«Εγώ δεν σπεύδω να σκοτώσω όπως κάνεις εσύ. Είναι κάτι οριστικό, δεν αλλάζει, και συνήθως υπάρχουν άλλοι, πιο επικερδείς τρόποι. Εκτός αυτού, για να το θέσω με όρους που θα καταλάβεις, δεν ήθελα να εξαπολύσω μετωπική επίθεση σε υπέρτερες δυνάμεις».
«Είναι αλήθεια τόσο δυνατός;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Ράχβιν. «Εκείνος ο Ραντ αλ’Θόρ. Θα μπορούσε να σε νικήσει, πρόσωπο με πρόσωπο;» Όχι πως ο ίδιος δεν θα μπορούσε να το κάνει, αν χρειαζόταν, όπως και ο Σαμαήλ, αν και η Γκρένταλ μάλλον θα συνδεόταν με τη Λανφίαρ σε περίπτωση που σήκωνε το χέρι του κάποιος από τους δύο άνδρες που ήταν εκεί. Βεβαίως, και οι δύο γυναίκες μάλλον ξεχείλιζαν από τη Δύναμη εκείνη τη στιγμή, έτοιμες να χτυπήσουν τους άνδρες με την παραμικρή υποψία. Ή να χτυπήσουν η μια την άλλη. Μα αυτό το αγροτόπαιδο. Ένας ανεκπαίδευτος βοσκός! Ανεκπαίδευτος, εκτός αν είχε βάλει το χεράκι του ο Ασμόντιαν.
«Είναι ο Λουζ Θέριν Τέλαμον αναγεννημένος», είπε η Λανφίαρ εξίσου απαλά, «και ο Λουζ Θέριν ήταν από τους πιο δυνατούς». Ο Σαμαήλ έτριψε αφηρημένα την ουλή που διέτρεχε το πρόσωπό του· ήταν δώρο του Λουζ Θέριν. Πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, πολύ πριν από το Τσάκισμα του Κόσμου, προτού φυλακιστεί ο Μέγας Άρχοντας, πριν από τόσα και τόσα, αλλά ο Σαμαήλ ποτέ δεν ξεχνούσε.
«Επιτέλους», παρενέβη η Γκρένταλ, «θα φτάσουμε σ’ αυτό που ήρθαμε να συζητήσουμε;»
Ο Ράχβιν τινάχτηκε από δυσαρέσκεια. Οι δύο υπηρέτες ήταν ακόμα παγωμένοι ― ή μάλλον, ξανά. Ο Σαμαήλ μουρμούρισε κάτι μέσα από τη γενειάδα του.
«Αν αυτός ο Ραντ αλ’Θόρ είναι στ’ αλήθεια ο Λουζ Θέριν Τέλαμον αναγεννημένος...», συνέχισε να μιλά η Γκρένταλ, ενώ καθόταν βολικά στην πλάτη του υπηρέτη της, ο οποίος είχε πέσει στα τέσσερα. «Εκπλήσσομαι που δεν προσπάθησες να τον σύρεις στο κρεβάτι σου, Λανφίαρ. Ή μήπως θα παραήταν εύκολο κάτι τέτοιο; Απ’ ό,τι θυμάμαι, ο Λουζ Θέριν σε έσερνε από τη μύτη κι όχι το αντίθετο. Σε σταματούσε, όταν σε έπιαναν τα νευράκια σου. Σε έστελνε να του φέρεις το κρασί του, για να το πω ευγενικά». Άφησε το κύπελλό της στο δίσκο που κρατούσε ίσιο κι αταλάντευτο η γονατιστή γυναίκα. «Ήσουν τόσο ξετρελαμένη μαζί του, που θα ξάπλωνες στα πόδια του, αν έλεγε “χαλάκι”».
Τα μαύρα μάτια της Λανφίαρ άστραψαν για μια στιγμή, προτού ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. «Μπορεί να είναι ο Λουζ Θέριν αναγεννημένος, αλλά δεν είναι ο Λουζ Θέριν αυτοπροσώπως».
