Το χέρι της Ελάιντα έσφιξε το επιτραχήλιό της. Τίποτα δεν τάραξε το πρόσωπό της, μα τα μάτια της είχαν πάρει φωτιά. Το θέμα του Σαλδικού στρατού είχε λήξει. Τουλάχιστον η Μεμάρα ήταν Κόκκινη· να μια έκπληξη. Μα δεν είχαν καν ζητήσει τη γνώμη της. Είχε γίνει. Η σοκαριστική πιθανότητα να ήταν αναμεμιγμένη μια Άες Σεντάι στην εξαφάνιση της Πανάρχουσας —αν δεν ήταν άλλο ένα από τα χιλιάδες απίστευτα παραμύθια που έρχονταν από τη δυτική ακτή― δεν μπορούσε να στρέψει αλλού τις σκέψεις της. Υπήρχαν Άες Σεντάι σκορπισμένες από τον Ωκεανό Άρυθ ως τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου και δεν ήξερες τι μπορεί να έκαναν οι Γαλάζιες, και ίσως όχι μόνο αυτές. Ούτε δυο μήνες δεν είχαν περάσει καλά-καλά από τότε που είχαν γονατίσει όλες να ορκιστούν υποταγή μπροστά της ως προσωποποίηση του Λευκού Πύργου, και τώρα η απόφαση είχε ληφθεί χωρίς έστω να της ρίξουν μια ματιά.
Το σπουδαστήριο της Αμερλιν βρισκόταν μονάχα μερικούς ορόφους πάνω από τη βάση του Λευκού Πύργου, όμως αυτό το δωμάτιο ήταν η καρδιά του Πύργου, ακριβώς όπως ο ίδιος ο Πύργος, που είχε το χρώμα ξασπρισμένων οστών, ήταν η καρδιά της μεγάλης πόληςνησιού της Ταρ Βάλον, στη διχάλα του ποταμού Ερίνιν. Και η Ταρ Βάλον ήταν, ή έπρεπε να είναι, η καρδιά του κόσμου. Η αίθουσα έδειχνε την εξουσία που ασκούσε η μακρά διαδοχή των γυναικών που την είχαν κατοικήσει: πάτωμα από γυαλισμένη κοκκινόπετρα από τα Όρη της Ομίχλης, ψηλό τζάκι από χρυσό Καντορινό μάρμαρο, τοίχοι ντυμένοι με ανοιχτόχρωμο ξύλο όλο παράξενες ρίγες, στο οποίο ήταν σκαλισμένα με εξαίσια τέχνη άγνωστα πουλιά και θηρία που είχαν ζήσει πάνω από χίλια χρόνια πριν. Πέτρα όμοια με λαμπυριστά μαργαριτάρια πλαισίωνε τις ψηλές αψιδωτές μπαλκονόπορτες, οι οποίες έβγαζαν σε ένα μπαλκόνι με θέα στον προσωπικό κήπο της Άμερλιν, η μόνη γνωστή πέτρα του είδους της, την οποία είχαν περισυλλέξει από μια ανώνυμη πόλη, την οποία είχε καταπιεί η Θάλασσα των Καταιγίδων στο Τσάκισμα του Κόσμου. Αίθουσα εξουσίας, καθρέφτισμα των Άμερλιν που κοντά στα τρεις χιλιάδες χρόνια έκαναν θρόνους να χορεύουν στο σκοπό τους. Και δεν είχαν ρωτήσει καν τη γνώμη της.
Συμβαίνουν υπερβολικά συχνά τέτοιοι εξευτελισμοί. Το χειρότερο —το πικρότερο όλων, ίσως― ήταν ότι είχαν υποσκάψει την εξουσία της χωρίς καν να το σκεφτούν. Οι γυναίκες αυτές ήξεραν πώς είχε αποκτήσει το επιτραχήλιο, ήξεραν ότι η συνδρομή τους το είχε βάλει στους ώμους της. Η ίδια προσωπικά είχε έντονη την επίγνωση αυτού του γεγονότος. Αλλά το είχαν παρατραβήξει. Σύντομα θα ερχόταν η ώρα που θα έκανε κάτι γι’ αυτό. Όχι όμως ακόμη.
