«Άλλη μια ομορφούλα που την έχεις για παιχνιδάκι;» είπε πίσω του μια γυναικεία φωνή, καθώς έκλεινε η σμιλεμένη πόρτα. «Έτσι τις ντύνεις τώρα;»
Ο Ράχβιν άρπαξε το σαϊντίν, γέμισε τον εαυτό του Δύναμη, ενώ το μόλυσμα του αρσενικού μισού της Αληθινής Πηγής έπεφτε ακίνδυνα στην προστασία των δεσμών και των όρκων του ― στα δεσμά με εκείνον τον οποίο γνώριζε ως δύναμη ανώτερη από το Φως, ανώτερη ακόμα και από τον Δημιουργό.
Καταμεσής στο δωμάτιο μια πύλη στεκόταν πάνω από το κοκκινόχρυσο χαλί, ένα άνοιγμα σε κάποιο άλλο μέρος. Είδε φευγαλέα μια αίθουσα με χιονόλευκες μεταξωτές ταπετσαρίες πριν χαθεί, αφήνοντας πίσω της μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά με ζώνη από δουλεμένο ασήμι. Το ελαφρύ γαργαλητό στο δέρμα του, σαν αμυδρή παγωνιά, έφτανε για να του πει ότι η γυναίκα είχε διαβιβάσει. Ήταν ψηλή και λυγερή, όμορφη όσο εμφανίσιμος ήταν και ο ίδιος· τα μαύρα μάτια της ήταν λιμνούλες αβυσσαλέες, τα μαλλιά της, στολισμένα με ασημένια άστρα και μισοφέγγαρα, χυνόταν με τέλεια μαύρα κύματα στους ώμους της. Οι περισσότεροι άνδρες θα ένιωθαν στο στόμα τους να ξεραίνεται από τον πόθο.
«Τι θες και μου ’ρχεσαι κρυφά, Λανφίαρ;» ζήτησε να μάθει με τραχιά φωνή. Δεν άφησε τη Δύναμη, αντίθετα ετοίμασε αρκετές άσχημες εκπλήξεις σε περίπτωση που τις χρειαζόταν. «Αν θέλεις να μου μιλήσεις, στείλε απεσταλμένο, και θα αποφασίσω πού και πότε. Και αν―».
Η Λανφίαρ χαμογέλασε με το γλυκό, προδοτικό χαμόγελό της. «Πάντα ήσουν γουρούνι, Ράχβιν, αλλά σπανίως βλάκας. Αυτή η γυναίκα είναι Άες Σεντάι. Λες να μην καταλάβουν την απουσία της; Τι άλλο έκανες, έστειλες αγγελιοφόρους να ανακοινώσουν πού είσαι;»
«Διαβιβάζεις;» χλεύασε εκείνος. «Δεν είναι αρκετά δυνατή για να βγαίνει έξω χωρίς νταντά. Πιάνουν άμαθα παιδιά και τα ονομάζουν Άες Σεντάι, τη στιγμή που τα μισά απ’ όσα ξέρουν είναι κολπάκια που έχουν μάθει μόνες τους και τα άλλα μισά δεν είναι παρά η αρχή».
«Θα ήσουν τόσο μακάριος, αν αυτά τα άμαθα παιδιά σε έβαζαν στο κέντρο ενός κύκλου των δεκατριών;» Αυτός ένιωσε σαν σουβλιά την παγερή κοροϊδία της φωνής της, αλλά δεν το έδειξε.
«Παίρνω μέτρα προφύλαξης, Λανφίαρ. Αντί για “παιχνιδάκι” όπως τις λες, είναι η κατάσκοπος που έχει ο Πύργος εδώ. Τώρα αναφέρει ακριβώς αυτά που θέλω, και το κάνει με προθυμία. Εκείνες στον Πύργο που υπηρετούν τους Εκλεκτούς, μου είπαν πού ακριβώς να τη βρω». Δεν θα αργούσε να έρθει η μέρα που ο κόσμος θα εγκατέλειπε την ονομασία Αποδιωγμένοι και θα γονάτιζε μπροστά στους Εκλεκτούς. Τους είχε δοθεί αυτή η υπόσχεση, πριν από τόσο καιρό. «Γιατί ήρθες, Λανφίαρ; Όχι πάντως για να βοηθήσεις μια ανήμπορη γυναίκα».