«Πού το ξέρεις;» ρώτησε η Γκρένταλ, χαμογελώντας σαν να ήταν αστείο. «Όπως πιστεύουν πολλοί, μπορεί όλοι να γεννιούνται και να ξαναγεννιούνται, καθώς κυλά ο Τροχός, αλλά απ’ όσο έχω διαβάσει, ποτέ δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Κάποιος συγκεκριμένος να ξαναγεννηθεί σύμφωνα με την προφητεία. Ποιος ξέρει τι να είναι άραγε;»
Η Λανφίαρ την κοίταξε επιτιμητικά. «Τον έχω παρατηρήσει από κοντά. Δεν είναι παρά ο βοσκός που δείχνει να είναι, ακόμα πολύ αφελής». Η χλεύη έγινε σοβαρότητα. «Τώρα όμως έχει στα χέρια του τον Ασμόντιαν, όσο αδύναμος σύμμαχος κι αν είναι. Επίσης, πριν ακόμα τον Ασμόντιαν, τέσσερις Εκλεκτοί πέθαναν, όταν τα έβαλαν μαζί του».
«Άσε τον να πελεκά το ξεραμένο ξύλο», είπε στρυφνά ο Σαμαήλ. Ύφανε ροές του Αέρα, για να σύρει μια καρέκλα πάνω στο χαλί, και στρογγυλοκάθισε με τις μπότες σταυρωμένες στον αστράγαλο και το ένα χέρι στη χαμηλή, σμιλεμένη ράχη της. Θα ήταν βλάκας όποιος νόμιζε ότι καθόταν αμέριμνος· του Σαμαήλ πάντα του άρεσε να αποκοιμίζει τους εχθρούς του, να τους κάνει να πιστεύουν ότι μπορούσαν να τον αιφνιδιάσουν. «Θα μείνουν περισσότερα για μας τους υπόλοιπους τη Μέρα του Γυρισμού. Ή μήπως νομίζεις ότι θα νικήσει στην Τάρμον Γκάι’ντον, Λανφίαρ; Ακόμα κι αν εμψυχώσει τον Ασμόντιαν, αυτή τη φορά δεν θα έχει τους Εκατό Συντρόφους. Είτε με τον Ασμόντιαν είτε μόνος, ο Μέγας Άρχοντας θα τον σβήσει σαν σπασμένη λάμπα σαρ».
Η περιφρόνηση ήταν έκδηλη στη ματιά που του έριξε η Λανφίαρ. «Πόσοι από μας θα ζουν, όταν επιτέλους απελευθερωθεί ο Μέγας Άρχοντας; Ήδη χάθηκαν τέσσερις. Θα στραφεί τώρα σε σένα, Σαμαήλ; Ίσως να σου άρεσε κάτι τέτοιο. Επιτέλους θα ξεφορτωνόσουν την ουλή αν τον νικούσες. Αλλά ξέχασα. Πόσες φορές τον αντιμετώπισες στον Πόλεμο της Δύναμης; Νίκησες ποτέ; Κοίτα να δεις που δεν θυμάμαι». Δίχως παύση, γύρισε προς την Γκρένταλ. «Μπορεί όμως να είναι η δική σου σειρά. Για κάποιο λόγο είναι απρόθυμος να πληγώσει γυναίκα, αλλά δεν θα έχεις το δίλημμα του Ασμόντιαν. Εσύ δεν μπορείς να του διδάξεις απολύτως τίποτα. Εκτός αν αποφασίσει να σε κρατήσει σαν σκυλάκι. Να κάτι διαφορετικό για σένα, ε; Αντί να αποφασίσεις ποιο παιχνιδάκι σου σε ευχαριστεί περισσότερο, θα μπορούσες να μάθεις πώς να προσφέρεις εσύ ευχαρίστηση».
Το πρόσωπο της Γκρένταλ παραμορφώθηκε και ο Ράχβιν ετοιμάστηκε να θωρακιστεί από τα όπλα που ίσως χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες μεταξύ τους, όποια κι αν ήταν αυτά, και προετοιμάστηκε να ταξιδέψει, αν μύριζε την ελάχιστη οσμή μοιροφωτιάς. Κι έπειτα ένιωσε τον Σαμαήλ να παίρνει τη Δύναμη, ένιωσε μια διαφορά εκεί —ο Σαμαήλ θα έλεγε ότι εκμεταλλευόταν ένα τακτικό πλεονέκτημα― και έσκυψε να πιάσει τον άλλο άνδρα από το μπράτσο. Ο Σαμαήλ τον έσπρωξε θυμωμένα, αλλά η στιγμή είχε περάσει. Οι δύο γυναίκες τώρα κοίταζαν τους δύο άνδρες, όχι η μια την άλλη. Δεν θα καταλάβαιναν τι παραλίγο να είχε συμβεί, αλλά ήταν φανερό ότι κάτι είχε γίνει ανάμεσα στον Ράχβιν και τον Σαμαήλ, και το βλέμμα των γυναικών έδειχνε καχυποψία.