«Φως μου!» είπε ξέπνοα η Μιν. «Τύχη το λες εσύ αυτό;» Η Σιουάν γύρισε στο πλάι και στηρίχτηκε στον αγκώνα της. Ήταν γεροδεμένη γυναίκα, όχι ασχημούλα αλλά ούτε ιδιαίτερα όμορφη, έδειχνε να είναι λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερη της Μιν, αλλά τα διαπεραστικά γαλάζια μάτια της είχαν ένα προστακτικό ύφος, το οποίο δεν ταίριαζε σε γυναίκα που περίμενε στην παράγκα ενός ασήμαντου χωριού να τη δικάσουν. Μερικές φορές η Σιουάν ήταν σαν τον Λογκαίν, καθώς ξεχνούσε πού βρισκόταν· μπορεί να ήταν χειρότερη κι απ’ αυτόν. «Όταν τελειώσει το δάρσιμο, τελείωσε», είπε με ύφος ανώτερο, που δεν δεχόταν ανόητες αντιρρήσεις, «και ύστερα θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε το δρόμο μας. Απ’ όλες τις τιμωρίες που μου ’ρχονται στο νου, έτσι θα χάσουμε το λιγότερο χρόνο. Πολύ λιγότερο από το κρέμασμα, παραδείγματος χάριν. Αν και δεν νομίζω να φτάσουμε ως εκεί, αν θυμάμαι καλά τους Αντορινούς νόμους».
Ένα βραχνό γέλιο έσεισε για λίγο τη Μιν· η μόνη άλλη δυνατή αντίδραση θα ήταν να βάλει τα κλάματα. «Χρόνο; Έτσι που πάμε, το μόνο που έχουμε είναι ο χρόνος. Ορκίζομαι ότι έχουμε περάσει απ’
όλα τα χωριά που είναι από την Ταρ Βάλον ως εδώ, και δεν βρήκαμε τίποτα. Ούτε το παραμικρό ίχνος, τον παραμικρό ψίθυρο. Δεν νομίζω τελικά να υπάρχει συγκέντρωση. Εκτός αυτού, τώρα είμαστε πεζές. Απ’ ό,τι άκουσα, ο Λογκαίν πήρε τα άλογα μαζί του. Πεζές και κλειδωμένες σε μια παράγκα να περιμένουμε το Φως ξέρει τι άραγε!»
«Πρόσεχε τι ονόματα ξεστομίζεις», ψιθύρισε αυστηρά η Σιουάν, ρίχνοντας μια ματιά όλο νόημα στην προχειροφτιαγμένη πόρτα με το φρουρό απ’ έξω. «Η απρόσεκτη γλώσσα μπορεί να ρίξει εσένα στα δίχτυα αντί για το ψάρι».
Η Μιν έκανε μια γκριμάτσα, εν μέρει επειδή είχε μπουχτίσει πια τα ρητά που έλεγαν οι ψαράδες συμπατριώτες της Σιουάν στο Δάκρυ, κι εν μέρει επειδή η Σιουάν είχε δίκιο. Ως τώρα, δεν τις είχαν προφτάσει τα δυσάρεστα νέα —θανατηφόρα ήταν πιο σωστή λέξη παρά δυσάρεστα― όμως μερικές φορές τα νέα είχαν την ικανότητα να κάνουν άλμα εκατό μιλίων μέσα σε μια μέρα. Η Σιουάν ταξίδευε με το όνομα Μάρα, η Ληάνε ως Αμάινα και ο Λογκαίν είχε πάρει το όνομα Ντάλυν, αφού πρώτα η Σιουάν τον είχε πείσει ότι μόνο ένας ανόητος θα διάλεγε το Γκουαίρ. Η Μιν δεν πίστευε ότι θα αναγνώριζε κανείς το όνομά της, όμως η Σιουάν επέμενε να την λέει Σερένλα. Ούτε ακόμα και ο Λογκαίν δεν ήξερε τα αληθινά τους ονόματα.
