Ήταν συνδεμένος με το σαϊντίν όσο σφιχτά ήταν και ο Ράχβιν ― από τόσο κοντά, ο Ράχβιν μπορούσε να το νιώσει, αμυδρά. Ο Σαμαήλ τον κοίταξε επιφυλακτικά. «Περίμενα υπηρέτες και χορεύτριες, Ράχβιν. Κουράστηκες από το άθλημα μετά από τόσα χρόνια;» Η Λανφίαρ γέλασε χαμηλόφωνα, σκύβοντας στο κύπελλό της.
«Μίλησε κανείς για αθλήματα;»
Ο Ράχβιν ούτε που είχε προσέξει την τρίτη πύλη να ανοίγει, η οποία έδειχνε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη λιμνούλες κι αυλακωτές κολόνες, σχεδόν γυμνούς ακροβάτες και υπηρέτες που φορούσαν ακόμα λιγότερα. Μια παράξενη παρουσία, ένας αδύνατος γέρος, που φορούσε τσαλακωμένο σακάκι, καθόταν μελαγχολικός ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Δύο υπηρέτες με αιθέρια, σχεδόν ανύπαρκτα ρούχα —ένας μυώδης άνδρας που κρατούσε δίσκο από δουλεμένο χρυσό και μια πανέμορφη, όλο καμπύλες γυναίκα που έβαζε ανήσυχη κρασί από μια κρυστάλλινη κανάτα σε ένα ταιριαστό κύπελλο στο δίσκο― ακολούθησαν την πραγματική άφιξή του πριν σβήσει το άνοιγμα.
Πλάι σε οποιονδήποτε άλλη εκτός από τη Λανφίαρ, η Γκρένταλ θα θεωρούνταν εκπληκτικά όμορφη γυναίκα, με προκλητικό, μεστό σώμα. Η εσθήτα της ήταν από πράσινο μετάξι, με χαμηλό ντεκολτέ. Ένα ρουμπίνι, μεγάλο σαν αυγό χήνας, ήταν φωλιασμένο ανάμεσα στα στήθη της, κι ένα διάδημα γεμάτο από τον ίδιο πολύτιμο λίθο στόλιζε τα μακριά, ηλιόξανθα μαλλιά της. Πλάι στη Λανφίαρ, ήταν απλώς ψωμωμένη, ομορφούλα. Το χαμογελαστό πρόσωπό της δεν έδειχνε αν την ενοχλούσε η αναπόφευκτη σύγκριση.
Χρυσά βραχιόλια κουδούνισαν, καθώς ανέμιζε προς τα πίσω το γεμάτο από δαχτυλίδια χέρι της· η υπηρέτρια τής έδωσε αμέσως το κύπελλο μ’ ένα χαμόγελο λατρείας, σαν εκείνο που είχε και ο άλλος υπηρέτης. Η Γκρένταλ δεν το πρόσεξε. «Έτσι, λοιπόν», είπε χαρωπά. «Σχεδόν οι μισοί επιζήσαντες Εκλεκτοί μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος. Και κανείς δεν πάει να σκοτώσει κανέναν. Ποιος άραγε θα περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο πριν την επιστροφή του Μεγάλου Άρχοντα του Σκότους; Ο Ισαμαήλ είχε καταφέρει να μας συγκρατήσει για ένα διάστημα, όμως αυτό...»
«Πάντα μιλάς έτσι απρόσεκτα μπροστά στους υπηρέτες σου;» είπε ο Σαμαήλ με μια γκριμάτσα.
Η Γκρένταλ βλεφάρισε, κοίταξε τους υπηρέτες σαν να τους είχε ξεχάσει. «Δεν μιλάνε, αν δεν τους πεις. Με λατρεύουν. Έτσι δεν είναι;» Οι δυο τους έπεσαν στα γόνατα, σχεδόν παραληρώντας από τη φλογερή αγάπη που της είχαν. Ήταν αλήθεια· πραγματικά την αγαπούσαν. Τώρα. Τους άφησε μια στιγμή έτσι και μετά κατσούφιασε ελαφρά, και οι υπηρέτες πάγωσαν, με το στόμα να χάσκει βουβό στη μέση της φράσης τους. «Δεν έχουν σταματημό. Πάντως, δεν θα σε ενοχλήσουν πια, ωραία;»
Ο Ράχβιν κούνησε το κεφάλι, ενώ αναρωτιόταν ποιοι ήταν, ποιοι ήταν κάποτε. Το φυσικό κάλλος δεν έφτανε, για να σε κάνει η Γκρένταλ υπηρέτη της· έπρεπε να είχες εξουσία ή αξιώματα. Ο αγγελιοφόρος ήταν κάποτε άρχοντας, η υπηρέτρια που της ετοίμαζε το μπάνιο αρχόντισσα. Η Γκρένταλ ενέδιδε στις επιθυμίες της, αλλά ήταν σπάταλη. Αυτό το ζευγάρι θα μπορούσε να της φανεί χρήσιμο, αν το συντηρούσε προσεκτικά, όμως με τον τόσο έντονο βαθμό πειθαναγκασμού που χρησιμοποιούσε, δεν θα άξιζαν παρά μόνο για διακόσμηση. Της έλειπε η φινέτσα.
«Να περιμένω κι άλλους, Λανφίαρ;» μούγκρισε ο Ράχβιν. «Έπεισες τον Ντεμάντρεντ να μην θεωρεί πια τον εαυτό του σχεδόν σίγουρο κληρονόμο του Μεγάλου Άρχοντα;»
«Αμφιβάλλω αν είναι τόσο αλαζόνας», απάντησε ετοιμόλογα η Λανφίαρ. «Βλέπει και καταλαβαίνει πού κατέληξε έτσι ο Ισαμαήλ. Κι αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Ένα θέμα που έθιξε η Γκρένταλ. Κάποτε ήμασταν δεκατρείς, αθάνατοι. Τώρα οι τέσσερις είναι νεκροί, και ένας μας πρόδωσε. Εμείς οι τέσσερις είμαστε οι μόνοι που συναντιόμαστε εδώ σήμερα, και δεν χρειάζονται άλλοι».
«Είσαι σίγουρη ότι ο Ασμόντιαν πήγε στην αντίθετη πλευρά;» ζήτησε να μάθει ο Σαμαήλ. «Ποτέ άλλοτε δεν είχε κουράγιο να ρισκάρει. Πού βρήκε σθένος να αγωνιστεί για ένα χαμένο σκοπό;»
Το φευγαλέο χαμόγελο της Λανφίαρ έδειχνε ότι έβρισκε την ερώτηση διασκεδαστική. «Είχε κουράγιο να στήσει την ενέδρα η οποία, όπως πίστευε, θα τον έφερνε σε πλεονεκτικότερη θέση από όλους μας. Κι όταν βρέθηκε στο δίλημμα μεταξύ θανάτου και καταδικασμένου αγώνα, δεν χρειάστηκε πολύ κουράγιο για να διαλέξει».
«Και είμαι σίγουρος ότι δεν κάθισε να το σκεφτεί». Η ουλή έκανε την περιφρονητική έκφρασή του ακόμα πιο δηκτική. «Αφού ήσουν τόσο κοντά για να τα ξέρεις όλα αυτά, τότε γιατί τον άφησες να ζήσει; Μπορούσες να τον σκοτώσεις πριν αντιληφθεί ότι ήσουν εκεί πέρα».