Εκείνη απλώς σήκωσε τους ώμους. «Παίζε όσο θέλεις με τα παιχνίδια σου, δεν με νοιάζει καθόλου. Δεν είσαι πολύ φιλόξενος, Ράχβιν, γι’ αυτό θα μου επιτρέψεις...» Μια ασημένια κανάτα υψώθηκε από ένα τραπεζάκι πλάι στο κρεβάτι του Ράχβιν και έγειρε για να χύσει σκούρο κρασί σε ένα χρυσοστόλιστο κύπελλο. Καθώς η κανάτα ξανακατέβαινε στη θέση της, το κύπελλο πέταξε στο χέρι της Λανφίαρ. Ο Ράχβιν φυσικά δεν ένιωσε τίποτα άλλο εκτός από ένα γαργαληματάκι, δεν είδε τις ροές να υφαίνονται· αυτό ποτέ δεν του άρεσε. Ελάχιστα εξισορροπούσε την κατάσταση το ότι ούτε εκείνη μπορούσε να δει πολλά πράγματα όταν ύφαινε αυτός.
«Γιατί;» ξαναρώτησε απαιτητικά.
Αυτή ήπιε γαλήνια λίγο κρασί πριν μιλήσει. «Αφού αποφεύγεις εμάς τους υπόλοιπους, μερικοί Εκλεκτοί θα έρθουν εδώ. Ήρθα πρώτη για να ξέρεις ότι δεν πρόκειται για επίθεση».
«Άλλοι; Είναι κανένα σχέδιό σου; Τι ανάγκη έχω από τα σχέδια των άλλων;» Ξαφνικά ο Ράχβιν γέλασε, μ’ ένα βαθύ, πλούσιο ήχο. «Άρα δεν πρόκειται για επίθεση, ε; Εσύ ποτέ δεν συνήθιζες να επιτίθεσαι ανοιχτά, έτσι δεν είναι; Δεν φτάνεις το επίπεδο της Μογκέντιεν, αλλά πάντα προτιμούσες να είσαι στο πλάι και στα μετόπισθεν. Αυτή τη φορά θα σε εμπιστευτώ, όσο να σε ακούσω. Αρκεί να σε βλέπω μπροστά μου». Όποιος εμπιστευόταν να έχει τη Λανφίαρ στα νώτα του, άξιζε το μαχαίρι που ίσως τον κάρφωνε πισώπλατα. Όχι πως ήταν αξιόπιστη ακόμα κι όταν την παρακολουθούσες· η διάθεση της ήταν αστάθμητη σαν τη δική του. «Ποιοι άλλοι είναι μπλεγμένοι σ’ αυτό;»
Αυτή τη φορά η προειδοποίηση ήταν πιο συγκεκριμένη —έργο ανδρός― καθώς άνοιγε άλλη μια πύλη, δείχνοντας μαρμάρινες αψίδες που έβγαζαν σε πλατιές πέτρινες βεράντες και έδειχναν γλάρους να πετάνε και να αφήνουν κραυγές σε έναν ανέφελο γαλανό ουρανό. Τελικά, ένας άνδρας εμφανίστηκε και πέρασε την πύλη, που έκλεισε πίσω του.
Ο Σαμαήλ ήταν στιβαρός, γεροδεμένος και έδειχνε πιο μεγαλόσωμος απ’ όσο ήταν· περπατούσε με γοργές, ζωηρές δρασκελιές και είχε απότομο τρόπο. Ήταν γαλανομάτης, χρυσομάλλης, με περιποιημένη τετράγωνη γενειάδα, και η εμφάνισή του θα ήταν καλύτερη από το συνηθισμένο, αν δεν είχε μια λοξή ουλή, σαν να είχαν σύρει καυτό σίδερο στο πρόσωπό του, από κει που άρχιζαν τα μαλλιά ως το σαγόνι. Θα μπορούσε να την είχε αφαιρέσει τη στιγμή που είχε γίνει, πριν τόσα χρόνια, αλλά είχε προτιμήσει να μην το κάνει.