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι η Σιουάν δεν έλεγε να σηκώσει τα χέρια. Τόσες βδομάδες αντιμετώπιζαν την απόλυτη αποτυχία και τώρα τους είχε τύχει αυτό το πράγμα, αλλά, αν η Μιν έκανε την παραμικρή νύξη ότι έπρεπε να πάνε προς το Δάκρυ, μια λογική κίνηση, η Σιουάν αγρίευε τόσο που τρόμαζε ακόμα κι ο Λογκαίν. Όσο περνούσε ο καιρός που κυνηγούσαν άδικα αυτό που έψαχνε η Σιουάν, τόσο πιο πολύ αγρίευε. Όχι ότι πριν ήταν αρνάκι. Η Μιν ήταν αρκετά συνετή, ώστε να μην εκφράσει με λόγια αυτή τη σκέψη της.
Η Ληάνε τελικά ξεμπέρδεψε με το φόρεμά της και το έβαλε, περνώντας το πάνω από το κεφάλι και σταυρώνοντας τα χέρια στην πλάτη για να το κουμπώσει. Η Μιν δεν καταλάβαινε γιατί η Ληάνε έκανε τόσο κόπο· η ίδια προσωπικά απεχθανόταν το κέντημα, οποιουδήποτε είδους. Τώρα το ντεκολτέ ήταν κάπως πιο ανοιχτό, δείχνοντας λίγο περισσότερο τον κόρφο της Ληάνε, και το φόρεμα ήταν κάπως πιο στενό εκεί και ίσως και στους γοφούς. Μα τι σημασία είχε αυτό εδώ; Δεν υπήρχε κανείς να της ζητήσει να χορέψουν μέσα σ’ αυτή την πυρωμένη παράγκα.
Η Ληάνε έψαξε στα σακίδια της Μιν κι έβγαλε το ξύλινο κουτί με τις μπογιές και τις πούδρες και τα διάφορα που είχε δώσει με το ζόρι η Λάρας στην Μιν πριν ξεκινήσουν. Η Μιν όλο σκεφτόταν να τα πετάξει, αλλά πώς είχε τύχει και δεν έπαιρνε την απόφαση. Κάτω από το καπάκι του κουτιού υπήρχε ένα καθρεφτάκι, και η Ληάνε αμέσως έπιασε δουλειά στο πρόσωπό της με μικρά πινέλα σαν λαγοπόδαρα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ’ αυτά τα πράγματα. Τώρα έδειχνε να ενοχλείται που είχε μόνο μια βούρτσα από μαυρόξυλο και μια μικρή φιλντισένια χτένα για να περιποιηθεί τα μαλλιά της. Μουρμούριζε μάλιστα ότι δεν είχε τρόπο να ζεστάνει το σίδερο για να κατσαρώσει τα μαλλιά της! Τα μελαχρινά μαλλιά της είχαν μακρύνει από τότε που είχε αρχίσει η έρευνα της Σιουάν, αλλά και πάλι έφταναν μονάχα ως τους ώμους.
Αφού έμεινε λίγο παρακολουθώντας την, η Μιν ρώτησε, «Τι σκαρώνεις, Λη ― Αμάινα;» Απέφυγε να κοιτάξει τη Σιουάν. Ήξερε πώς να κρατάει το στόμα της κλειστό· απλώς έφταιγε που ήταν στριμωγμένες σ’ αυτόν τον φούρνο, και μάλιστα περιμένοντας τη δίκη που πλησίαζε. Ή κρέμασμα, ή δημόσιος ξυλοδαρμός με λουρί. Επιλογή να σου πετύχει! «Αποφάσισες να το ρίξεις στο φλερτ;» Το είπε για αστείο, μιας και η Ληάνε δούλευε προσηλωμένα και μεθοδικά, σαν κάτι για να ελαφρύνει τη στιγμή, όμως η άλλη γυναίκα την ξάφνιασε.