Είχε βάλει τη δική της σφραγίδα στην αίθουσα, όσο ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, με ένα τραπεζάκι γραψίματος περίτεχνα σμιλεμένο με τριπλά ενωμένα δαχτυλίδια και μια βαριά πολυθρόνα που ύψωνε μια ένθετη φιλντισένια Φλόγα της Ταρ Βάλον πάνω από τα μελαχρινά μαλλιά της σαν μεγάλο χιονισμένο δάκρυ. Στο τραπέζι ήταν παραταγμένα τρία κουτιά από Αλταρανό λακαρισμένο ξύλο, προσεκτικά τοποθετημένα ώστε να ισαπέχουν μεταξύ τους· το ένα είχε τα καλύτερα δείγματα της συλλογής της από σκαλισμένες μινιατούρες. Ένα λευκό βάζο, σε απλό πλίνθο μπροστά σε ένα τοίχο, είχε κόκκινα τριαντάφυλλα που γέμιζαν το δωμάτιο με τη γλυκιά ευωδιά τους. Δεν είχε βρέξει από τότε που είχε ανακηρυχθεί Άμερλιν, όμως με τη Δύναμη υπήρχαν πάντα διαθέσιμα όμορφα μπουμπούκια· πάντα της άρεσαν τα λουλούδια. Μπορούσες τόσο εύκολα να τα ψαλιδίσεις και να τα μάθεις να παράγουν ομορφιά.
Δύο πίνακες ήταν κρεμασμένοι σε σημεία που μπορούσε να τους δει απλώς υψώνοντας το κεφάλι. Οι άλλες απέφευγαν να τους κοιτάζουν· απ’ όλες τις Άες Σεντάι που έρχονταν στο σπουδαστήριο της Ελάιντα, η Αλβιάριν ήταν η μόνη που τους έριχνε έστω και μια ματιά.
«Κανένα νέο από την Ηλαίην;» ρώτησε ταπεινά η Αντάγια. Η δεύτερη Γκρίζα, μια μικροκαμωμένη γυναικούλα σαν πουλί, που έμοιαζε συνεσταλμένη παρά τα χαρακτηριστικά των Άες Σεντάι στο πρόσωπό της, φαινόταν ασυνήθιστη επιλογή για μεσολαβήτρια, όμως ήταν μια από τις καλύτερες. Η φωνή της είχε ίχνη προφοράς του Τάραμπον. «Ή από τον Γκάλαντ; Αν η Μοργκέις ανακαλύψει πως έχουμε χάσει το θετό της γιο, ίσως αρχίσει να κάνει ερωτήσεις για το πού βρίσκεται η κόρη της, έτσι δεν είναι; Κι αν μάθει ότι έχουμε χάσει την Κόρη-Διάδοχο, τότε ίσως το Άντορ μας κλείσει τις πόρτες σαν την Αμαδισία».
Μερικές γυναίκες κούνησαν το κεφάλι ― δεν υπήρχαν νέα, και η Τζαβίντρα είπε, «Μια Κόκκινη αδελφή έχει πάρει θέση στο Βασιλικό Παλάτι. Πρόσφατα προβιβάσθηκε σε αδελφή, άρα μπορεί να περάσει για απλή γυναίκα και όχι Άες Σεντάι». Εννοούσε ότι η γυναίκα αυτή ακόμα δεν είχε πάρει την αγέραστη όψη που ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονης χρήσης της Δύναμης. Αν προσπαθούσες να μαντέψεις την ηλικία οποιασδήποτε γυναίκας στο σπουδαστήριο, μπορεί να έπεφτες έξω ακόμα και είκοσι χρόνια στην εκτίμησή σου, σε μερικές περιπτώσεις πολύ παραπάνω. «Είναι όμως καλά εκπαιδευμένη, αρκετά δυνατή, ικανή παρατηρήτρια. Αυτό που απασχολεί τη Μοργκέις είναι που προσπαθεί να διεκδικήσει τον Καιρχινό θρόνο». Αρκετές γυναίκες ανακάθισαν στα σκαμνιά τους, και, σαν να συνειδητοποιούσε ότι έθιγε επικίνδυνα ζητήματα, η Τζαβίντρα συνέχισε βιαστικά. «Και ο καινούριος εραστής της, ο Άρχοντας Γκάεμπριλ, μοιάζει να την κρατά απασχολημένη με άλλους τρόπους». Το λεπτό στόμα της στένεψε ακόμα περισσότερο. «Είναι τρελή και παλαβή μαζί του».