Στα μισά της κίνησής της, με το φουστάνι της ήδη απλωμένο, πάγωσε σαν βάτραχος που καραδοκούσε. Η Σιουάν Σάντσε στεκόταν εκεί, με μια βασιλική πόζα αντάξια οποιασδήποτε βασίλισσας και για μια στιγμή κείτονταν ταυτόχρονα στο πάτωμα γυμνή. Κι εκτός από το γεγονός ότι ήταν τσίτσιδη, υπήρχε και κάτι παράξενο σε αυτή την εικόνα, αλλά όμως εξαφανίστηκε πριν η Μιν διακρίνει τι. Ήταν από τις πιο δυνατές εικόνες που είχε δει ποτέ η Μιν και δεν είχε ιδέα τι σήμαινε.
«Πάλι βλέπεις πράγματα, έτσι δεν είναι;» είπε η Άμερλιν. «Τι να πω, θα μου φαινόταν χρήσιμη αυτή η ικανότητά σου. Θα μπορούσα να τη χρησιμοποιήσω όλους αυτούς τους μήνες που έλειπες. Αλλά δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτό. Ό,τι έγινε, έγινε. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει». Χαμογέλασε στενόχωρα. «Αλλά αν το ξανακάνεις, θα σε γδάρω και θα κάνω γάντια από το πετσί σου. Σήκω όρθια, κοπέλα μου. Η Ληάνε με φορτώνει τόσες τυπικότητες κάθε μήνα, που σε μια λογική γυναίκα θα έφταναν για ένα χρόνο. Αυτό τον καιρό δεν προλαβαίνω να ασχοληθώ με τέτοια πράγματα. Λοιπόν, τι είδες μόλις τώρα;»
Η Μιν όρθωσε το σώμα της αργά. Ήταν ανακούφιση να ξαναβρίσκεται μαζί με κάποιον που ήξερε το ταλέντο της, έστω κι αν αυτή ήταν η ίδια η Έδρα της Αμερλιν. Δεν ήταν αναγκασμένη να κρύβει από την Άμερλιν αυτά που έβλεπε. Κάθε άλλο. «Ήσουν... Δεν φορούσες καθόλου ρούχα. Δεν... δεν ξέρω τι σημαίνει, Μητέρα».
Η Σιουάν γέλασε άκεφα, ξερά. «Σίγουρα ότι θα πάρω κάποιον για εραστή μου. Αλλά ούτε και γι' αυτό έχω χρόνο. Δεν προλαβαίνεις να γλυκοκοιτάζεις τους άντρες, όταν έχεις να φορτώσεις τη βάρκα».
«Μπορεί», είπε αργά η Μιν. Ίσως αυτό να σήμαινε, αν και δεν ήταν καθόλου σίγουρη. «Δεν έχω ιδέα. Αλλά, Μητέρα, βλέπω πράγματα από τη στιγμή που μπήκα στον Πύργο. Κάτι κακό θα συμβεί, κάτι τρομερό».
Ξεκίνησε από τις Άες Σεντάι στον προθάλαμο και είπε για όσα είχε δει, όπως επίσης και τι σήμαινε το καθένα για όσα ήταν σίγουρη. Παρέλειψε μόνο τα λόγια του Γκάγουιν, τουλάχιστον τα περισσότερα· άδικα θα τον είχε συμβουλεύσει να μη θυμώσει την Άμερλιν, αν ερχόταν μετά η Μιν και την έκανε να θυμώσει μαζί του. Τα υπόλοιπα τα είπε με κάθε λεπτομέρεια, όπως τα είχε δει. Ξανάνιωσε λίγο φόβο όπως τα ανέσυρε από τη μνήμη της και τα ξαναείδε· η φωνή της άρχισε να τρέμει πριν φτάσει στο τέλος.
Η έκφραση της Άμερλιν δεν άλλαξε καθόλου. «Μίλησες λοιπόν με το νεαρό Γκάγουιν», είπε όταν τελείωσε η Μιν. «Αυτόν νομίζω ότι μπορώ να τον πείσω να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Κι αν δεν με απατά η μνήμη μου για τη Σάρα, νομίζω ότι της κοπέλας θα της έκανε καλό ένα διάστημα στην εξοχή για να δουλέψει. Δεν θα μπορεί να διαδίδει φήμες σκαλίζοντας το μποστάνι».
