Άνοιξε με δύναμη την πόρτα των διαμερισμάτων του και τη βρόντηξε πίσω του, χωρίς να νιώθει τη συνηθισμένη ικανοποίηση από τα πυκνά χαλιά του Τάραμπον και του Δακρύου, με τα πλούσια κόκκινα, χρυσά και γαλάζια χρώματά τους, ή από τους λαξευμένους καθρέφτες του Ίλιαν, ή από τα χρυσοποίκιλτα στολίσματα του μακριού, περίτεχνα σμιλεμένου τραπεζιού στη μέση του δωματίου. Ένας δεξιοτέχνης από ίο Λάγκαρντ είχε δουλέψει σχεδόν ένα χρόνο γι’ αυτό. Τώρα, σχεδόν δεν το έβλεπε.
«Σάρμπον!» Αυτή τη φορά, η ορντινάντσα του δεν εμφανίστηκε. Κανονικά, έπρεπε να ετοιμάζει τα δωμάτια. «Που να σε κάψει το Φως, Σάρμπον, Πού είσαι;»
Έπιασε μια κίνηση με την άκρη του ματιού του και γύρισε, έτοιμος να περιλούσει τον Σάρμπον με τις κατάρες του. Οι κατάρες στέρεψαν όταν ένας Μυρντράαλ έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, με τη λυγερή χάρη ερπετού.
Στη μορφή ήταν άνθρωπος, όχι μεγαλύτερος από το κανονικό, αλλά εκεί έπαυαν οι ομοιότητες. Νεκρικά μαύρα ρούχα και μανδύας, που σχεδόν έδειχναν να μη σαλεύουν όπως προχωρούσε, έκαναν το κάτασπρο δέρμα του να φαντάζει ακόμα πιο χλωμό. Και δεν είχε μάτια. Αυτό το ανόφθαλμο βλέμμα γέμιζε τον Κάριντιν φόβο, όπως είχε κάνει και σε χιλιάδες άλλους πριν.
«Τ...» Ο Κάριντιν έκλεισε το στόμα για να βρέξει τη γλώσσα του, για να προσπαθήσει να ξαναφέρει στη φωνή του την κανονική χροιά της, «Τι θέλεις εδώ;» Και πάλι η φωνή του ακουγόταν στριγκή.
Τα δίχως αίμα χείλη του Ημιανθρώπου στράβωσαν, σχηματίζοντας ένα χαμόγελο. «Όπου υπάρχει σκιά» μπορώ να πάω». Η φωνή του ηχούσε σαν φίδι που σερνόταν σε ξερά φύλλα. «Θέλω να έχω το νου μου σε αυτούς που με υπηρετούν».
«Ύπηρ...»
Ήταν μάταια η προσπάθεια. Ο Κάριντιν απέστρεψε με κόπο το βλέμμα του από τη λεία επιφάνεια του χλωμού, άχρωμου προσώπου και γύρισε την πλάτη. Ένα ρίγος συντάραξε τη ραχοκοκαλιά του, έτσι που είχε την πλάτη του γυρισμένη σε ένα Μυρντράαλ. Όλα φαίνονταν καθαρά στον καθρέφτη, που βρισκόταν στον τοίχο μπροστά του. Όλα, εκτός από τον Ημιάνθρωπο. Ο Μυρντράαλ ήταν μια ασαφής θολούρα. Το θέαμα ήταν κάθε άλλο παρά καθησυχαστικό, αλλά ήταν καλύτερο από το να αντίκριζε εκείνο το βλέμμα. Ο Κάριντιν ξαναβρήκε λίγη δύναμη στη φωνή του.
«Υπηρετώ τον...» Σταμάτησε, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πού βρισκόταν. Στην καρδιά του Φρουρίου του Φωτός. Ο ψίθυρος μιας φήμης για τα λόγια που ετοιμαζόταν να ξεστομίσει θα τον παρέδιδε στο Χέρι του Φωτός. Και το κατώτερο Τέκνο θα τον σκότωνε επιτόπου, αν τον άκουγε. Ήταν μόνος του, με εξαίρεση τον Μυρντράαλ και, ίσως, τον Σάρμπον ― πού είναι αυτός ο αναθεματισμένος; Θα ήταν καλό να είχε κάποιον για να μοιραστεί μαζί του το βλέμμα του Ημιανθρώπου, έστω κι αν θα έπρεπε μετά να τον ξεφορτωθεί ― αλλά, πάντως, χαμήλωσε τη φωνή του. «Υπηρετώ το Μεγάλο Άρχοντα του Σκότους, όπως κι εσύ. Και οι δύο τον υπηρετούμε».
«Αν προτιμάς να το βλέπεις έτσι». Ο Μυρντράαλ γέλασε κι ο ήχος έκανε τα κόκαλα του Κάριντιν να τρεμουλιάσουν. «Πάντως, θέλω να μάθω γιατί είσαι εδώ κι όχι στην Πεδιάδα Άλμοθ».
«Με... μου έστειλε διαταγή να έρθω ο Μέγας Μάγιστρος».
Ο Μυρντράαλ είπε με βραχνή φωνή: «Τα λόγια του Μάγιστρού σου δεν σημαίνουν τίποτα! Σε διέταξαν να βρεις τον άνθρωπο που λέγεται Ραντ αλ’Θορ και να τον σκοτώσεις. Πρώτο απ’ όλα έπρεπε να κάνεις αυτό. Πρώτο απ’ όλα! Γιατί δεν υπακούς;»
Ο Κάριντιν πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένιωθε εκείνο το βλέμμα οι ην πλάτη του, σαν να ήταν λεπίδα μαχαιριού που του έγδερνε τη ραχοκοκαλιά. «Η κατάσταση... άλλαξε. Μερικά πράγματα δεν είναι στα χέρια μου, όπως πριν». Ένας τραχύς ήχος, σαν κάτι να γδερνόταν, τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι.
Ο Μυρντράαλ έσερνε το χέρι του στην επιφάνεια του τραπεζιού δημιουργώντας λεπτές, στριφογυριστές λουρίδες ξύλου, που ξεκολλούσαν από τα νύχια του. «Τίποτα δεν άλλαξε, άνθρωπε. Απεμπόλησες τους όρκους σου στο Φως και πήρες καινούριους. Σε αυτούς τους όρκους θα υπακούσεις».
Ο Κάριντιν κοίταξε τις γρατσουνιές που είχαν πληγώσει το στιλβωμένο ξύλο και ξεροκατάπιε. «Δεν καταλαβαίνω. Γιατί ξαφνικά έχει τόση σημασία να σκοτωθεί; Νόμιζα ότι ο Μέγας Άρχοντας σκόπευε να τον χρησιμοποιήσει».
«Με αμφισβητείς; Θα έπρεπε να σου βγάλω τη γλώσσα. Ο ρόλος σου δεν είναι να κάνεις ερωτήσεις, ή να κατανοείς τι συμβαίνει. Ο ρόλος σου είναι να υπακούς! Η υπακοή σου θα γίνει μάθημα για τα σκυλιά. Αυτό το κατάλαβες; Γονάτισε, σκυλί, και υπάκουσε στον αφέντη σου».
Ο θυμός ξεπήδησε ανάμεσα στο φόβο του και το χέρι του Κάριντιν ψηλάφισε το πλευρό του, αλλά το σπαθί δεν ήταν εκεί. Βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο, όπου το είχε αφήσει πριν παρουσιαστεί στον Πέντρον Νάιαλ.