Κατά τα φαινόμενα, η Αλβιάριν δεν συμμεριζόταν αυτή την απροθυμία. Μια άκρη του στόματός της στράβωσε με τρόπο που θα μπορούσε να σημαίνει χαμόγελο ή μορφασμό. «Θα φροντίσω να πολλαπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας προκειμένου να αιχμαλωτίσουμε ξανά τον Τάιμ. Επίσης, προτείνω να στείλουμε μια αδελφή για να συμβουλεύσει την Τενόμπια. Κάποια που έχει συνηθίσει να αντιμετωπίζει την πεισματική αντίδραση που θα προβάλει αυτή η νεαρή».
Οι άλλες έσπευσαν να καλύψουν τη σιωπή.
Η Τζολίνε έσιαξε στους λεπτούς ώμους της το επώμιο με τα πράσινα κρόσσια και χαμογέλασε, αν και το χαμόγελο φαινόταν λιγάκι βεβιασμένο. «Ναι. Χρειάζεται μια Άες Σεντάι πάνω από το κεφάλι της. Κάποια που να μπορεί να κουμαντάρει τον Μπασίρε. Ο άνθρωπος αυτός ασκεί υπερβολική επιρροή στην Τενόμπια. Πρέπει να ξαναπάει το στρατό του εκεί που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση που ξυπνήσει η Μάστιγα». Το άνοιγμα του επωμίου χάριζε γενναιόδωρη θέα του κόρφου της και το ανοιχτοπράσινο ύφασμα παραήταν σφιχτό, παραήταν κολλητό. Επίσης, κατά τη γνώμη της Ελάιντα, η Τζολίνε το παράκανε στα χαμόγελα. Ειδικά προς τους άνδρες. Όλο έτσι έκαναν οι Πράσινες.
«Το τελευταίο που χρειαζόμαστε τώρα είναι να έχουμε άλλον ένα στρατό να προελαύνει», έκανε γοργά η Σέμεριν. Ήταν παχουλούλα και για κάποιο λόγο δεν είχε κατορθώσει να αποκτήσει την εξωτερική γαλήνη που επεδείκνυαν οι Άες Σεντάι· συχνά η επιδερμίδα γύρω από τα μάτια της τεντωνόταν με ανησυχία, πολύ περισσότερο τον τελευταίο καιρό.
«Και κάποια να πάει στο Σίναρ», πρόσθεσε η Τζαβίντρα, άλλη μια Κόκκινη. Παρά τα λεία της μάγουλα, το γωνιώδες πρόσωπό της έδειχνε τόση σκληράδα ώστε θύμιζε σφυρί. Η φωνή της ήταν απότομη. «Δεν μ’ αρέσει να υπάρχουν τέτοιοι μπελάδες στις Μεθόριες. Το τελευταίο που θέλουμε είναι να εξασθενήσει το Σίναρ σε σημείο που να μπορεί να περάσει από κει μια στρατιά των Τρόλοκ».
«Ίσως». Η Αλβιάριν ένευσε, καθώς το συλλογιζόταν. «Υπάρχουν όμως πράκτορες στο Σίναρ —Κόκκινες, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, και ίσως να είναι και άλλες;―» Οι τέσσερις Κόκκινες αδελφές ένευσαν κοφτά, απρόθυμα· άλλη αδελφή δεν τις μιμήθηκε. «-που μπορούν να μας προειδοποιήσουν αν αυτές οι μικροσυγκρούσεις κλιμακωθούν ανησυχητικά».
Ήταν κοινό μυστικό ότι όλα τα Άτζα —εκτός του Λευκού, το οποίο ήταν δοσμένο στη λογική και τη φιλοσοφία― διέθεταν παρατηρητές και ωτακουστές σκορπισμένους στα έθνη, πολλούς ή λίγους, αν και το δίκτυο του Κίτρινου Άτζα θεωρείτο αξιοθρήνητο. Δεν μπορούσαν να μάθουν τίποτα για αρρώστιες και Θεραπείες από εκείνους που δεν μπορούσαν να διαβιβάζουν. Κάποιες αδελφές είχαν για δικό τους λογαριασμό αυτιά και μάτια, αν και αυτοί οι άνθρωποι ήταν πιο καλοφυλαγμένο μυστικό από τους πράκτορες των Άτζα. Οι Γαλάζιες είχαν το πιο εκτεταμένο δίκτυο, τόσο προσωπικά όσο και ως Άτζα.
«Όσο για την Τενόμπια και τον Ντάβραμ Μπασίρε», συνέχισε η Αλβιάριν, «συμφωνούμε ότι πρέπει αμέσως να στείλουμε αδελφές να τους βάλουν στον ίσιο δρόμο;» Σχεδόν δεν περίμενε να δει τις άλλες να νεύουν. «Ωραία. Αποφασίσθηκε. Η Μεμάρα είναι ό,τι πρέπει για τη δουλειά· δεν θα ανεχθεί τις επιπολαιότητες της Τενόμπια, αλλά και θα της περάσει το κολάρο χωρίς εκείνη να το καταλάβει. Λοιπόν. Ξέρει καμία σας τίποτα νεώτερο για το Αραντ Ντόμαν ή το Τάραμπον; Αν δεν κάνουμε σύντομα κάτι εκεί, ίσως καταλήξουμε να επικρατήσουν ο Πέντρον Νάιαλ και οι Λευκομανδίτες από το Μπάνταρ Έμπαν ως την Ακτή της Σκιάς. Εβανελάιν, ξέρεις τίποτα;» Το Αραντ Ντόμαν και το Τάραμπον μαστίζονταν από εμφύλιους πολέμους, και όχι μόνο από αυτό. Πουθενά δεν υπήρχε τάξη. Η Ελάιντα ξαφνιάστηκε που έθιγαν το ζήτημα.
«Μονάχα μια φήμη», απάντησε η Γκρίζα αδελφή. Το μεταξωτό φόρεμά της, που ταίριαζε με τα κρόσσια στο επώμιό της, ήταν καλοραμμένο και άνοιγε βαθιά στο λαιμό. Συχνά η Ελάιντα σκεφτόταν ότι αυτή η γυναίκα κανονικά έπρεπε να είναι Πράσινη, τόσο που την απασχολούσαν η εμφάνιση και τα ρούχα της. «Σχεδόν όλοι είναι πρόσφυγες σε κείνες τις κακότυχες χώρες, το ίδιο και αυτοί που θα μπορούσαν να φέρουν τα νέα. Η Πανάρχουσα Αμάθιρα μοιάζει να έχει εξαφανιστεί και φαίνεται να έχουν αναμιχθεί Άες Σεντάι...»