. «Κάποιος ανέφερε άλλον ένα Σκοτεινόφιλο από κει, άλλον ένα νεαρό. Τι παράξενο να έρχονται Σκοτεινόφιλοι από τέτοιο μέρος. Αλλά πραγματικά βρίσκονται παντού».
«Άλλος ένας, Μεγάλε Άρχοντα;» είπε ο Ορντήθ. «Από τους Δύο Ποταμούς; Μήπως ήταν ο Μάτριμ Κώθον ή ο Πέριν Αϋμπάρα; Είναι συνομήλικοι του και δεν υστερούν πολύ στην κακία».
«Το όνομά του ανέφεραν ότι είναι Πέριν», είπε ο Νάιαλ σμίγοντας τα φρύδια. «Τρεις είναι, είπες; Τίποτα δεν έρχεται από τους Δύο Ποταμούς, παρά μόνο μαλλί και ταμπάκ. Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλο κατοικημένο μέρος που να είναι πιο απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο».
«Σε μια πόλη, οι Σκοτεινόφιλοι πρέπει να κρύβουν τη φύση τους ως ένα βαθμό. Πρέπει να συναναστρέφονται με άλλους, με ξένους, που έρχονται από άλλα μέρη και φεύγουν για να πουν αλλού τι είδαν. Αλλά στα ήσυχα χωριά, τα αποκομμένα από τον κόσμο, όπου ελάχιστοι ξένοι πατούν πότε... Τι καλύτερο μέρος για να είναι όλοι Σκοτεινόφιλοι;»
«Πώς γίνεται να ξέρεις τα ονόματα τριών Σκοτεινόφιλων, Ορντήθ; Τριών Σκοτεινόφιλων από μια μακρινή εσχατιά; Φυλάς πολλά μυστικά, Γουόρμγουντ, και τραβάς από το μανίκι σου περισσότερες εκπλήξεις κι από βάρδο».
«Πώς μπορεί κάποιος άνθρωπος να πει όλα όσα ξέρει, Μεγάλε Άρχοντα», είπε μελιστάλαχτα ο ανθρωπάκος. «Θα ήταν σκέτη φλυαρία, μέχρι να φανούν χρήσιμα. Ένα θα σου πω, Μεγάλε Άρχοντα. Αυτός ο Ραντ αλ’Θορ, αυτός ο Δράκοντας, έχει βαθιές ρίζες στους Δύο Ποταμούς».
«Ψεύτικος Δράκοντας!» είπε αυστηρά ο Νάιαλ και ο άλλος υποκλίθηκε.
«Φυσικά, Μεγάλε Άρχοντα. Μπέρδεψα τη γλώσσα μου».
Ξαφνικά, ο Νάιαλ αντιλήφτηκε ότι το σχέδιο ήταν τσαλακωμένο και σχισμένο στα χέρια του Ορντήθ. Παρά το γεγονός ότι το πρόσωπο του ανθρωπάκου έδειχνε ήρεμο, με εξαίρεση το σαρκαστικό χαμόγελο, τα χέρια του έτρεμαν σπασμωδικά γύρω από την περγαμηνή.
«Σταμάτα!» τον διέταξε ο Νάιαλ. Άρπαξε τη ζωγραφιά από τον Ορντήθ και την ίσιωσε όσο μπορούσε. «Δεν έχω τόσες εικόνες αυτού του ανθρώπου, ώστε να μπορώ να τις πετάω». Ένα μεγάλο μέρος της ζωγραφιάς είχε μουντζουρωθεί και ήταν σχισμένη στο σημείο που ήταν το στέρνο του νεαρού, αλλά κατά θαυματουργό τρόπο το πρόσωπο ήταν ανέγγιχτο.
«Συγχώρεσέ με, Μεγάλε Άρχοντα». Ο Ορντήθ υποκλίθηκε βαθιά, χωρίς το χαμόγελό του να σβήσει ούτε στιγμή. «Μισώ τους Σκοτεινόφιλους».
Ο Νάιαλ εξέτασε το ζωγραφισμένο με κιμωλία πρόσωπο. Ραντ αλ’Θορ, από τους Δύο Ποταμούς. «Μάλλον πρέπει να καταστρώσω σχέδια για τους Δύο Ποταμούς. Όταν λιώσουν τα χιόνια. Μάλλον».
«Όπως επιθυμεί ο Μεγάλος Άρχοντας», είπε ήρεμα ο Ορντήθ.
Καθώς ο Καρίντιν προχωρούσε στις αίθουσες του Φρουρίου, η γκριμάτσα στο πρόσωπό του έκανε τους άλλους να τον αποφεύγουν, αν και, βέβαια, ελάχιστοι επιζητούσαν την παρέα των Ανακριτών. Οι υπηρέτες, που έτρεχαν στις δουλειές τους, προσπαθούσαν να γίνουν ένα με τους πέτρινους τοίχους και ακόμα και άντρες με χρυσά διακριτικά στο λευκό μανδύα τους έστριβαν στους διαδρόμους όταν έβλεπαν το πρόσωπό του.