«Δεν καταλαβαίνω», είπε η Μιν. «Γιατί να κρατήσει το στόμα του κλειστό ο Γκάγουιν; Για ποιο θέμα; Δεν του είπα τίποτα. Και η Σάρα; Μητέρα, μπορεί να μην ήμουν σαφής. Κάποιες Άες Σεντάι και κάποιοι Πρόμαχοι πρόκειται να πεθάνουν. Αυτό σίγουρα σημαίνει μάχη. Κι αν δεν απομακρύνεις μερικές Άες Σεντάι και μερικούς Πρόμαχους —επίσης και υπηρέτριες· είδα και υπηρέτριες σκοτωμένες και πληγωμένες― τότε η μάχη θα γίνει εδώ! Στην Ταρ Βάλον!»
«Αυτό είδες;» απαίτησε να μάθει η Άμερλιν. «Μάχη; Ξέρεις, αν το είδες με το... το ταλέντο σου, ή απλώς μαντεύεις;»
«Τι άλλο μπορεί να είναι; Τουλάχιστον τέσσερις Άες Σεντάι είναι ουσιαστικά νεκρές! Μητέρα, είδα μόνο εννιά Άες Σεντάι από τη στιγμή που ξαναγύρισα κι οι τέσσερις θα πεθάνουν! Και οι Πρόμαχοι... Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;»
«Τόσα και τόσα, που δεν θα ήθελα ούτε να τα σκέφτομαι», είπε βλοσυρά η Σιουάν. «Πότε; Πόσο ακόμα μέχρι να... συμβεί... αυτό το... πράγμα;»
Η Μιν κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω. Τα περισσότερα θα συμβούν στη διάρκεια μιας μέρας, μπορεί και δύο, αλλά αυτή η μέρα θα μπορούσε να έρθει αύριο, ή σε ένα χρόνο από τώρα. Ή σε δέκα».
«Ας προσευχηθούμε να έρθει σε δέκα χρόνια. Αν έρθει αύριο, δεν μπορώ να κάνω πολλά για να το σταματήσω».
Η Μιν έκανε μια γκριμάτσα. Μόνο δύο Άες Σεντάι, εκτός από τη Σιουάν Σάντσε, ήξεραν τι μπορούσε να κάνει: η Μουαραίν και η Βέριν Μάθγουιν, που είχαν προσπαθήσει να μελετήσουν το ταλέντο της. Και οι δύο τους, όπως και η Μιν, αγνοούσαν το πώς δούλευε· ήξεραν μόνο ότι δεν είχε καμία σχέση με τη Δύναμη. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που μόνο η Μουαραίν φαινόταν να μπορεί να αποδεχθεί το γεγονός ότι, όταν η Μιν ήξερε τι σήμαινε μια εικόνα, τότε αυτό θα συνέβαινε.
«Μπορεί να είναι οι Λευκομανδίτες, Μητέρα. Είχαν κατακλύσει το Αλίνταερ όταν πέρασα τη γέφυρα». Δεν πίστευε ότι τα Τέκνα του Φωτός είχαν σχέση με αυτό που ερχόταν, αλλά ένιωθε απρόθυμη να πει αυτό που πίστευε. Που πίστευε, όχι που ήξερε· και πάλι ήταν πολύ κακό.
Αλλά η Αμερλιν είχε αρχίσει να κουνά το κεφάλι, πριν η Μιν τελειώσει τη φράση της. «Αν μπορούσαν, θα έκαναν μια απόπειρα, δεν αμφιβάλλω γι' αυτό —θα πηδούσαν από τη χαρά τους αν είχαν την ευκαιρία να χτυπήσουν τον Λευκό Πύργο― αλλά ο Ήμον Βάλντα δεν θα κινηθεί απροκάλυπτα, χωρίς διαταγές από τον Άρχοντα Διοικητή, και ο Πέντρον Νάιαλ δεν θα χτυπήσει παρά μόνο αν θεωρήσει ότι έχουμε υποστεί κάποιο πλήγμα. Ξέρει καλά τη δύναμή μας και δεν θα φερθεί ανόητα. Χίλια χρόνια έτσι κάνουν οι Λευκομανδίτες, σαν ασημόκαρφο ανάμεσα στις καλαμιές, που περιμένει μια σταγόνα από το αίμα των Λες Σεντάι στο νερό. Αλλά ακόμα δεν δείξαμε τίποτα τέτοιο, ούτε και θα δείξουμε, όσο εξαρτάται από μένα».